Αγαπητά μου παιδιά
Ενα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα, που δυστυχώς χάνονται, είναι και η λεγόμενη γουρουνοχαρά, δηλαδή το σφάξιμο του γουρουνιού. Η προετοιμασία γίνεται με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθεί γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις-τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθορίζουν με τη σειρά τις ημέρες, ενώ όταν προσκαλούν κάποιον δεν λένε «θα σφάξουμε το γουρούνι», αλλά «έχουμε γουρουνοχαρά».
Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνται πέντε-έξι άνδρες, εκτός των παιδιών. Σε άλλες περιοχές η γουρουνοχαρά ξεκινά πέντε-έξι μέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες αρχίζουν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα (μην κοιτάτε σήμερα, που η γουρουνοχαρά είτε ξεχάστηκε είτε ξεκινά του αη Νικόλα, βοήθειά μας). Πάντως, τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Στεφάνου. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν «γουρουνοστέφανος» (καμία σχέση πάντως με τους εορτάζοντες της ημέρας, όπως Μάνος, Τζουμάκας και τα τοιαύτα). Μετά το γδάρσιμο αρχίζει το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά τεμάχια (εξ ου και το ρηθέν «σήμερα γουρούνι, αύριο μπέικον»). Το λίπος αυτό, αφού πρώτα το έλιωναν, το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί το θεωρούσαν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του, σε αντίθεση με την κρατική μηχανή που ανέκαθεν το γνώριζε και δι’ αυτού εκινείτο. Η γουρουνοχαρά κράτησε με όλη την αίγλη της μέχρι το 1940. Συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα, αλλά τα μεγάλα γεγονότα –κατοχή, εμφύλιος και «Η φάρμα των ζώων» που κατέστησε τα γουρούνια εξουσία– ανέκοψαν τον ενθουσιασμό και ανέτρεψαν μια παραδοσιακή συνήθεια που κράτησε πολλούς αιώνες. Ωστόσο, δεν παύει να συνεχίζεται και σήμερα σε πολλά μέρη, από τους εναπομείναντες μερακλήδες…
Τη γουρονοχαρά υμνεί και η παράδοσή μας, στα γραπτά μνημεία της οποίας διεσώθησαν και μνημονεύονται ουκ ολίγα ονόματα γουρουνιών, μεταξύ παντοειδών απαρτίων της πανίδας του τόπου μας. Από το διαδημοτικό Καποδιστριακό άσμα «μετά τη φετινή γουρουνοχαρά θα είστε αριθμημένα», παραθέτουμε ένα απόσπασμα προς εκτέλεση:
το ‘να τηράει τη Λιβαδειά, το άλλο το Ζητούνι
το τρίτο το μακρύτερο, του Ερύμανθου ο κάπρος
–πριν τονε γδάρει ο Ηρακλής– μονολογεί και λέει:
«Ρε συ Μιστόκλη που φυλάς δυο κέντρα κι έξι λέσχες
και από δώδεκα μεριές γλείφεις γλυκά χαρούπια
τι θέλουν τα κωλόπαιδα; Τι έρχονται εδώθε;».
φανήκανε delivery και μαύρισε η πλάση
χοίροι και χοίρες έκλαιγαν τη μαύρη τους τη μοίρα
χοιρώνακτες και χοιριστές έβλεπαν τα γραμμένα…
χοίρος εργαστηριακός, σκληρά εκπαιδευμένος
ξάφνου χτυπάει το κούτελο, πετάγεται και λέει:
«Αμάν! Ανέβα στο παπί και μη κάνεις την πάπια
και ‘μεις τρέχα ν’ ανέβουμε γρήγορα στη γουρούνα
και πάμε να την κάνουμε, Χριστούγεννα πριν έρθουν
γιατί ‘ναι γουρουνοχαρά, την κάτσαμε οι δόλιοι
θα γίνουμε λουκάνικα και μπέικον και γύρος,
ζαμπόν, σαλάμια καπνιστά, σουβλάκια και μπριζόλες».
Dr Ξέκυλ – Mr Porky Pig