Σαν έτοιμος από καιρό ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλος, ελάχιστες μόνο μέρες μετά την ελληνοτουρκική αεροπορική εμπλοκή στο διεθνή εναέριο χώρο νοτίως της Καρπάθου, έδωσε τον τόνο στη συζήτηση που είχε ήδη ξεκινήσει και με την πρότασή του για παραπομπή όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών (πλην των «γκρίζων ζωνών») στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, έβαλε τη βάση της συζήτησης, η οποία έχει ήδη ανάψει ανάμεσα στους εκπροσώπους του αστικού πολιτικού κόσμου και του «λόμπι» που ελέγχει τα ΜΜΕ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Στεφανόπουλος λειτουργεί σαν «λαγός» σε μια κούρσα που άλλοι θα τερματίσουν. Είναι πολύ έμπειρος πολιτικός και έχει κινηθεί πάντα μέσα στο πλαίσιο της νομιμότητας, για να πιστέψουμε ότι πέταξε μια «ρουκέτα» χωρίς προηγουμένως να έχει συνεννοηθεί με κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Αλλωστε, η συντηρητική «Καθημερινή» που φιλοξένησε το άρθρο του είναι μια εφημερίδα με ιδιαίτερες διακρίσεις στον εθνικισμό (με ευρύ φάσμα, μάλιστα, που ξεκινά από τον Λυγερό και φτάνει στον Δελαστίκ) και δεν επελέγη τυχαία. Επελέγη για να σηματοδοτήσει και αυτή την ανάγκη για «αλλαγή πολιτικής».
Παπανδρέου, Σημίτης, Αλαβάνος, Κωνσταντόπουλος έσπευσαν αμέσως να συνταχθούν με την πρόταση Στεφανόπουλου. Η κυβέρνηση το έκανε με το δικό της τρόπο και η αρρυθμία που εμφάνισε την πρώτη μέρα επιβεβαιώνει πως ο Στεφανόπουλος είχε την έγκριση του Μαξίμου για να προχωρήσει. Ενώ, λοιπόν, Ντόρα και Σουφλιάς χαρακτήριζαν «ενδιαφέρουσες» τις απόψεις Στεφανόπουλου, ο Μεϊμαράκης κατέθετε τη δημόσια διαφωνία του. Ντόρα και Σουφλιάς είχαν προηγουμένως συναντηθεί με τον Καραμανλή, ο Μεϊμαράκης όχι, γι’ αυτό και αιφνιδιάστηκε. Μια μέρα αργότερα τα μάζεψε και αυτός και περιόρισε τη διαφωνία του στην άποψη για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, σημειώνοντας με νόημα, ότι ο υπουργός Αμυνας πρέπει υποχρεωτικά να είναι «ένα κλικ» πιο σκληρός από τους συναδέλφους του. Υπάρχουν και οι «στρατόγκαβλοι» καραβανάδες, βέβαια, τους οποίους πρέπει να καθησυχάσει.
Με την τοποθέτηση του Ρουσόπουλου, που επανεμφανίστηκε μετά από καιρό στο πρες ρουμ για να χαρακτηρίσει και αυτός «ενδιαφέρουσα την προσέγγιση» Στεφανόπουλου, ολόκληρη η κυβέρνηση ευθυγραμμίστηκε σε μια κατεύθυνση που λέει: Αφήνουμε την πρόταση Στεφανόπουλου να ζυμωθεί, αφήνουμε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ να κάνει τη δουλειά της προπαγάνδας, έχουμε μαζί μας τους μεγαλοκαναλάρχες και μεγαλοεκδότες, περιορίζουμε τους σκληρούς εθνικιστές, μετράμε την αντίκτυπο στη λεγόμενη κοινή γνώμη και βλέπουμε. Γιατί το τελευταίο που θα ήθελε ο Καραμανλής σ’ αυτή τη φάση θα ήταν απώλειες στην εκλογική δύναμη της ΝΔ απ’ αφορμή μια ήπια γραμμή στα ελληνοτουρκικά. Τις απώλειες προς τον Περισσό δεν τις φοβάται, τις απώλειες προς τον Καρατζαφέρη, όμως, πρέπει να τις υπολογίσει καλά, ενώ δε μπορεί να δείξει και εμπιστοσύνη προς το ΠΑΣΟΚ, που μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να κάνει στροφή προς «σκληρές» θέσεις καθαρά για προεκλογικούς λόγους.
Η ουσία είναι πως η κυβέρνηση Καραμανλή αλλάζει ρότα και επιστρέφει εκεί απ’ όπου έφυγε. Στην πολιτική του Ελσίνκι, που είχαν θεμελιώσει ο Σημίτης με τον Γιωργάκη. Μια πολιτική που ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πράξη και που την εγκατέλειψε ο Μολυβιάτης. Τι έλεγε το Ελσίνκι; Να γίνουν ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις και μετά τα άλυτα ζητήματα να παραπεμφθούν υποχρεωτικά στη Χάγη. Πέρασαν πέντε χρόνια με κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ουδείς από την κυβέρνηση Σημίτη τόλμησε να εγείρει ζήτημα παραπομπής στη Χάγη και να το θέσει στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ. Ο Μολυβιάτης εγκατέλειψε και τυπικά την αναφορά σε υποχρεωτική παραπομπή στη Χάγη, θεωρώντας ότι αν η Τουρκία δεχόταν να υπογράψει συνυποσχετικό, το αποτέλεσμα της Χάγης δεν θα ήταν το επιθυμητό για το ελληνικό κράτος.
Τώρα, ολόκληρο το πολιτικό σύστημα (ή μάλλον η συντριπτική του πλειοψηφία) δείχνει να επιστρέφει στη γραμμή του Ελσίνκι, θεωρώντας ότι η Χάγη αποτελεί πανάκεια, που θα μας οδηγήσει σε μια μακροχρόνια ειρήνη στο Αιγαίο, θα μας απαλλάξει από τις συνεχείς τριβές και τους υπέρογκους πολεμικούς εξοπλισμούς.
Ανούσιος καυγάς
Οι αντίπαλοι αυτής της γραμμής, εμφανώς λιγότεροι και χωρίς την ίδια δύναμη σε σχέση με το παρελθόν, έβγαλαν τη γνωστή ιδεολογικοπολιτική πραμάτεια τους και την πουλάνε στο παζάρι των 8:30 κάθε βράδυ και λίγες ώρες αργότερα στο παζάρι των «τοκ σόου». Δε λένε τίποτα καινούργιο. Τα ίδια και τα ίδια, για την επιθετικότητα της Τουρκίας, για τη λογική βάσει της οποίας απονέμεται το διεθνές δίκαιο κ.λπ. Η διαφορά με ανάλογους καυγάδες στο παρελθόν είναι ότι πλέον δεν έχουμε κατηγορίες για «ενδοτισμό» (κάτι ψιλά πετάει ο Καρατζαφέρης μόνο). Τώρα, η συζήτηση είναι περί της «αποτελεσματικότητας» της μιας ή της άλλης γραμμής και άπαντες αναγνωρίζουν στους άλλους ότι διαπνέονται από εθνικά αισθήματα.
Επί της ουσίας, όμως, τίποτα δεν αλλάζει σε σχέση με το παρελθόν. Γιατί όλη η συζήτηση από τη μια γίνεται σε εθνικιστική βάση (ανεξάρτητα από τις διαφορές στην τακτική) και από την άλλη έχει ως αναφορά το διεθνές δίκαιο, που είναι ιμπεριαλιστικό δίκαιο και επομένως δεν εμπνέει στον ελληνικό εθνικισμό σιγουριά ότι θα βολέψει τα δικά του συμφέροντα.
Ελληνικός εθνικισμός
Ακούγοντας τους πολιτικούς και διαβάζοντας τα ΜΜΕ στην Ελλάδα, σχηματίζεις την εντύπωση ότι οι «κακοί» είναι μαζεμένοι όλοι στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Από τη δική μας πλευρά κατοικούν άνθρωποι που ποθούν μόνο την ειρήνη, που δεν επιδιώκουν την κυριαρχία, που δεν προκαλούν.
Δε χρειάζεται να πάμε στο πολύ μακρινό 1922 και να θυμηθούμε την εισβολή του ελληνικού στρατού στην Τουρκία, για λογαριασμό των Αγγλογάλλων ιμπεριαλιστών. Δεν χρειάζεται να πάμε στο πιο κοντινό 1974, στις σφαγές των Τουρκοκυπρίων που είχαν προηγηθεί και στο πραξικόπημα της χούντας, που έδωσαν την ευκαιρία να εισβάλει στην Κύπρο, να κατακτήσει εδάφη και να διχοτομήσει «ντε φάκτο» το νησί. Αρκεί να δούμε μερικά από εκείνα που εμφανίζονται ως ελληνοτουρκικές διαφορές από το 1974 μέχρι σήμερα.
Θα είναι ή όχι επιθετική πράξη (έτσι όπως ορίζεται στο ιμπεριαλιστικό διεθνές δίκαιο) η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, που θα μετατρέψει το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη; Είναι ή δεν είναι επιθετική πράξη η διεκδίκηση της αποκλειστικότητας στον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας και στις επιχειρήσεις έρευνας διάσωσης από το ελληνικό κράτος; Και πώς να ερμηνεύσει κανείς την πρωτοτυπία ένα κράτος (το ελληνικό) να έχει άλλα θαλάσσια σύνορα και άλλα εναέρια; Μιλούν για τις παραβιάσεις των τουρκικών αεροσκαφών. Δε μιλούν, όμως, για τις αντίστοιχες των ελληνικών αεροσκαφών, που καταγράφει καθημερινά ο τουρκικός Τύπος. Δε μας λένε για τα «touch and go» των ελληναράδων πιλότων στα τουρκικά αεροδρόμια (γλείφουν με τις ρόδες των αεροπλάνων τους αεροδιάδρομους στην Τουρκία και μετά επιστρέφουν στη βάση τους στην Ελλάδα, όπου τους υποδέχονται με χειροκροτήματα οι συνάδελφοί τους και τα φαντάρια).
Το ελληνικό κράτος ξέρει πολύ καλά ότι αν πάει στη Χάγη, δε θα είναι όλα ρόδινα για τις απόψεις του. Υπάρχουν ζητήματα στα οποία θα αναγκαστεί να υποχωρήσει, ικανοποιώντας θέσεις της τουρκικής πλευράς. Και αυτό δεν το θέλει. Δεν το θέλει και για τον επιπρόσθετο λόγο, ότι έχει διαπαιδαγωγήσει τον ελληνικό λαό με το ντούρο εθνικισμό και τον αντιτουρκισμό και η εκάστοτε κυβέρνηση φοβάται το πολιτικό κόστος. Αυτά είχε υπόψη του ο παμπόνηρος Μολυβιάτης και απεμπλάκηκε από το Ελσίνκι, επιλέγοντας την τακτική «άσ’ το να σέρνεται». Τώρα, η πλειοψηφία της πολιτικής ηγεσίας ξαναστρέφεται στο Ελσίνκι, σπρωγμένη από τα αδιέξοδα που αναπαρήγαγε η γραμμή Μολυβιάτη.
Ελπίζουν μήπως ότι σε ορατό χρόνο θα φτάσουν στην υπογραφή συνυποσχετικού για τη Χάγη; Οχι βέβαια, δεν είναι αφελείς. Ξέρουν πολύ καλά ότι οι διαπραγματεύσεις θα κρατήσουν πολύ, πάρα πολύ. Ετσι, όμως, «αγοράζουν πολιτικό χρόνο». Ελπίζουν σε κάποια εκτόνωση της έντασης, σε ενίσχυση του Ερντογάν και της «ευρωπαϊκής» γραμμής στην Τουρκία και… γενικώς ελπίζουν. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια παραλλαγή της ίδιας τακτικής και όχι για κάτι το ριζικά διαφορετικό.
Ταξική γραμμή
Το ερώτημα είναι γιατί εμείς πρέπει να ακολουθούμε την ελληνική αστική πολιτική στους μαιάνδρους της διεθνούς διπλωματίας. Τι είναι αυτό που μας συνδέει μαζί της;
Να το πούμε ωμά: πρώτα πρέπει να αισθανόμαστε άνθρωποι της εργατικής τάξης και μετά Ελληνες. Αν τοποθετήσουμε έτσι τα πράγματα, τότε είναι εύκολο να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα.
Ας θυμηθούμε κατ’ αρχήν το περίφημο ρητό του Κλάουζεβιτς: «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με βίαια μέσα». Εκείνο που πρέπει να κοιτάξουμε, λοιπόν, δεν είναι ποιος είναι επιτιθέμενος και ποιος αμυνόμενος (μολονότι και σ’ αυτό σηκώνει πολύ νερό, όπως είδαμε παραπάνω), ποιος «ξεκινά πρώτος» και ποιος απαντά, αλλά τι πολιτική ακολουθείται και στα δυο μέρη. Και πρώτα-πρώτα, βέβαια, να κοιτάξουμε τι πολιτική ακολουθείται, ποια πολιτική κυριαρχεί στη δική μας χώρα. Ποιος θα διαφωνήσει ότι η ελληνική αστική τάξη ακολουθεί μια πολιτική στυγνής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης των εργατών, Ελλήνων και αλλοεθνών; Οτι ακολουθεί μια πολιτική συστηματικής εθνικής καταπίεσης των μειονοτήτων που κατοικούν εντός της ελληνικής επικράτειας; Οτι ακολουθεί μια επιθετική εξωτερική πολιτική στα Βαλκάνια, επεκτείνοντας τις οικονομικές της δραστηριότητες και θεωρώντας τις γειτονικές χώρες ενδοχώρα; Οτι συμμετέχει σε ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και παίρνει μέρος σε ιμπεριαλιστικές εκστρατείες στα πέρατα της Γης;
Αυτή την πολιτική θα υπερασπιστούμε; Θα απεμπολήσουμε τα ταξικά μας συμφέροντα και θα μπούμε στο μαντρί υπό την ηγεσία των αστικών κυβερνήσεων, που εκφράζουν αυτή την πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης, που σε συντομία περιγράψαμε αμέσως παραπάνω; Για ποιο λόγο; Στο όνομα ποιων ιδεών, στο όνομα ποιων συμφερόντων;
Δική μας στρατηγική μπορεί και πρέπει να είναι μόνο η στρατηγική της προλεταριακής επανάστασης, του τσακίσματος του αστικού κράτους, της κατάργησης των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής. Αυτή η στρατηγική περιέχει ως συστατικό της στοιχείο τη φιλία και την ταξική αλληλεγγύη με τους προλετάριους και τους φτωχούς αγρότες της Τουρκίας.