Αγαπητά μου παιδιά
Ο κυρ Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή. Στην κατά Ιάκωβο Καμπανέλλη «αυλή των θαυμάτων» και κατά «Γκούλαγκ» (για το συγκρότημα μιλάμε) «αυλή των θεαμάτων». Με τους αυλικούς του (αν και αυλικός άλλων και ο ίδιος στον ατέρμονα κύκλο των διαχειριστών της πάλης των τάξεων), με τις κότες του, με τα γίδια, τα μοσχάρια και τα κτήνη, σωστός κτηνοτρόφος, άρχοντας και άξιος εκπρόσωπος της κυρίαρχης βουκολικής τάξης στα λατιφούντια του αέναου μεσαίωνα που έφερνε σταδιακά την πανηγυρική επιστροφή στην προϊστορία.
Ομως, παρά την σχεδόν ολοσχερή καθυπόταξη του τρεφόμενου με παντεσπάνι φτωχού και άμοιρου (όχι ευθυνών) λαού, παρά τον σφοδρό άνεμο της ταξικής ζάλης που διαδέχτηκε την ταξική πάλη και τον Ανδρέα Loverδο που διαδέχτηκε τη funny Πάλλη για να κλείσει το ζήτημα «εργασία», τα μεγάλα μαύρα σύννεφα δεν έλεγαν να φύγουν πάνω από τα κεφάλια των εξαχρειωμένων και αγενών ευγενών. Ομως, «δεν είναι μόνο τα σύννεφα που θα υπάρχουν πάνω από τα κεφάλια τους από δω και πέρα», συμπλήρωνε σιβυλλικά μια παροιμία του γιατρού Joseph-Ignace Guillotin που βρέθηκε χαραγμένη στο καύκαλο μιας χελώνας στα υπόγεια της Βαστίλης. Υπονοώντας όσα επιβεβαιώθηκαν ιστορικά από τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ' και τη συμβία του Μαρία Αντουανέτα, τον χημικό Αντουάν Λοράν Λαβουαζιέ, τον αστρονόμο Ζαν Σιλβέν Μπαγί, τον ποιητή Αντρέ Σενιέ, τη φεμινίστρια Ολέμπ ντε Γκουζ, τον δικηγόρο και επαναστάτη Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο, τον ρήτορα Ζορζ Ζακ Νταντόν, τον πολιτικό Σαιν Ζιστ, την ευγενή μαντάμ ντι Μπαρί, τη συγγραφέα μαντάμ Ρολάν, τη δολοφόνο του Μαρά Σαρλότ Κορντέ, τον πρώτο σύζυγο της Ιωσηφίνας Αλέξανδρο Μποαρνέ και… ας σταματήσουμε εδώ για να μην έχουμε προβλήματα με την αρχισυνταξία που γεμίζουμε την επιστολή, Μεμά, Λάκη S (meme a la qui est, με μαλλάκι as…).
Επιστρέφουμε στον σκοτεινό και πολυτάραχο μεσαίωνα, τα προβλήματα του οποίου έκαναν πραματευτή και γυρολόγο τον κυρ Αντώνη, βγάζοντάς τον στον μεϊντάνι και στους σκληρούς δρόμους της ξενιτιάς. Ομως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή –ειδικά αν είναι και υψηλής κερδοφορίας– και είναι mega ψέμα alpha κλάσης η θεωρία ότι το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό (είναι νοστιμότατο και φθηνότερο απ’ αυτό που τρώμε εδώ με τρία ολάκερα ευρώ ανά κανονικό και πλήρες κιλό). Μέχρι και στα χνάρια του Μάρκο Πόλο βάδισε ο κυρ Αντώνης για να διαλαλήσει την πραμάτεια του, επιστρατεύοντας τη δελεαστική λαϊκή παροιμία που για δύο αιώνες αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του νεοελληνικού αστικού κράτους, «ελάτε γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος».
Το γεγονός –με αιχμή τη λαϊκή παροιμία– ήταν φυσικό να προσελκύσει την προσοχή της λαϊκής μούσας, που διασκεύασε για πάρτη του κυρ Αντώνη το γνωστό τραγούδι. Ιδού, σε παγκόσμια πρώτη έντυπη μετάδοση:
Ο κυρ Αντώνης πάει καιρός που πούλαγε πολύ
νησιά, φιλέτα, ΔΕΚΟ, με σκέψη ως την Ακρόπολη.
Τέσσερα μάτια διέθετε (το ένα όχι καλό)
και με τον οίκτο όλου του κόσμου πάντοτε στο μυαλό.
Αχ κυρ Αντώνη πώς σ’ αγαπάμε και μαζί σου χρέη μετράμε
τις φωτιές για σένα πηδάμε, ο κώλος μας θα καεί
και το ποιόν σου πάντα ξεχνάμε, όλο ντουβάρια κουτουλάμε
ανάπηροι με σένα γελάμε σαν κάνεις πωλητική.
Ο κυρ Αντώνης σκέφτεται: «Δεν πάει να γ@μηθεί
όλος ο κόσμος», μιας και το χρέος είναι πολύ βαθύ
δυο δάχτυλα των δανειστών μες στ’ όνειρο κοιτά
κουνούν το ένα και τ’ άλλο το βάζουν μέχρι πολύ βαθιά.
Αχ κυρ Αντώνη πώς σ’ αγαπάμε και μαζί σου χρέη μετράμε
τις φωτιές για σένα πηδάμε, ο κώλος μας θα καεί
και το ποιόν σου πάντα ξεχνάμε, όλο ντουβάρια κουτουλάμε
ανάπηροι με σένα γελάμε σαν κάνεις πωλητική.
Μα ένα βράδυ ο κυρ Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
με τον Βαγγέλη και με τον Φώτη και γύρω τους πολλοί.
Στης Ιστορίας τον τενεκέ πέφτουν. Τι ξιπασιά!
Σαν τι φαντάζονταν ότι κάναν’; Αντε, καλά κρασιά.
Στα ΜΑΤ εις Δημήτριος