Αγαπητά μου παιδιά
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα» θρηνεί η μούσα της παράδοσης για την παράδοση του λαοπρόβλητου Νίκου Ξανθόπουλου της πολιτικής (εκπληκτική ομοιότητα στη φωνή, στην κίνηση χειλών-γνάθων και στο ύφος!) στην πυρά των συμφερόντων.
τώρα ουρανέ μου βρέξε
τώρα dall’ Ara Hesse μας
Hesse μας Πολυχρόνη
ρίξε στους κάμπους τη βροχή
και στα βουνά το χιόνι
στου πικραμένου την αυλή
τρία γυαλιά φαρμάκι
το ‘να να πίνει την αυγή
τ’ άλλο το μεσημέρι
το τρίτο το μακρύτερο
να το ρουφάει στο δείπνο
όπως οι αλητάμπουρες
ρουφάνε τη βενζίνη
που έτσι όπως κατάντησε
βενζίνη πια δεν είναι.
Το καλό, λαϊκό, καθημερινό παιδί, το παιδί δίχως κράνος καβάλα στη βέσπα, το παιδί κάθε βάφτισης, γάμου, κηδείας, μνημόσυνου, αρραβώνα, κοσμικού γεγονότος, το παιδί της διπλανής πόρτας που θα μπορούσε να είναι delivery σε πιτσαρία τείνει να γίνει τέτοιο! Ο γίγαντας της ουτοπικής εαυτοδιοίκησης που ανήγε τη νομαρχία σε μοναρχία, τον πλουραλισμό σε «one man’s show» και όλα τα νούμερα με χιλιάδες ευρώ σε μονότονα σαρανταπεντάρια (45.000), γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος παρά τους τράγους φίλους του και την τραγική προτίμηση που του έδειχναν οι υπνωτισμένοι ψηφοδότες.
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι του νόμου,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το παιδί το πολυπαινεμένο.
Αυτά και πολλά άλλα λέει το δημοτικό μοιρολόι για τον αοιδό άρχοντα που ξαφνικά έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Θρηνεί η συμβασιλεύουσα και μαζί το Kill kiss, οι Sir res, ο Πολύ γύρος, η Αικατερίνη, η ΕΔΕΣ α! και οι Βέροι α! Θρηνεί η Μακεδονία (ποια Σκόπια ρε;) ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα, όλη η χώρα θρηνεί και ξανά three knee στα γόνατα. Μαζί και οι αλύτρωτες πατρίδες με πρώτο τον Πόντο, οι πόντοι που έφυγαν από τα καλσόν των κομπανιών των Λαδάδικων όπου συνήθιζε να εμφανίζεται ο λαοπρόβλητος πολυσχιδής λεβέντης.
πού φεύγει, πού πηγαίνει
για ένα πουκάμισο αδειανό
για μια βενζινο-Ελένη.
Η τιμημένη γη της Μακεδονίας (είπαμε ρε) γέμισε ποταμούς δακρύων και λίμνες σαν την Κορώνεια γεμάτες από ψόφιες ελπίδες και παλιά παπούτσια με περιβαλλοντικές μελέτες και εξαγγελίες διάσωσης για σόλες. Καπιταλιστές εξακολουθούν να ψαρεύουν στα ψόφια νερά εις υγεία του υπηρέτη που χάνεται και πάει. Ποιος; Ο λεβέντης που κατάφερε να πείσει όλη τη χώρα από τηλεοράσεων ότι επί επαναστάσεως (ναι, μην σας ξενίζει, έτσι λέγεται η επταετία 1967-74 στους κύκλους των πατριωτών) όλα ήταν πολύ καλύτερα. Ο νοσταλγός της ντόλτσε βλίτα του χθες, το καλόπαιδο που είχε μόνο θαυμαστές, λαβώθηκε από τα συμφέροντα των Βένετων και των Πράσινων. Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης, καθώς οι Μανιάτισσες ανεβαίνουν στη φιλετοποιημένη νοτιοδυτική ράχη του και μοιρολογούν:
μη μας ξεχάσεις άμοιρε και μη μας λησμονήσεις
γιατί λυπούνται οι κολλητοί, κλαίνε και λαχταρίζουν
που έμειναν δίχως σκεπή, χωρίς το πάπλωμά τους
κι έρχονται και μας πρήζουνε κι όλο παραπονιούνται:
Στολίστε μας τα ορφανά κι ας είν’ και μαύρα ρούχα
να πα’ να γονατίσουμε εις του Ζορό το χάσμα
να τον παρακαλέσουμε να ξανάρθει στην πιάτσα
κι ας κάνει στάνη με αρνιά μαύρα και με κατσίκια
μ’ όλα τα ελεύθερης βοσκής στα δεξιά, ερίφια
και αν δεν θελήσει για να ‘ρθει, να βρούμε έναν άλλο
γιατί μιλιούνια οι «γκαγκά», αστείρευτοι οι παλιάτσοι.