Σαρανταπέντε εμπρηστές κι εξήντα τρομοκράτες
κάναν’ την ψωροκώσταινα φλαμπέ το καλοκαίρι!
Ποιος έκαψε τη χώρα μας; Ποιος καίει το Ελλάντα;
Μην είναι τούρκοι πράκτορες; Μην είν’ τίποτα σλάβοι;
Μήπως του σιορ Γεράσιμου τα πράσινα ανθρωπάκια
ή και του λόρδου Byron εγκάθετοι των δήμων;
Μην είν’ γριές με κόλλυβα, γέροι με τις τσουγκράνες
ή γιάπηδες με μπάρμπεκιου, της Κυριακής δραπέτες;
Μάγισσες φερ’τε βότανα και μέντιουμ καφέδες
να δούμε τι συμβαίνει εδώ, μα μην το πείτε σ’ άλλους.
Πάντως ο καπιταλισμός με τίποτα δεν φταίει
-μην δω κουβέντα περί αυτού, κάν’τε πως δεν υπάρχει-
οπού ‘χει την πυρόσβεση, κρουνούς και υδραντλίες
έχει Σινούκ και Καναντέρ, δυνάμεις πεζοπόρες
έχει κι απ’ το εξωτερικό γενναίες ενισχύσεις.
Δεν φταίει η εκμετάλλευση, μηδέ το άρπα κόλα
δεν φταίει το ξεπούλημα και η αδιαφορία.
Ισως να φταίν’ οι αναρχικοί, να δεις που αυτοί φταίνε!
Το είπε ο Σπηλιωτόπουλος, το τραγουδούν οι φλώροι
το λεν’ γαλιάντρες στα κλαριά, το λεν’ κι οι σουσουράδες.
Αντε ρε βουτυρομπεμπέ, άντε και σεις ρε λούγκρες
που με στρινγκάκια και με λακ με κάνετε ρατσίστα.
Αντε να μην εκνευριστώ, τα πάρω στο κρανίο
και σας στείλω στο διάολο επώνυμα, με λίστες.
Τι ‘ναι η πατρίδα μας λοιπόν; Μην είν’ οι μαύροι κάμποι;
Μη τα κατάμαυρα βουνά, μη δε τα μαύρα δάση
τούτοι οι μέλανες δρυμοί με την περίσσια στάχτη
απ’ όπου νέοι φοίνικες θαρρώ θα ξεπηδήσουν;
Ο Ολυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν
ποιο έχει πιο πολλές φωτιές, ποιο πιο πολύ καπνίζει.
Χώρα της θράκας, ψησταριά, του κάρβουνου ω χώρα
που ‘σκασες απ’ το χοιρινό κι ανθρώπους ψήνεις τώρα,
το ‘να σου κόμμα ως έμβλημα έχει πράσινο ήλιο
με φλόγες που το πράσινο καίνε και τσουρουφλίζουν.
Τ’ άλλο σου κόμμα –ανάθεμα- ως έμβλημά του φέρει
έναν πυρσό, ένα δαυλί, σύμβολο του μπουρλότου.
Τι θέση να ‘χουν σ’ όλα αυτά σφυριά μα και δρεπάνια
αφού ο αγρότης έγινε σεφ σε ψητοπωλείο
κι ο εργάτης πάει delivery ό,τι παράγει η σχάρα
για μια δραχμή, ένα ευρώ, ένα σάπιο κοψίδι.
Κάηκε η χώρα, κάηκε, στη σχάρα το Ελλάντα
κι από την άλλη Κυριακή θα μπούνε και οι σούβλες
για να σουβλίσουν οι εχθροί του ανθρωπίνου γένους
δέκα εκατομμύρια Αθανασίους Διάκους.
Σουβλάκια, γύρος και κεμπάπ, μπιφτέκι, κοκορέτσι
κι ανάμεσά τους ο γραικός δίκην κοντοσουβλίου
να φέρνει βόλτες στις φωτιές σαν μαδημένο γίδι
και στωικά να καρτερεί άνοιξες κι αναστάσεις
χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται πως το αρνί ειν’ εκείνος.
Εκείνος οπού τον πηδούν, τον γδέρνουν, τον αρμέγουν
για να ‘χει σώα κι ασφαλή την άθλια ζωή του.
Τι καλοκαίρι ήταν αυτό! Μαύρισε το κορμί μας
μαύρισε η ψυχούλα μας κι η χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη!
Κι ενώ θα περιμέναμε το ίδιο να μαυρίσουν
κι οι κάλπες, οι της προστυχιάς, μεσούντος του Σεπτέμβρη
να δεις που το εθνικό μας σπορ, η αιώνια masturbation
πάλι το μέγα θαύμα της θα κάνει, ως συνήθως.
Κι εσύ τρανέ μαλάκα μου, εσύ μες στον καθρέφτη
περίμενε την αλλαγή παιδεύοντας το νου σου.
Σπολλάτι!
Γεωργός Σουβλιάς
Υπέχω, δες!