Αγαπητά μου παιδιά
Με συγκλονιστικό τρόπο ξαναήρθε στην επιφάνεια, μετά από δύο αιώνες από τότε που γράφτηκε, το γνωστό κλέφτικο τραγούδι «δώδεκα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης». Γιατί δώδεκα χρόνια ακριβώς διετέλεσε «αρματωλός» και περιενδεδυμένος την εξουσία του ο γιος του παπα-Γιώργη (ο περί ου ο λόγος τελευταία στο βόρειο βιλαέτι), αλλά και σαράντα χρόνια κλέφτης σύμφωνα με τη φετφά που τον έριξε στα μπουντρούμια του πασά…
Ας δούμε όμως τι λέει η εν κύκλω παιδεία: «Τα κλέφτικα τραγούδια ως διακριτό είδος των επικών δημοτικών τραγουδιών, πήρε το όνομά του από το περιεχόμενο των στίχων του. Σε ό,τι αφορά στον ελλαδικό χώρο, τα κλέφτικα τραγούδια είναι δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου της τουρκοκρατίας μετά τον 16ο αιώνα και στα θέματά τους διαφαίνεται η επαναστατική δράση των κλεφτών και των αρματολών. Στους στίχους εγκωμιάζεται η ζωή, τα κατορθώματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατός τους. Μολονότι αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα, δεν περιλαμβάνουν ακριβή διήγηση ούτε προσήλωση σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Στα ολιγόστιχα, λιτά, χωρίς εξηγήσεις και περιγραφές περιστατικών κλέφτικα τραγούδια, η μετάβαση από την μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα. Σε όλα σχεδόν απαντάται ζωντανός διάλογος μεταξύ προσώπων, ενώ ενίοτε –όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο– ο δημιουργός εισάγει μια συμβατική εικόνα, ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά, μια κόρη, προκειμένου να παραχθεί ο διάλογος».
Ενα ακόμη κλέφτικο τραγούδι που γράφτηκε μεν στο παρελθόν (1750-1760) αλλά επανέρχεται κι αυτό στην επιφάνεια με συγκλονιστικό τρόπο, είναι και το ακόλουθο που διασκεύασε και προσάρμοσε η λαϊκή μούσα:
– «Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν».
– «Μάνα μου ‘γω δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των σκυλιώνε.
Φέρε μου το βαριό σπαθί και τ’ αλαφρό τουφέκι
–που ‘χα φτερά στα πόδια μου και έφεση στα δόντια–
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων
να ανταμώσω μάστορες να κάνουμε τις μπίζνες,
να βρούμε παστρικές οδούς λίρες για να μασάμε».
Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
– «Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς λαγκάδια με τις πάχνες
γεια σου και σένα Αντώνη μου που διπλοκαμαρώνεις
για το δικό σου το παιδί, γαλάζιο σαν τα ουράνια».
– «Καλώς το τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλικάρι
που για την πάρτη του έχω πει μεγάλη μ@λ@κία.
Στο μεϊντάνι μ’ έβγαλαν και πώς να τη μαζέψω».
Οι Τούρκοι τον αγνάντεψαν και παγανιά του στέλνουν
πήγαν και τον καρτέρεσαν σ’ εν’ άγριο μονοπάτι
σκοινιά ‘χαν να τον δέσουνε, σαν να ‘τανε κριάρι!
Κι εκείνο τ’ άξιο το παιδί, τ’ άξιο παλικάρι
τους λέει πως θα πεθάνουνε με βάρος στην καρδιά τους
μα ο κατής του απαντά, το βάρος του επιστρέφει
σα θεριστής εφάνηκε όταν θερίζει στάχυα
μα αντί για στάχυα θέριζε τον πρότερό του βίο.
Και η συνέχεια γνωστή, μην τα πολυλογούμε
γιατί ούτε κλέφτες ούτε αστοί άντεχαν τόση μπόχα…
Κάπως έτσι είχε χαθεί λίγο νωρίτερα από τον Βασίλη και το άλλο πρωτοπαλίκαρο του βιλαετιού, ο Παναγιώτης, που όμως η ιστορία του έχει και συνέχεια. Αλλά αυτά –σε συνδυασμό– θα τα δούμε σε άλλη ενότητα, όσο κι αν θα έπρεπε να τα δουν πρώτιστα κάποιες χιλιάδες άλλοι…
Δις! Ωδή α΄