Ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Οικονομικών, ο υπουργός Εργασίας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν φείδονται επαίνων προς τους «κοινωνικούς εταίρους» για την υπευθυνότητα που έδειξαν υπογράφοντας την ΕΓΣΕΕ 2010-2012. Περισσεύουν οι ύμνοι και από τις σελίδες του αστικού Τύπου, με τον απόηχο να μην έχει κοπάσει μια βδομάδα μετά την υπογραφή της σύμβασης.
Η σύμβαση αυτή είναι όντως πρωτοφανής. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία για πρώτη φορά υπογράφει σύμβαση με την οποία επίσημα δέχεται μείωση των πραγματικών αποδοχών των εργαζομένων. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς κάνοντας υπολογισμούς με κλάσματα και μέσες τιμές, όπως συνέβαινε με τις προηγούμενες συμβάσεις. Τα πράγματα τώρα είναι ολοκάθαρα. Για ενάμιση χρόνο τα κατώτερα όρια μισθών και ημερομισθίων θα παραμείνουν παγωμένα. Μετά από ενάμιση χρόνο, με τον πληθωρισμό αθροιστικά τουλάχιστον στο 10%, θα πάρουν μια αύξηση 1,5%. Και μετά από ένα χρόνο, με πληθωρισμό που θα έχει προσθέσει τουλάχιστον ένα 3% ακόμη, θα δοθεί μια αύξηση 1,7%. Μιλάμε, δηλαδή, για μια τεράστια απώλεια πραγματικού εισοδήματος κατά την πρώτη τριετία του Μνημόνιου. Απώλεια μόνο από μια πηγή: τον πληθωρισμό. Χωρίς να λογαριάσουμε την εκτίναξη της ανεργίας και των διάφορων μορφών υποαπασχόλησης (εκ περιτροπής εργασία κ.λπ.), που θα επιφέρουν πρόσθετα πλήγματα στα εισοδήματα της εργατικής οικογένειας.
Κατέστη ήδη ορόσημο για το κράτος η υπογραφή αυτής της σύμβασης. Ο υπουργός Εργασίας ήδη αποφάσισε να καταργήσει με νόμο κάποιες διαιτητικές αποφάσεις που τόλμησαν να δώσουν –άκουσον, άκουσον!– αυξήσεις 1,5% για το 2010. Και επικαλέστηκε την υπευθυνότητα που επέδειξαν οι «κοινωνικοί εταίροι». «Εχουμε αναλάβει ορισμένες δεσμεύσεις. Οι κοινωνικοί εταίροι έχουν στοιχηθεί. Εχουν δώσει τον καλύτερό τους εαυτό», είναι τα λόγια που χρησιμοποίησε.
Οποία ειρωνεία: κάποιοι κρατικοί λειτουργοί (διαιτητές του ΟΜΕΔ) βγαίνουν από τ’ αριστερά στην κορυφαία οργάνωση του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος, έχοντας όλα τα περιθώρια να φανούν γενναιόδωροι με αυξήσεις της τάξης του 1,5% (όταν ο πληθωρισμός «τρέχει» με 5,2%)!
Το ερώτημα που πρέπει να βάλει κανείς είναι γιατί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία επέλεξε να υπογράψει αυτή τη σύμβαση, ρισκάροντας τα τελευταία ψήγματα αξιοπιστίας που της απέμειναν; Η απάντηση είναι απλή. Αντί του όποιου κύρους της, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία επέλεξε να υπηρετήσει τους θεσμούς. Οχι να σώσει το θεσμό των συμβάσεων, όπως υποκριτικά διατείνεται, αλλά να υπηρετήσει τη θεσμική λειτουργία του συστήματος.
Το σύστημα σήμερα δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για το θεσμό των συμβάσεων. Εξ ου και τις αποψιλώνει με τα προβλεπόμενα από το Μνημόνιο, τα οποία δεν τα έχουμε δει σε όλη τους την έκταση. Είχε όμως μεγάλη ανάγκη τη συγκεκριμένη σύμβαση, για όσα αυτή σηματοδότησε. Σηματοδότησε την ήττα του επίσημου συνδικαλισμού, που εμφανίζεται σαν καθολικός εκπρόσωπος της εργατικής τάξης. Σηματοδότησε την αγαστή συνεργασία κράτους-καπιταλιστών-«εργαζόμενων». Εβγαλε την κυβέρνηση από τη δύσκολη θέση να παγώσει τις αυξήσεις με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, βαραίνοντας και άλλο την ατζέντα. Πάνω απ’ όλα νομιμοποίησε το δικαίωμα των καπιταλιστών να μη καλύπτουν ούτε τον πληθωρισμό. Σχετικοποίησε, δηλαδή, στον απόλυτο βαθμό την τιμή της εργατικής δύναμης. Γι’ αυτό λέμε ότι είναι ιστορική. Ολα από εδώ και πέρα μπαίνουν σε άλλη βάση.