Αγαπητά μου παιδιά
Ως γνωστόν τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις, παρά μόνο τα δια της στιασπου –όπως λέγει και ο μέγας γλωσσοδιδάσκαλος σ. Βασίλης– νομοσχέδια (όπως αυτό των ΒΑΕ), άτινα περνούν κρυφίως και υπό τον φόβο των ιουδαίων (ιού δεον) από τη θερινή βουλή που ακόμα να γίνει θερινή. Κατόπιν τούτου, ο κοσμάκης εγκαταλείπει τους πειρατές της πολιτικής ζωής και εμπιστεύεται τις τύχες του στους πειρατές του Αιγαίου, της εθνικής, των ωραίων ορέων και των παραλιών. Α ναι, κορίτσια, για τις παραλίες, την πρόσβαση και την Αμερική που ανακαλύψατε και φωνάζετε τώρα, διαβάστε καμιά «Αντιπληροφόρηση»…
Φεύγει ο κόσμος παιδιά μου, θα βλέπει απ’ αλλού τηλεόραση τώρα. Θα κάνει διακοπές όπως το κινητό, στιγμιαίες και μικρές παύσεις αφού η ζωή στα θέρετρα δεν διαφέρει πολύ από την υπόλοιπη. Δεν θα φοβάται τους μετανάστες, γιατί δεν του εγκατέστησε λογισμικό διακοπών επί του θέματος η κρατική προπαγάνδα. Κι ίσως στιγμιαί-α ξεχαστεί, αλλά με μια επανεκκίνηση και δυο-τρία νέα προγραμματάκια αργότερα, όλα θα επανέλθουν σε κανονικά για την εποχή επίπεδα. Καθόσον –όπως λέγεται και παρά του φιλοχρήστου ημών στρατεύματος– «η άδεια δεν είναι απολυτήριο»…
Ποιος έχει πέτρινη καρδιά; Θέλω να μη ραΐσει
να ειπώ τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο.
Μπορεί εμείς –αναίσθητοι και μη αντιλαμβανόμενοι τας κρισίμους στιγμάς που διέρχεται το έθνος (και η ελευθεροτυπία)– να διακωμωδούμε τα γελοία και να γελοιοποιού-με τα κωμικά, όμως το αντικείμενό μας είναι η λαϊκή παράδοση και το υποκείμενό μας η λαϊκή μούσα. Που σήμερα στέκει λυπημένη, όχι ενώπιον της θερινής αναστολής λειτουργίας της «Κ», αλλά μπροστά σε πολύ σοβαρότερα προβλήματα. Το κόμμα παιδιά μου, το κόμμα πέφτει σε κώμα και μετατρέπεται σ’ ένα μεγάλο ερωτηματικό. Τελεία και παύλα.
Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
μόν’ είναι πάντα συννεφιά και βασιλεύει αντάρα.
Τι κι αν ήρθε ο Αύγουστος, τι κι αν αρχίσαν’ μπάνια
ο Κωνσταντής περίλυπος κοιτά το μαύρο μέλλον
και συλλογιέται εκλογές και τα κουκιά μετράει
τα βάζει εδώ, τα πάει εκεί, πάντα λειψά τα βγάζει.
Πιο κει πρωτοπαλίκαρα που δεν τα προλαβαίνει
κανένας εις τη λαμογιά, κανείς και στη ρεμούλα.
«Αχου, άμοιρε Κωνσταντή, τι θες και τι γυρεύεις
η μαύρη ώρα θε’ να ‘ρθει, τι αύριο τι τώρα
τέρμα οι βόλτες, τα νησιά, πάει το Μαγγανάρι»
του λέει μια νεράιδα γριά μέσα απ’ τα σκίνα
δείχνοντάς του την έξοδο, το μαύρο μονοπάτι.
«Τράβα να βρεις το φίλο σου που σάλταρε και πάει
κι εσύ ούτε που γύρισες να τον ματακοιτάξεις
να βρεις τον Σάββα, τα παιδιά που ‘τανε λερωμένα
στης Σαμαρίνας τα βουνά και στης μίζας τον κάμπο».
Τα προβλήματα όμως δεν είναι προνόμιο μόνο της μιας όχθης του ποταμού Πιέδρα στην οποία κάθισε και έκλαυσε ο Paolo Coelho. Κατεβαίνουν σαν απόβλητα, ενδογενή παράγωγα του συστήματος που θέλουν να καλλωπίσουν κάποιοι και τους προσβάλλουν με την τοξικότητά τους. Διότι, όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός –ψιλά γράμματα για την εμβριθή νομενκλατούρα που θέλει να τον εκπροσωπεί– «όποιος κοιμάται με στραβό, το πρωί θ’ αλληθωρίζει»…
Τίνος να πω το ντέρτι μου, τον πόνο της καρδιάς μου
οπού της Πόπης γίνεται μέσα στις συνιστώσες!
Να σας το ειπώ ψηλά βουνά, φυσάει βοριάς, τα παίρνει
και στα κανάλια αν τα πω, δεν θα τα πολυπαίξουν
γιατί το ρεύμα άλλαξε κι απ’ τον τρελό Δεκέμβρη
για κοίτα πώς μας πέρασαν μεμιάς στην άλλη άκρη!
Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει
είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αϊτό στους κάμπους
και τον Αλέξη αμούστακο τον είχα στο σουλάτσο.
Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αϊτός αποκοιμήθη
και ο Αλέξης έγινε διάτρητος απ’ τα βόλια.
Ωιμέ, αλί και τρισαλί, οι φράξιες πολεμάνε
τα μοιρολόγια τα ‘σωσα, τα δάκρυα μου στερέψαν
έτσι πως πάν’ τα πράματα τρέμω μη φάμε πόρτα
και από τα δεκαοχτώ, δεν πιάσουμ’ ούτε τρία
και στο φινάλε μείνουμε όξω απ’ το παρλαμέντο.
Seal via Burlesque-όνοι