Και πάλι στο αρχείο η καταγγελία των δυο οικονομικών εισαγγελέων περί πολιτικών παρεμβάσεων στο έργο τους. Μόνο που αυτή τη φορά ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φ. Μακρής, ο οποίος ως αρχαιότερος διεξήγαγε τη σχετική έρευνα, επέλεξε να χρησιμοποιήσει διαφορετικές λέξεις. Την πρώτη φορά είχε χαρακτηρίσει «παρορμητική» την αντίδρασή τους, ενώ τώρα κάνει λόγο για «αυθόρμητη εκδήλωση της έντονης δυσαρέσκειάς τους από τη μελετώμενη νομοθετική κατάργησή τους», η οποία «είναι απότοκη της επαινετής ευαισθησίας τους στην προσήλωσή τους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους». Τι διαφορά έχει το «αυθόρμητη» από το «παρορμητική»; Επί της ουσίας καμία. Απλά ακούγεται… μαλακότερο.
Από εκεί και πέρα, ο αντεισαγγελέας του ΑΠ ξεκαθαρίζει ότι «δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε καμία ποινικώς αξιόλογη ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο υπηρεσιακά επιλήψιμη σε αυτούς παρέμβαση στο έργο τους». Δηλαδή, η υπόθεση αρχειοθετείται, δίνοντας συγχωροχάρτι στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, την οποία «φωτογράφιζαν» οι δυο οικονομικοί εισαγγελείς.
Αυτό ήταν το σύνθημα για τον υπουργό Δικαιοσύνης Μ. Παπαϊωάννου, που έσπευσε να ρίξει λάδι στη φωτιά, δηλώνοντας: «Από την αρχή είχα καταστήσει σαφές ότι η διαχείριση των καταγγελιών ανήκει κυρίως στην αρμοδιότητα της ελληνικής Δικαιοσύνης. Ομως δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι αντεισαγγελείς έπληξαν το κύρος της Δικαιοσύνης με τις συγκεκριμένες πράξεις τους». Απείλησε, δηλαδή, τους δυο εισαγγελείς με παραπέρα ενέργειες από τη μεριά του υπουργείου Δικαιοσύνης, τις οποίες έκανε πράξη, υποβάλλοντας ερώτημα στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο εάν οι δύο εισαγγελείς «μπορούν να παραμείνουν στη θέση τους». Γιατί το έκανε αυτό ο Παπαϊωάννου; Γιατί ήξερε τι θ’ ακολουθήσει.
Την επομένη κιόλας, ήρθε το αίτημα Πεπόνη να παραπεμφθεί στη Βουλή η υπόθεση του «μαγειρέματος» του ελλείμματος από την ΕλΣτατ, γιατί –όπως αναφέρει– προκύπτει ανάμιξη του Παπακωνσταντίνου και του Παπανδρέου.
«Παρορμητική» αντίδραση του Πεπόνη ή διεκπεραίωση αποστολής από κάποια κέντρα; Γιατί όχι και τα δύο; Το μόνο βέβαιο είναι πως ο οικονομικός εισαγγελέας, στοχοποιώντας τον Παπανδρέου, προκάλεσε σάλο. Με αφορμή την ανακοίνωση της ΝΔ, που ζήτησε διερεύνηση σε βάθος, οι Πασόκοι βγήκαν στα κεραμίδια.
Η ΝΔ, με μια μακροσκελή δήλωση του Μιχελάκη, πήρε υπό την προστασία της τον Πεπόνη και έθεσε δυο ζητήματα. Πρώτο, την ουσία της υπόθεσης, κατηγορώντας την κυβέρνηση Παπανδρέου ότι φούσκωσε το έλλειμμα με αποτέλεσμα «την περαιτέρω επιδείνωση της εικόνας της χώρας μας, την επιβολή ακόμη πιο επώδυνων μέτρων και την εξώθησή της σε κατάσταση ελεγχόμενης χρεοκοπίας» και δεύτερο «τις καταγγελίες των Οικονομικών Εισαγγελέων για παρεμβάσεις στο έργο τους», θυμίζοντας ότι μόλις οι δυο εισαγγελείς προχώρησαν στη διερεύνηση της υπόθεσης ΕλΣτατ, πρώτα προσπάθησε να τους βάλει στη μπάντα νομοθετικά ο Βενιζέλος και τώρα προσπαθεί να τους διώξει ο Παπαϊωάννου.
Οι Πασόκοι εστίασαν στην εμπλοκή του Παπανδρέου. Δεν μιλάμε μόνο για τον Παπουτσή και τον Ρέππα, αλλά ακόμη και τον Λοβέρδο που απείλησε ότι αν κάποιοι προσπαθήσουν να πειράξουν τον Παπανδρέου, «θα γίνει μακελειό». Η ΝΔ αντέδρασε χαμηλώνοντας τους τόνους. Αποφεύγοντας να επαναλάβει όσα είχε πει στην πρώτη ανακοίνωσή της, εστίασε στη δήλωση Λοβέρδου, λέγοντας ότι «στρέφεται ευθέως εναντίον της Δικαιοσύνης, αλλά και ολόκληρης της Κοινωνίας».
Επί της ουσίας, από την υπόθεση αυτή δεν μπορεί να βγει τίποτα σε ποινικό επίπεδο. Ιδιαίτερα για τον Παπανδρέου. Η ίδια η Eurostat, που συνεργάστηκε με την ΕλΣτατ στο φούσκωμα του ελλείμματος, θα καλύψει την κυβέρνηση Παπανδρέου. Το μόνο ερώτημα είναι τι θα γίνει σε επίπεδο κοινοβουλευτικού σόου. Θα στείλει ο Αρειος Πάγος τη δικογραφία στη Βουλή, όπως ζήτησε ο Πεπόνης, ή ο εισαγγελέας θ’ αποφανθεί ότι δεν υπάρχει λόγος, όπως είχε κάνει ο Σανιδάς με το σκάνδαλο του Βατοπεδίου; Ηδη, ο πρόεδρος της ΕλΣτατ Γεωργίου αντέδρασε σκληρά, απευθυνόμενος στον Τέντε. Και από άποψη δικονομική έχει δίκιο, γιατί ο Πεπόνης έκλεισε την προανάκριση χωρίς να πάρει την απολογία του Γεωργίου, τον οποίο είχε καλέσει να καταθέσει ως ύποπτο για την τέλεση αδικημάτων (χωρίς όρκο, δηλαδή). Δεν αποκλείεται, πλέον, ο φάκελος να σταλεί πίσω στον Πεπόνη, με εντολή να τον συμπληρώσει, γεγονός που θ’ αποτελέσει πλήγμα για το κύρος του ως εισαγγελέα. Θα έχει το στίγμα ότι έκλεισε μια υπόθεση χωρίς να την ολοκληρώσει και θα είναι ευάλωτος στις κατηγορίες των Πασόκων ότι ενήργησε σε διατεταγμένη πολιτική αποστολή από τη ΝΔ.
Αν τελικά η υπόθεση πάει στη Βουλή, θα υπάρξει πρόταση για σύσταση εξεταστικής επιτροπής; Θα επιδιώξει, δηλαδή, η ΝΔ να κρατήσει όμηρο τον Παπανδρέου για καιρό ή θα περιοριστεί μόνο σε μια κοινοβουλευτική συζήτηση, χωρίς να το προχωρήσει άλλο; Θυμίζουμε εδώ, ότι ο Παπανδρέου με τον Παπακωνσταντίνου, περισσότερες από μία φορές, είχαν ανακοινώσει ότι θα προτείνουν τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για να διερευνηθεί η οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων Καραμανλή επί Αλογοσκούφη και επί Παπαθανασίου, όμως τελικά δεν το έκαναν. Μπορεί, λοιπόν, και η ΝΔ ν’ αφήσει να σέρνεται η υπόθεση μέχρι τις εκλογές, φθείροντας το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά τον Παπανδρέου.
Ολ’ αυτά θα τα μάθουμε τις επόμενες μέρες. Αν ο Πεπόνης δεν ενήργησε «αυθόρμητα» (που είναι και το πιο πιθανό), μπορεί να έχουμε συνέχεια. Μια συνέχεια που κάθε άλλο παρά άσχημα θα του πέσει του Παπανδρέου, καθώς κανένας δεν θα τολμήσει να βάλει ζήτημα απομάκρυνσής του από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, όταν «διώκεται άδικα από το κατεστημένο»!
Επί της ουσίας δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα σ’ αυτά που έχουμε γράψει πολλές φορές στο παρελθόν. Δεν υπάρχουν Greek statistics, γράφαμε, αλλά European statistics. Τα «μαγειρέματα» για να μπει η Ελλάδα στην ΟΝΕ έγιναν με τη σύμφωνη γνώμη της Eurostat, η οποία εκτελούσε πολιτική εντολή του ιερατείου της ΕΕ. Ηθελαν την Ελλάδα στην ΟΝΕ για συγκεκριμένους οικονομικούς και πολιτικούς λόγους. Αλλωστε, ανάλογα «μαγειρέματα» έγιναν και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μηδέ της Γερμανίας εξαιρουμένης. Διότι δεν είχαν λογαριάσει καλά τα περιβόητα κριτήρια του Μάαστριχτ και επειδή δεν μπορούσαν ν’ αλλάξουν τη Συνθήκη, άλλαξαν τους αριθμούς. Με ανάλογες πολιτικές εντολές, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο, η Eurostat ενέκρινε την «απογραφή» του Αλογοσκούφη και έθεσε την Ελλάδα σε «επιτήρηση», έβγαλε την Ελλάδα από την «επιτήρηση» για να βοηθήσει τον Καραμανλή προεκλογικά το 2007, την ξαναέβαλε σε «επιτήρηση» το 2009 και έκανε το φούσκωμα του ελλείμματος και του χρέους το 2010 και το 2011.
Αν έχει αποδειχτεί κάτι, είναι ότι οι δείκτες αυτοί δεν έχουν αντικειμενική επιστημονική υπόσταση, αλλά αποτελούν εργαλεία διαμόρφωσης της οικονομικής (και κατ’ επέκταση της κοινωνικής) πολιτικής. Από το 2010 και μετά η εργαλειοποίηση αυτή χρησιμοποιείται για την προώθηση της «κινεζοποίησης» των ελλήνων εργαζόμενων.