Αγαπητά μου παιδιά
Με συγχωρείτε που εμφανίζομαι σήμερα χωρίς σώβρακο! Πριν βιαστείτε να με καταδικάσετε (και για όσα ξεχάσετε, ένοχος) έχω δύο νέα να σας πω, ένα δυσάρεστο κι ένα ευχάριστο: Το δυσάρεστο είναι ότι τα σώβρακά μας τα έχει πάρει ως προκαταβολή το Διεθνές Νόμοις (μα τη Κω) Ταμείο. Το ευχάριστο είναι ότι –λόγω της κατεπείγουσας κατάστασης– τα παρέλαβε με συν-οπτικές (ο συν κοίταγε) διαδικασίες, δίχως έλεγχο και πλήρη περιεχομένου…
κι από τις άγιες τράπεζες ο γούμενος φωνάζει:
δεν είν’ ο περσινός καιρός κι ο φετινός χειμώνας.
Μας ήρθε άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο».
να κάτσουμε με τα παιδιά να δούμε σούπερ λίγκα.
Κι αν μπύρες δεν μας δίνουνε από τη Γερμανία
φέρε Σαντορινιό μαζούτ, «Sea Diamond», ωραίο
που έτσι τρωγοπίνοντας θέλουμε να φτιαχτούμε…».
Οι Ρωμαίοι ξανάρχονται, ως Γερμανοί όπως συνηθίζουν τους τελευταίους δύο αιώνες, με κορώνες, με κανόνια ή με money εξ ουρανού, απαλλοτριωμένα από τη γη και ξεπλυμένα για να φύγει ο ιδρώτας των προκατόχων. Το αλαλάζον πλήθος τους επευφημεί και στρώνει μισθούς για να περάσουν, ενώ ο πρωθυπουργός με δάκρυα στα μάτια –«βαθιά συγκινημένος» κατά μία κληρονομική έννοια– προσπαθεί να οδηγήσει το καράβι στην Ιθάκη. Η ιστορία γνωστή: θα χαθούμε όλοι, αφού μόνο ο Οδυσσέας σώζεται στο τέλος. Οι πιο πολλοί είμαστε ήδη γουρούνια στο κοπάδι της Κίρκης, ενώ ξωπίσω αφήσαμε τους λωτοφάγους…
Πήγα να μάσω λάχανα με τ’ άλλα τα κορίτσια
κι οι κλέφτες μάς αγνάντευαν από ψηλά λημέρια.
Και ήρθαν τρία σύννεφα από την Ευρωλάνδη
το ‘να με αστραπόβροντα, τ’ άλλο χαλαζοβρόχια
το τρίτο το κατάμαυρο με τα μαύρα μαντάτα».
Το οικονομικό μας εφάπλωμα! Η ηλεκτρική κουβέρτα μας! Κι ας τη λένε ηλεκτρική καρέκλα οι ανθέλληνες. Οι σύμμαχοι και εταίροι, οι εταίρες και οι έτεροι, που ο θεός να μας κόβει μισθούς κι επιδόματα και να τους τα δίνει σε ομόλογα, χωρίς βρωμόλογα. Ο θεός των Ελλήνων που τον έλεγαν Δία πριν γίνει ΔΙ.ΑΣ. και δικυκλιστής αστυνομικός κι αντικατασταθεί από εισαγόμενο, ο θεός σώζοι τον βασιλέα ακόμα κι όταν είναι γυμνός.
κι ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Γιωργάκη:
«Τζέφρι σε θέλει ο βασιλιάς, η τρόικα σε ψάχνει
κι αν είσαι καλός, Geoffrey, θα πάρεις μια γκοφρέτα.
Μα τώρα σύρε στο βαρύ ιστορικό καθήκον
καθίκια σε στηρίζουμε, καθίκια σε βοηθάμε
για να μας δώσεις τα σκουτιά, να φέρεις τα ρεγάλα
και τους κολίγους να βαστάς, να σαλαγάς με χάρη».
να χαιρετάς την κλεφτουριά κι αυτόν τον Κατσαντώνη.
Πε’ του να κάτσει φρόνιμα κι όλο ταπεινωμένα,
δεν είν’ ο περσινός καιρός να κάνει όπως θέλει.
Ο Goldman και η Goldman Sachs ήρθαν. Κι ο Βεληγκέκας
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα».
Κι ο Κατσαντώνης το ‘μαθε και το σπαθί του ζώνει
και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια
χαμπέρι στέλνει του Strauss-Kahn, του Oli Ren, της Merkel:
«Οπου θα βρουν παιδιά ή λεφτά, ας έρθουν να τα πάρουν»…
Τόμου Ν γκα στρώσ’