Αγαπητά μου παιδιά
Ηταν πρωί τ’ Αυγούστου όταν συνομιλήσαμε για τελευταία φορά πριν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα αλλαγής κλιματιστικών («αλλάΖΩΟ ΚΛΙΜΑτιστικό») του υπουργείου Ανάπτυξης. Ακόμα οι δύσμοιροι περιμένουν την επιδότηση, ακόμα το τοπίο στον ΣυΡιζΑ είναι ομιχλώδες, ακόμα δεν έγινε η πολυθρύλητη «μετατροπή του επιδόματος ανεργίας σε επίδομα απασχόλησης»! Ολα (γ)ίδια… Κι η μοίρα το θέλησε να ξανανταμώσουμε σ’ αυτό το θλιβερό μονόλογο, δυο μέρες πριν τα γενέθλια του Κωστάκη και εικοσιδύο πριν το ραντεβού του με την Ιστορία. Και συγκεκριμένα με τον τροχό της, ο οποίος –απαλλοτριωθείς για τις ανάγκες της ιερής εξέτασης– πρόκειται να του λειάνει λιγάκι τις μη εύσχημες καμπύλες των τροφικών εναποθέσεων, ενώ οι ακραιφνώς αγανακτισμένοι υποστηρίζουν –κατά το λαϊκότερο και απλούστερο– ότι θα του τρίψει τα μού-τρα. Δικαίως θα ρωτήσετε «έχει καμιά σημασία αυτό ή μήπως θα επιφέρει κάποια αλλαγή;». Ω, παιδιά μου, μη γίνεστε βλάσφημοι την ώρα που ο μετασοσιαλισμός με ανθρώπινο προσωπείο έρχεται καλπάζοντας! Κι αν στον σοσιαλισμό φτάνεις μόνο με ποδήλατο, όπως έλεγε ο Ivan Ilyich, στον μετασοσιαλισμό είναι εμφανές ότι θα πάμε με τα γόνατα. Για να εκπληρωθεί και το τάμα που εμείς οι ευσεβείς κάναμε, όταν αποκηρύξαμε το ποδήλατο που επιβουλεύτηκε τη ζωή Εκείνου ο οποίος σήμερα καλείται να φέρει έναν μετασοσιαλισμό όπου ποδήλατα θα γίνουν οι ζωές μας.
Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά –όπως υπαγορεύει το λειτούργημά μας– όμως προτιμούμε το l’ ακονίζειν… (εστί φίλος of in). Γι’ αυτό περνάμε στον λατρευτό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, ξεκινώντας με την παραλλαγή του ακριτικού άσματος του «Πορφύρη», έτσι όπως τραγουδιόταν στη Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή). Και αγάλι-αγάλι κατηφορίζουμε προς το άσμα του «Ζαχαράκη» κι όπου μας βγάλει η συνέχεια, αφού θα διατρέξουμε την παράδοση, τα βουνά και τις καμένες ραχούλες της πατρίδας μας. Μιας πατρίδας-παρτίδας που χάθηκε, που δεν είναι πια οι κάμποι αλλά οι επενδύσεις, η ανάκαμψη, η ευρωπαϊκή ξέφρενη πορεία προς τον γκρεμό, όπως περιγράφεται στο άσθμα «στης commission την ολόμαυρη ράχη, περπατώντας η λόξα μονάχη, μελετά τα λαμπρά της λαμόγια και της “Siemens” στεφάνι φορεί». Μαέστρο, δώσε ένα Η1Ν1 και πάμε:
Ο Κωνσταντής ο πιο μικρός, το άξιο παλικάρι
τον πρώτο χρόνο στο σπαθί, τον δεύτερο δοξάρι
τον τρίτον εκαυχήθηκε, τον τέταρτο χλωμιάζει
κι αφού τον πέμπτο λάλησε, ο έκτος δεν τον βρίσκει.
«Τι έγινε ρε Κωνσταντή και μπόγους ετοιμάζεις;
Συ δεν είσαι που σάλπιζες κατά των νταβατζήδων
κι ολούθε διατυμπάνιζες ότι πετάει η ομάδα;
Τι σ’ έπιασε και άφησες μισές τετραετίες
και ροβολάς, κατρακυλάς, σπέρνεις κατολισθήσεις
αφήνοντάς μας μοναχούς και χάνεσαι στο βάθος;»
Τον Κωνσταντή ρωτούσανε μα απόκριση δε δίνει
μόν’ βιάζεται, πιέζεται νύχτα να τηνε κάνει
χειμώνας άλλος μην τον βρει, επίδομα μη δώσει
για θέρμανση, που άλλωστε πέρσι έκανε την πάπια.
«Πού πας μωρέ αμαρτωλέ, πού πας κριματισμένε;
Αμε να ντύσεις ορφανά, άμε να ντύσεις ξένα
να ντύσεις και τα νιόπαντρα, τα φτωχοπαντρεμένα
και τότε συ αμαρτωλέ να σώσεις την ψυχή σου».
Του φώναζαν, του έκραζαν, μα κείνος δεν ακούει
μόν’ σέλωσε τον κένταυρο, τον πήγασο, το άτι
κλωθογυρίζει στη βουλή, με δάκρυα τη βρέχει
παίρνει Μπαϊρακτάρειο ύφος ξανά και λέει:
«Θέλετε δέντρα ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε
στον ίσκιο σας δεν κάθομαι μήτε και στη δροσιά σας
μόν’ καρτερώ φθινόπωρο και τον βαρύ χειμώνα
για να μαζέψω dvd κι εξήντα χοιρομέρια
κι απέ όπως θα ρεύομαι και το παιντί θα βλέπω
που ‘ναι σειρά του να συρθεί στων αφεντών το άρμα
να διασκεδάζω, να γελώ κι εγώ με τη σειρά μου».
Κι όσοι κλέφτες ακούσανε πάνε να προσκυνήσουν
μόνο μια λυγερόκορμη βγαίνει απ’ την αράδα
και με φωνή στεντόρεια κοινοποιεί προς όλους:
«Το τσούλι κι αν ετούρκεψε η door, α! δεν τουρκεύει
γιατί ‘ναι η κόρη του πασά η μυριοπροικισμένη
και με το καριοφίλι της δελφίνους κομματιάζει.
Αφήστε τον να τσακιστεί, να πάει στα κομμάτια
κι έννοια σας, μου ‘πε ο μπαμπάς τι πρέπει ‘γω να κάνω…».
Allez: κάπα παρήγα