Ο Στιβ Κούγκαν, ένας εκ των δύο πρωταγωνιστών της ταινίας, συν-σεναριογράφος και συμπαραγωγός της, διάβασε το 2010 μία συνέντευξη της Φιλομένα Λι στο δημοσιογράφο Μάρτιν Σίξσμιθ με τίτλο «Η καθολική εκκλησία πήρε το παιδί μου». Συγκινημένος από την ιστορία αυτής της γυναίκας, αποφάσισε να την κάνει ταινία.
Η ιρλανδή Φιλομένα Λι όταν ήταν έφηβη έμεινε έγκυος, γεγονός που την εποχή εκείνη (1952) αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερες ντροπές για ένα νέο κορίτσι. Εγκαταλελειμμένη από τον πατέρα της, κλείστηκε σε μοναστήρι. Οι μοναχές πούλησαν μετά από λίγα χρόνια το παιδί της, χωρίς φυσικά να την ρωτήσουν, όπως έκαναν άλλωστε με δεκάδες ανάλογες περιπτώσεις. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι ενώ μητέρα και γιος προσπαθούσαν να βρουν ο ένας τον άλλον, απευθυνόμενοι αμφότεροι στο μοναστήρι, οι μοναχές αρνούνταν ότι γνωρίζουν το οτιδήποτε… Τελικά, η Φιλομένα, με τη βοήθεια του δημοσιογράφου, βρήκε το γιο της, ο οποίος όμως εντωμεταξύ είχε πεθάνει.
Ο Φρίαρς («Η βασίλισσα») επέλεξε να βαδίσει σε γνώριμα μονοπάτια ως προς την αφήγηση της ιστορίας του. Συνηθισμένη δομή, ρυθμός σταθερός με μικρές εναλλαγές, συνεχής έμμεση επίκληση στο συναίσθημα, καθότι κρατά τη δραματικότητα σε μέτριο επίπεδο, ενισχύοντας την εσωτερικότητα της ερμηνείας των πρωταγωνιστών και κυρίως της –καταπληκτικής– Τζούντι Ντεντς. Ο σκηνοθέτης έχει εκ των προτέρων ένα μεγάλο πλεονέκτημα: την πολύ δυνατή ιστορία της ταινίας, που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι τελικά χαμηλότερο των προσδοκιών. Πρώτ’ απ’ όλα, ενώ ο ρόλος της Καθολικής Εκκλησίας και ο κοινωνικός συντηρητισμός, αποδεικνύονται για ακόμη μία φορά εξαιρετικά βάρβαροι παράγοντες, ο σκηνοθέτης επιλέγει να μην φέρει αυτό το θέμα στο προσκήνιο και η καταδίκη του να είναι μεν εμφανής, αλλά να μην χαρακτηρίζεται για την οξύτητα και την ευστοχία της. Μέσω της πρωταγωνίστριας, καταγράφονται και οι ενοχές και όλες αυτές οι εσωτερικές διαδικασίες και οι επιφανειακές και ψευδείς λύσεις που απαιτού-νται για να μπορέσει κανείς να αντέξει σε τέτοιες καταστάσεις. Ολα αυτά, όμως, και πάλι δεν παίρνουν τη διάσταση που θα έπρεπε, αφήνοντας τελικά στο θεατή την εντύπωση ότι η ταινία δεν είναι ολοκληρωμένη.
Ελένη Π.