Αγαπητά μου παιδιά
Δεν θέλω να κάνω τον δάσκαλο αφού είμαι, αλλά κατέστη πλέον σαφές ότι το μόνο που απομένει στη γλυκιά σαν κουρκουμπίνι και μοναδική σαν φονικό μύκητα πατρίδα μας, είναι η παράδοση. Και μάλιστα άνευ όρων. Ανευ πόρων, μόνο η ολοκληρωτική παράδοσή μας σε υγιείς (οικονομικά κυρίως) σχηματισμούς μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση του έθνους, της ελευθεροτυπίας, της γυναίκας, του playboy και του εφτά μέρες τσιβί.
Σήμερα θα εστιάσουμε στο ανυπέρβλητο και συχνά παραγνωρισμένο μεγαλείο της τζάμπα μαγκιάς, καθώς και στη μαγκιά του τζάμπα μεγαλείου. Οδηγός μας ένα ακόμη δημώδες, δυσώδες άσ(θ)μα που μας έρχεται από τα χρόνια της ασυμβίβαστης στάσης του Πανίκα, από τα πέτρινα χρόνια του Σταμάτη Σπανουδάκη, από τα χρόνια χελιδόνια που πετάξατε, πού ‘ναι η ευτυχία που μου τάξατε…
Ο Κωνσταντής, οι άρχοντες κι ο πρόεδρος αντάμα
κάθονται, τρών’ και πίνουνε και γλυκοχαιρετιούνται
χαμογελούν με σιγουριά χωρίς σίγουρο να ‘χουν
ενώ έξω παρακολουθούν σα χάνοι οι λιμασμένοι.
Κι εκεί που ξεκοκάλιζαν ό,τι ‘χε απομείνει
και τ’ αποφάγια μάζευαν πακέτο για το σπίτι
–σαν των φρονίμων τα παιδιά το αύριο φροντίζαν’–
ο Κωνσταντής σηκώθηκε, έλυσε το ζωνάρι
ρεύτηκε σαν κελαρυστό σερραϊκό ρυάκι
που μπαζωμένο αναζητά την ένταξη στο ΕΣΠΑ
και θαρρετά καυχήθηκε μπροστά στους αφεντάδες:
«Εσείς χοντρό με βλέπετε, ζαβό με θεωρείτε
μα ‘γω τη μαύρη θάλασσα μπορώ να την περάσω».
Κόκαλο η ομήγυρη! «Πάει, τα ‘παιξε, αυτό ήταν»
μουρμούριζαν οι κοσμικοί, γελάγανε οι κλώσες
μα ένας διαπλεκόμενος σαν τ’ άκουσε φωνάζει:
«Αν την περάσεις Κωνσταντή και αν περάσεις νόμο
να φέρνει με τη σέσουλα ευρώ κι επιδοτήσεις
τότε εγώ χοντρούλη μου γαμπρό θε’ να σε κάμω.
Θέλεις στην πρώτη μου αδερφή, θέλεις στη θυγατέρα
θέλεις σε κόρη υπουργού, στον υπουργό τον ίδιο;
Πέρνα εσύ τη θάλασσα, φέρε έστω ελαφρύνσεις
κι εγώ σου δίνω ταίρι σου όποια ή όποιον θέλεις».
Ο Κωνσταντής σαν τ’ άκουσε πολύ καλό του εφάνη
για λόγους ανεξήγητους –δεν είναι του παρόντος–
και δίχως να πολυσκεφτεί τραβάει σε μιαν άκρη,
ξεντύθη, ξαρματώθηκε, στη θάλασσα πηδάει.
Αγρίεψαν τα κύματα, πηδήξανε ως την Κάντζα
τραντάχτηκε η Μεσόγειος, τα παίξανε στη Γάζα
τρελό τσουνάμι έσκασε στο Γιβραλτάρ με κρότο
και τα ψαράκια χάθηκαν, λούφαξαν τα χταπόδια.
Δώδεκα μίλια πέρασε με γέλια, με τραγούδια
κι άλλα δώδεκα πήγαινε με μαύρα μοιρολόγια:
«Θάλασσα, πικροθάλασσα και πολυκυματούσα
τόσες φορές σε πέρασα με γέλια και τραγούδια
και τώρα που ‘χω στοίχημα, τώρα που θ’ αποδείξω
πως είμαι άξιος χειριστής και μέγας τιμονιέρης
σαν τους “αντάρτες” μ’ απειλείς, βουλήθης να με πνίξεις».
Της θάλασσας τα κύματα κουνούσαν τα κεφάλια
βγάζαν’ τις γλώσσες, έγνεφαν, χόρευαν στον αέρα
κι απ’ τα βαθιά της διαπλοκής οι καρχαρίες κράζαν’:
«Χοντρούλη μου πού μπλέχτηκες; Μήπως έχεις σαλτάρει;
Δεν είναι εδώ dvd club ούτε ψαροταβέρνα
δω δεν μετράει ο τσαμπουκάς, δεν πιάνουν οι παρόλες
μόν’ είναι δω που κόβονται τα φράγκα τα μεγάλα
και κάτι σαν εσένανε τους έχουμε για λάντζα».
Κι εκεί που επνίγη ο Κωνσταντής, ταβέρνα εθεμελιώθη
να κάνει το κομμάτι του, μασώντας ν’ αγορεύει
στου κάτω κόσμου τα βαθιά, στης θάλασσας τον πάτο
να λέει τα μεγαλόστομα, να ρεύεται γελώντας.
Και πάνω απομείνανε νύφες-γαμπροί αράδα
τη θάλασσα μαλώνανε και τηνε καταριόταν:
«Αχ θάλασσα τα σπλάχνα σου πώς θα τονε χωνέψουν
που ‘ταν χοντρός κι αποκοτιές έκανε στην αράδα;»
κι η θάλασσα τους κοίταζε, σαρδόνια γελούσε
έστελνε κύμα να ρωτά «σειρά τώρα ποιος έχει;»…
Μαύρα man data