Υπήρχε περίπτωση, σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας και ειδικά στην Κρήτη, ύστερα από κάποιον καυγά, στον οποίο δεν τραυματίστηκε κανένας, να μαζευτεί μια ομάδα, να εισβάλει στο σπίτι του «αντίπαλου» και να τον κατακρεουργήσει εν ψυχρώ; Οσο κι αν ψάξουμε στα δικαστικά χρονικά, τέτοιο έγκλημα δεν θα βρούμε. Θα βρούμε φόνους πάνω σε καυγάδες, θα βρούμε φόνους για λόγους αντεκδίκησης, αλλά φόνο «κατόπιν εορτής», με καθαρό μυαλό και από ομάδα -όχι απλώς κάποιον θιγμένο- δεν θα βρούμε. Ο μόνος λόγος που «δικαιολογεί» αυτό το έγκλημα είναι το ρατσιστικό μίσος και η ατιμωρησία που ακολουθεί τέτοια εγκλήματα.
Τα γεγονότα είναι γνωστά. Μια παρέα φασιστοειδών στο Ρέθυμνο συνεπλάκη με έναν Αλβανό, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Ο λόγος; Του ζητούσαν να βγάλει τη μπλούζα που φορούσε και έφερε την αλβανική σημαία. Λίγο αργότερα, πέντε απ’ αυτούς εισέβαλαν στο σπίτι του 17χρονου Εντισόν Γιαχάι, ο οποίος ήταν στο μαγαζί που έγινε ο καυγάς, αλλά δεν ενεπλάκη σ’ αυτόν, όπως αποδείχτηκε, επειδή γνώριζε τους κατοπινούς δολοφόνους του, έμεναν στην ίδια γειτονιά και αντιμετώπιζε συχνά τις βρισιές και τις απειλές τους. Στο σπίτι βρίσκονταν μόνο ο 17χρονος Εντισόν και ο άρρωστος (νεφροπαθής) πατέρας του (η υπόλοιπη οικογένεια είχε πάει για τις γιορτές στην Αλβανία). Μ’ ένα λοστό τραυμάτισαν τον πατέρα και στη συνέχεια σκότωσαν το γιο. Ούτε μία, ούτε δύο, δεκαεφτά μαχαιριές κατάφεραν στο σώμα του.
Οπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, επρόκειτο για γνωστούς ελληναράδες νταήδες της περιοχής. Απ’ αυτούς που περιφέρονται και απειλούν όποιον Αλβανό βρίσκουν στην πόλη. Απ’ αυτούς που έχουν επιβάλει απαρτχάιντ στα «καλά» μαγαζιά της πόλης, όπου απαγορεύεται η είσοδος Αλβανών, όπως συνέβαινε παλιότερα στον αμερικάνικο Νότο και πιο πρόσφατα στη Νότια Αφρική. Απ’ αυτούς που οργάνωσαν τα ουκ ολίγα ρατσιστικά περιστατικά στο Ρέθυμνο, ντροπιάζοντας ολόκληρη την Κρήτη και κηλιδώνοντας τις παραδόσεις της φιλοξενίας και της αγνής φιλίας που χαρακτηρίζουν το νησί.
Το χειρότερο, όμως, είναι η προσπάθεια που καταβλήθηκε για να αφαιρεθεί ο ρατσιστικός χαρακτήρας από το έγκλημα. Προσπάθεια στην οποία πρωτοστάτησαν οι τοπικοί φορείς, με επικεφαλής τον δήμαρχο. Προσπάθεια που συνέτεινε στο να παρουσιαστεί το έγκλημα σαν αποτέλεσμα ενός τυπικού καυγά, σαν έγκλημα τιμής, που τελέστηκε σε βρασμό ψυχής.
Ολοι αυτοί, όμως, ξέρουν πολύ καλά πως μόνο ο ρατσισμός θα μπορούσε να «δικαιολογήσει» ένα τέτοιο έγκλημα στα αρρωστημένα μυαλά των δολοφόνων. Βγάζοντας από τη μέση το ρατσισμό, από τη μια κατασκευάζουν ελαφρυντικά για τους δράστες (αυτουργό και συνεργούς) και από την άλλη αφήνουν ανέγγιχτο το κλίμα που έχει δημιουργηθεί, ειδικά στο Ρέθυμνο (και όχι στην υπόλοιπη Κρήτη). Και βέβαια, δίνουν άλλοθι στον εαυτό τους, που τόσα χρόνια δεν έκαναν τίποτα για ν’ αλλάξουν αυτό το κλίμα, στη χειρότερη περίπτωση επειδή και οι ίδιοι τρέφουν ανάλογα αισθήματα φυλετικής ανωτερότητας και στην καλύτερη επειδή φοβούνται μη χάσουν ψήφους από τα ρατσιστικά καθάρματα της πιάτσας.
Τα ίδια ισχύουν και για τους ανθρώπους των ΜΜΕ. Αυτοί που διψάνε για «αίμα και σπέρμα», φρόντισαν να εξαφανιστεί η είδηση, αφού πρώτα παρουσιάστηκε σαν ένα συνηθισμένο περιστατικό του αστυνομικού δελτίου. Οχι μόνο δεν αναδείχτηκε ο ρατσιστικός χαρακτήρας του εγκλήματος, αλλά αποφεύχτηκε και κάθε φόρτιση. Τα γνωστά περί «ψυχρού δολοφόνου» και «επικίνδυνου κακοποιού» αυτή τη φορά δεν ακούστηκαν. Μια μικρή σύγκριση με όσα λέγονταν τις ίδιες μέρες για τον Μαξίμ Ζιλίν τα λέει όλα. Και βέβαια, περιττό είναι να πούμε τί θα λεγόταν και θα γραφόταν έτσι και οι εθνικότητες δράστη και θύματος ήταν οι αντίστροφες.