«Οι προσπάθειες ειρήνευσης στην Ουκρανία είναι καλή είδηση. Κι εμείς θέλουμε την ειρήνη». Αυτά δήλωσε ο πρόεδρος της μεγαλύτερης βιομηχανίας οπλικών συστημάτων της Γερμανίας, της Rheinmetall, όπως διαβάσαμε σε ρεπορτάζ του Γιώργου Παππά στα «Νέα».
Οπως αναφέρει η ανταπόκριση, το γερμανικό πολεμικό μονοπώλιο είδε τη μετοχή του να εκτοξεύεται μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Πριν από τον πόλεμο, την περίοδο της πανδημίας, είχε πέσει στα 40 ευρώ και η εκτόξευση την έφερε κάποια στιγμή πάνω από τα 2.000 ευρώ. Την περασμένη Πέμπτη ήταν στα 1.431/1.436 ευρώ.
Γιατί να μην θέλει τη συνέχιση του πολέμου το γερμανικό μονοπώλιο οπλικών συστημάτων; Γιατί απλούστατα η Ουκρανία είναι πλέον μια νεκρή αγορά. Καμιά ιμπεριαλιστική δύναμη δεν έχει διάθεση να επενδύσει άλλο σε πολεμικά δάνεια προς την Ουκρανία, γιατί το συνολικό ύψος τους έχει φτάσει στο μέγιστο. Η Ουκρανία, ο φυσικός της πλούτος και το εργατικό δυναμικό της δε θα μπορούν να εξυπηρετήσουν δάνεια πέραν ενός ύψους. Γι’ αυτό και έφτασε η ώρα της ιμπεριαλιστικής ειρήνης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Kαι τι θα κάνει το γερμανικό μονοπώλιο; Θα δει τη μετοχή του να καταρρέει και πάλι και τα κεφάλαια των μετόχων του να αναζητούν τοποθέτηση σε άλλους τομείς;
Ο πρόεδρος της Rheinmetall είναι αποκαλυπτικά κυνικός: «Και σε περιόδους ειρήνης έχουμε δουλειές. Και η Κίνα επιδιώκει να είναι ισχυρή σε περιόδους ειρήνης», απάντησε στην ερώτηση κινέζου ανταποκριτή στη συνάντηση που είχε με τους ξένους ανταποκριτές στο Βερολίνο.
Οταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η Rheinmetall προχώρησε άμεσα σε ένα μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων σε γραμμές παραγωγής, χωρίς να έχει τότε τις αντίστοιχες παραγγελίες. Οι παραγγελίες ακολούθησαν και το μονοπώλιο ήταν έτοιμο να τις εξυπηρετήσει. «Παράγουμε αυτά που χρειάζονται η Γερμανία και η Ευρώπη για την ασφάλειά τους», είπε ο Παπέργκερ.
Το γερμανικό μονοπώλιο έκανε επένδυση σε γραμμή παραγωγής μέσα στην ίδια την Ουκρανία. Τώρα χρειάζεται την ειρήνη, ώστε αυτή η γραμμή παραγωγής, με τα εξευτελιστικά μεροκάματα και τις πάμφθηνες πρώτες ύλες να τροφοδοτεί με όπλα τη Γερμανία και τις χώρες της ΕΕ (και όχι μόνο), «παρακολουθώντας» τον φρενιτώδη εξοπλιστικό άνεμο που πνέει σε όλη την Ευρώπη. Ο Πεπέργκερ δήλωσε πως ελπίζει ότι το 2026 θα ξεκινήσει η κατασκευή των μονάδων παραγωγής, σε ένα χρόνο θα παράγει εκεί πυρομαχικά και σε δύο χρόνια πυρίτιδα.
Η ιμπεριαλιστική ειρήνη διαδέχεται τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ο οποίος αποτέλεσε τη δικαιολογητική βάση για την εξοπλιστική φρενίτιδα. Η ίδια η Γερμανία είχε αποφασίσει ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα μαμούθ 100 δισ. ευρώ επί καγκελαρίας Σολτς, που έχει εκτιναχτεί στο αστρονομικό ύψος των 300 δισ. ευρώ επί καγκελαρίας Μερτς (ο κυβερνητικός συνασπισμός αποτελείται από τα δύο μεγάλα κόμματα – άλλαξε μόνο ο μεταξύ τους συσχετισμός και επομένως και το πρόσωπο που ασκεί την καγκελαρία).
Αυτά που τον κυνισμό ενός εκπροσώπου του γερμανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου περιέγραψε ο πρόεδρος της Rheinmetall τα είχε συμπυκνώσει με επιστημονική επάρκεια και σαφήνεια ο Ι.Β. Στάλιν σε ένα κεφάλαιο του μνημειώδους έργου του «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ». Ο Στάλιν περιέγραψε ως εξής τον βασικό οικονομικό νόμο του σύγχρονου καπιταλισμού:
«Τα βασικά χαρακτηριστικά και οι βασικές απαιτήσεις του βασικού οικονομικού νόμου του σύγχρονου καπιταλισμού θα μπορούσαν να διατυπωθούν π.χ. με τον εξής τρόπο: εξασφάλιση του ανώτατου καπιταλιστικού κέρδους μέσω της εκμετάλλευσης, της καταστροφής και της εξαθλίωσης της πλειοψηφίας του πληθυσμού της δοσμένης χώρας, μέσω της υποδούλωσης και της συστηματικής καταλήστευσης των λαών των άλλων χωρών, ιδιαίτερα των καθυστερημένων χωρών, τέλος, μέσω των πολέμων και της στρατιωτικοποίησης της λαϊκής οικονομίας που χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση των πιο υψηλών κερδών».
Το πρόβλημα είναι ότι χάρη στην κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας και την καταθλιπτική κυριαρχία των αστικών μέσων μαζικής εξαπάτησης, οι νεότερες γενιές της εργατικής τάξης έχουν χάσει την επαφή με τη θεωρία. Ετσι, τοποθετήσεις όπως αυτές του προέδρου ενός από τα μεγαλύτερα πολεμικά μονοπώλια της Ευρώπης περνούν «στο ντούκου». Ακόμα και όταν αναφέρονται στον αστικό Τύπο, αναφέρονται απλά σαν ειδήσεις ρουτίνας, αποσπασμένες από το επιστημονικό υπόβαθρο που μπορεί να τις ερμηνεύσει.
Φτάνουμε έτσι στο σημείο, η χρεοκοπημένη και φορτωμένη με δάνεια Ελλάδα να κάνει συνεχώς εξωφρενικές πολεμικές παραγγελίες, στο όνομα της «ασφάλειας» και της «υπεράσπισης της ακεραιότητας της χώρας». Φτάνουμε στο έσχατο σημείο πολιτικής αθλιότητας, να παρουσιάζονται αυτές οι απανωτές παραγγελίες σαν «μεγάλη εθνική επιτυχία» και να πανηγυρίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και όλος ο αστικός εσμός για τη συμμετοχή στο Rearm Europe, ένα πρόγραμμα στρατιωτικοποίησης των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Και οι αντιπολιτευτικές ενστάσεις να μην αφορούν τη συμμετοχή σε μια καθαρά αντιπαραγωγική κούρσα εξοπλισμών, αλλά να αφορούν τον ελληνοτουρκικό εθνικιστικό ανταγωνισμό και το αν η Τουρκία θα συμμετάσχει ή όχι στο περιβόητο πρόγραμμα SAFE. Η Τουρκία φυσικά και θα μπει στο SAFE, με πλάγιους τρόπους (μέσω συμπαραγωγών με ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές χώρες), γιατί η τουρκική αγορά είναι κάμποσες φορές μεγαλύτερη από την ελληνική και η κάθε Rheinmetall δε θα παραιτηθεί από τις μπίζνες της σ’ αυτή την αγορά, λόγω των ελληνικών ενστάσεων.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι αν θα μπει ή δε θα μπει η Τουρκία στο SAFE, αλλά το ίδιο το SAFE. Ενα πρόγραμμα εξοπλισμών που θα μεγαλώσει το χρέος και θα υποδουλώσει τον ελληνικό λαό για πολλά χρόνια ακόμα.
Το συμπέρασμα που πρέπει να καταλήξουμε είναι πως οι εξοπλισμοί είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας του βασικού οικονομικού νόμου του σύγχρονου καπιταλισμού. Επομένως, ο αγώνας ενάντια στους εξοπλισμούς πρέπει να έχει καθαρά αντικαπιταλιστικό-επαναστατικό προσανατολισμό. Αλλιώς καταντά μια αντιπολιτευτική «γκρίνια», ανώδυνη για το σύστημα.








