Αγαπητά μου παιδιά
«Νομίζεις πως είναι χείμαρροι αφρισμένοι, εκρέοντες όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλ’ από τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου», γράφει για τα κλέφτικα τραγούδια ο K. Mendelsohn Bartholdy. Μέρος των δημωδών ασμάτων, τα συγκεκριμένα τραγούδια είναι δημιούργημα της περιόδου της τουρκοκρατίας και αναβιώνουν με λαμπρότητα στις σημερινές μέρες της ιμπεριαλιστικής κλεπτοκρατίας και της αστικής δικτατορίας. Στα κλέφτικα τραγούδια αποτυπώνονται στιγμές και περιστατικά από τη δράση και τις αντιπαραθέσεις ένοπλων ομάδων, που ανάχθηκαν σε μύθους και τεκμήρια για τη διαρκή δράση (Ελλήνων κατά Οθωμανών παλιότερα, εργατών κατά της αστικής δικτατορίας αργότερα).
Το μέλλον προδιαγράφηκε από τον καιρό της γέννησης αυτών των τραγουδιών, αρκεί να θυμηθούμε δύο μόνο –ειδικά τη δεύτερη– στροφές από ένα γνωστό κλέφτικο τραγούδι:
Εγώ ραγιάς δεν γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω
δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες.
Ετσι, ήρθε στις μέρες μας η λαϊκή μούσα, εξόριστη μέσα στην ελευθερία των αγορών και ελεύθερη μέσα στην εξορία των πολυκαταστημάτων τύπου «mal» («άρρωστος» εις την γαλλική, εκ της λέξεως «maladie» που σημαίνει αρρώστια και που η παραφθορά της γέννησε την ελληνική πλην παγκοσμίως γνωστή λέξη «malakie»). Η μούσα που ανασκεύασε πολλά κλέφτικα τραγούδια και τα κυκλοφόρησε στο επίτομο έργο «κλέφτες και αρματολοί ενάντια στην αμαρτωλή αστική κλεφτουριά». Ο τόμος ξεκινάει με ένα απαράλλαχτο κλέφτικο:
Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες.
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε
ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι.
Στη συνέχεια (στύσιν έχει, α!) η μούσα, διασκευάζει πλείστα όσα άσματα, όπως:
Ο πλούσιος έχει φλουριά, έχει ο φτωχός τα ζόρια
άλλοι παινεύουν τη δεξιά κι άλλοι τους τραπεζίτες
μα ‘γω παινεύω τα παιδιά που ‘χουν φωτιά στα μάτια
και την αλήθεια δείχνουνε με τεντωμένα χέρια.
Ή ακόμη:
Να ‘μουν τον Μάη πιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης
μα πιο καλά να ήμουνα αρματολός και κλέφτης.
Να ‘χα τα βράχια αδέρφια μου, τις πέτρες συγγενείς μου
να με κοιμίζουν όνειρα, να με ξυπνούν οι δρόμοι
να ζήσω ανυπότακτος, σκλάβο να μη με λένε.
Γνωστός είναι και ο διάλογος του Βασίλη με τη μάνα του την αγορά, που μετά το θάνατό της αγιοποιήθηκε από τον πάπα Πύο τον έσχατο:
Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης
να κάμω αμπελοχώραφα, εργάτες να δουλεύουν
να γίνω ένας μικροαστός, της τάξης μου προδότης.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων
και να σφυρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους
που έχουν χάσει τα αβγά, χάσαν’ και τα καλάθια.
Αναλύοντας τις αιτίες που κρατούν άσβεστο το φως της κλεφτουριάς και που θα υπάρχουν όσο υπάρχει καταπίεση ανθρώπου από μαϊμούδες, η λαϊκή μούσα επιστρατεύει (ποιους ναυτεργάτες ρε;) και τοπωνύμια-σύμβολα:
Εγώ είμαι ο γερο-Ολυμπος, στον κόσμο ξακουσμένος
έχω σαρανταδυό κορφές κι εξηνταδυό βρυσούλες
κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρνει η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια αντάρτες.
Το επίτομο έργο της λαϊκής μούσας κλείνει μ’ ένα ακόμη απαράλλαχτο κλέφτικο τραγούδι:
Εχετε γεια ψηλά βουνά και κάμποι με τα ρόδα
δροσιές με τα χαράματα, νύχτες με το φεγγάρι
και σεις μωρέ κλεφτόπουλα που είστε παλικάρια
δεν σας τρομάζει ο πόλεμος, πηδάτε σαν λιοντάρια.
Austin Νίκη