Αγαπητά μου παιδιά
Ασχολούμενοι επί τόσο καιρό με την δημοτική παράδοσή μας και τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, πολύ φοβούμαι ότι θα λησμονήσουμε και άλλα στοιχεία της παράδοσης, όπως –για παράδειγμα– τα παραμύθια. Μπορεί βέβαια σύσσωμες οι πολιτικές ηγεσίες να επιδίδονται σ’ αυτά, όμως το νόημα και ο κυρίαρχος ρόλος των παραμυθιών δεν καθίστανται εμφανή στοιχεία, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να χαθούν.
Για το λόγο αυτό και σε συνεργασία με το υπουργείο διά βίας εκπολιτισμού και διά βίου πάθησης, πριν τον σημερινό δεκαπεντασύλλαβο παραθέτουμε ένα βαλκανικό λαϊκό παραμύθι, τονίζοντας ότι κάθε ομοιότητα ηρώων με υπαρκτά –ή και ανύπαρκτα– πρόσωπα είναι συν πτωματική:
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βαλκάνιος –κατά πολλούς βλακάνιος– αρκουδιάρης, που ο θρύλος τον θέλει να γεννήθηκε τάχα «σε μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ», κατ’ άλλους δε της ΕΛΑΣ που τότε ήταν απλά χωροφυλακή. Κατά διακεκριμένους παραμυθάδες αλλά και σύμφωνα με το αρχείο λήξης (λήξη-αρχείο), η γέννηση αυτή σημειώθηκε την ημέρα πουστην Αθήνα ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά. Σφαδάζοντας και οδυρόμενες οι μούσες, έσκιζαν τα ρούχα και ξεμαλλιάζονταν για τα δύο αυτά κακά που έπληξαν ταυτόχρονα τη χώρα μας, την αδούλωτη Ελλάδα των γερμανοτσολιάδων και των δωσίλογων, στο πνεύμα των οποίων κινήθηκαν και πολλοί μεταγενέστεροι, ανάμεσά τους και ο γενίτσαρος του εν λόγω παραμυθιού. Πέρασαν καιροί και χρόνοι και ο μαλάκας –κατά δήλωση μελοποιημένη και τραγουδισμένη από τον ίδιο σε μια έξαρση αυτοκριτικής– μεγάλωσε. Η μοτοσικλέτα έγινε φορτηγό (τότε δεν υπήρχαν τζιπ, παρά μόνο στρατιωτικά τοιαύτα. Να έπαιρνε ένα τέτοιο; Τι θα πει ο κόσμος;) κι ο ΕΛΑΣ –κατ’ άλλους η ΕΛΑΣ– μετεξελίχθηκε σε κρατικοδίαιτα γεράματα. Η καινούργια κακομοίρα – Καλομοίρα, το καπάκι που βρήκε ο τέντζερης στα εν τη λάσπη κυλίσματά του –σαν τα μούτρα του– είναι «φιλημένη μες στους κινηματογράφους» στη νέα ατραξιόν του σαλτιμπάγκου. Τι είναι όμως η εξαχρειωμένη Εξαρχειώτισσα έξω απ’ τους κινηματογράφους; Αυτό αναζητείστε το εσείς, έστω και με τη βοήθεια πλείστων όσων σχετικών δημοσιευμάτων. Κι έζησαν αυτοί καλά στο «τρελοκομείο του περιβολάρη», τραγουδώντας «Μαζωνάκια μ’, Πλουταρχάκια μ’» κι εμείς καλύτερα. Και στα δικά μας οι ατακτοποίητες…
Κι αφού πλυθήκαμε (ποια γρίπη ρε;) με αντισηπτικό (κατά της σήψης δηλαδή), παραθέτουμε κι ένα μικρό δείγμα παιδικής ποίησης, στην οποία θα επανέλθουμε τις επερχόμενες άγ(ρ)ιες μέρες του Δεκέμβρη, όταν θ’ ανέβουν και πάλι στη γη οι καλικάντζαροι:
να μετατρέψεις μαγικά την άγνοια σε δράση
άλλαξε λίγες κεφαλές, άλλαξε καταστάσεις
δέσε μια σούπα κι άστηνε μες στο ζουμί να βράσει.
Πρώτα στρέψε την προσοχή στα νηπιαγωγεία
και δη στα ολοήμερα που υπερλειτουργούνε
γιατί εκκολάπτονται εκεί οι νέοι τρομοκράτες
παππούδες τους πλησιάζουνε και τους στρατολογούνε.
Κι έπειτα μεγαλώνουνε τα νήπια και πάνε
σε γιάφκες του δημοτικού, σε Μύκονο, Εκάλη
πιάνουνε κηροπήγια, παίρνουνε κατσαρόλες
με ξυπνητήρια και κρασιά δίνουν πάρτι και πάλη.
Ετσι στρατολογήθηκε και ο Τοτός μια μέρα
από ασύλληπτο παππού – μέλος της πρώτης Μάη
που του ‘δωσε ενθύμιο αριθμημένη σφαίρα
και ο Νετσάγιεφ ωχριά μπρος τον Τοτό τον high!…
Αντιγόνη Μεταξά – θεία Λένα