Για τον «σύζυγο μιας θαυμάσιας γυναίκας και πατέρα δύο πανέμορφων κοριτσιών», όπως αυτοπαρουσιάζεται, δεν μας επιτρέπεται να αναρωτηθούμε αν «πίνει τίποτα». Αποκλείεται… εξ ορισμού. Τι μένει τότε; Πόνος, εκνευρισμός, απώλεια ψυχραιμίας, πανικός και άλλα παρεμφερή. Για ποιο λόγο;
Δέκα χρόνια «συνεργάτης του σημερινού Πρωθυπουργού και Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκου Μητσοτάκη σε θέματα Τύπου και Επικοινωνίας», μετά «Διευθυντής του Γραφείου Τύπου του Κόμματος», μετά «Σύμβουλος Επικοινωνίας του Πρωθυπουργού και Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας» και μετά (και μέχρι σήμερα) βουλευτής Καβάλας της ΝΔ, όσο να ‘ναι κάτι καταλαβαίνει από «επικοινωνία». Βλέπει ότι «πέφτει βαριά» η υπόθεση Λιγνάδη στο αφεντικό. Καταλαβαίνει ότι αυτό «δεν παλεύεται σήμερα» και καταλαμβάνεται απ’ αυτή τη «βουβή λύσσα» που μόνο οι πιστοί υπηρέτες μπορούν να γνωρίσουν ως συναίσθημα. Κάποια στιγμή η «λύσσα» παύει να είναι βουβή και γίνεται… λυτρωτικό τουίτ για τον «κίναιδο και παιδεραστή Αρη Βελουχιώτη».
Δε θ’ ανοίξουμε, βέβαια, συζήτηση για τα εμέσματα του Μακάριου Λαζαρίδη, βγαλμένα από τα πιο βρομερά υπόγεια του μοναρχοφασισμού της δεκαετίας του ’40. Χάρη θα του κάναμε να τον θεωρήσουμε «κάποιο». Απλά θυμηθήκαμε ότι η τελευταία φορά που τον ακούσαμε ως βουλευτή ήταν στις 9 του περασμένου Δεκέμβρη στη Βουλή, όταν έδινε συγχαρητήρια στον Χρυσοχοΐδη για το «νόμο Κουφοντίνα», λέγοντας: «Αυτό που γίνεται σήμερα, και οφείλω ένα πολύ μεγάλο μπράβο στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, είναι πραγματική απονομή δικαιοσύνης. Ισως να αδικώ τις υπόλοιπες πρόνοιες του παρόντος σχεδίου νόμου, αλλά αποδίδεται δικαιοσύνη γιατί ο Κουφοντίνας γυρίζει στον Κορυδαλλό, εκεί όπου του πρέπει».
Διαβάζοντας το νόμο, σωστά είδε ότι ο Κουφοντίνας πρέπει να γυρίσει στον Κορυδαλλό. Πού να φανταστεί ότι θα τον έστελναν στο Δομοκό, παραβιάζοντας τον ίδιο το νόμο τους; Η σύμπτωση, ασφαλώς, δεν είναι τυχαία. Αυτοί που ζητούν την εξόντωση του Δημήτρη Κουφοντίνα είναι οι πιο βρομεροί αντικομμουνιστές.