Μνήμες φρικτές της μετεμφυλιακής περιόδου, τότε που βασίλευε ο μοναρχοφασισμός, ξύπνησε η εισαγγελέας της έδρας του έκτακτου τρομοδικείου, όταν κατηγόρησε (καλύπτοντας την κατηγορία πίσω από μια ερώτηση) την Αγγελική Σωτηροπούλου, ότι και μετά τη σύλληψη του Δημήτρη Κουφοντίνα και την ανάληψη απ’ αυτόν της πολιτικής ευθύνης για τη δράση της 17Ν, αυτή δήλωσε ότι τα αισθήματά της γι’ αυτόν δεν αλλάζουν και μάλιστα έκανε κι ένα γάμο μαζί της. Προφανώς, η κ. Κουτζαμάνη θα ήθελε να δει τη Σωτηροπούλου να βγαίνει στα κανάλια και να καταγγέλλει τον Κουφοντίνα, όπως εξαναγκάζονταν να κάνουν γυναίκες κομμουνιστών στα μαύρα χρόνια του μοναρχοφασισμού.
Η Σωτηροπούλου, βέβαια, δε «μάσησε». Απάντησε με την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια που αρμόζει σε μια γυναίκα της δικής της ποιότητας: Ο Δημήτρης –είπε- είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Εχει απόλυτη συνέπεια στη ζωή του με όποιο κόστος. Και κει κάτω που βρίσκεται το μόνο που τον νοιάζει είναι τα προβλήματα που αφορούν όλο τον κόσμο. Για τους άλλους νοιάζεται, όχι για τον εαυτό του. Αυτά που σας λέω δεν είναι ωραία λόγια, είναι η πραγματικότητα.
Κατά τα άλλα, η Α. Σωτηροπούλου δεν είχε τίποτα να πει. Ο,τι είπα στην πρώτη δίκη ισχύει και τώρα, ξεκαθάρισε από την αρχή. Αν θέλετε να με ρωτήσετε κάτι, ρωτήστε με. Οι ερωτήσεις κράτησαν περισσότερο από δυο ώρες. Από τους δικαστές –πρέπει να το παραδεχτούμε- ήταν ερωτήσεις με σεβασμό προς την προσωπικότητά της. Χωρίς υπονοούμενα και χωρίς προσπάθειες παγίδευσής της. Οσο για τις απαντήσεις της, ήταν και πάλι σαφέστατες, χωρίς περιθώρια παρερμηνειών και χωρίς καμιά ταλάντευση. Είχε για μια ακόμη φορά την ευκαιρία να μιλήσει για τη ζωή της με τον Δ. Κουφοντίνα και να δώσει αποστομωτικές απαντήσεις στη λασπολογία για «οικόπεδα», «βίλες» και «πολυτελή ζωή». Τα λιγοστά περιουσιακά τους στοιχεία (ένα σπίτι στις ερημιές του Βαρνάβα και μια μικρή επαγγελματική εγκατάσταση μελισσοκομίας στην Κερατέα) έχουν αποκτηθεί με διαφανή τρόπο, που φαίνεται από επίσημα παραστατικά. Με δάνεια, με επιδοτήσεις, με βοήθεια συγγενών. Αυτό που παρουσιάστηκε ως βίλλα δεν είναι παρά ένα μισοτελειωμένο σπίτι, που το κατοίκησαν και συνέχισαν να το χτίζουν μόνοι τους και με τα λίγα χρήματα που έβγαζαν από τη δουλειά τους.
Αντίθετα από τους δικαστές, οι εισαγγελείς επέδειξαν έλλειψη σεβασμού και διάθεση δημιουργίας εντυπώσεων (την ίδια διάθεση επέδειξε και ο εκπρόσωπος των Αμερικανοβρετανών). Προσπάθησαν να «πατήσουν» στο γεγονός ότι η Σωτηροπούλου, στην απολογία της στον ανακριτή, επανέλαβε όσα είχε πει στην Αντιτρομοκρατική για τον Δ. Κουφοντίνα και όχι αυτά που κατέθεσε απολογούμενη στην πρώτη δίκη. Αυτό, όμως, είναι παλιό έργο, όπως εύστοχα σημείωσε η Σωτηροπούλου. Οταν μετά την έκρηξη στον Πειραιά την κάλεσαν στην Αντιτρομοκρατική, δεν τη ρώτησαν τίποτα για τον Κουφοντίνα. Δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτόν. Την κάλεσαν απλά ως πρώην σύζυγο του Σάββα. Τι να τους έλεγε, λοιπόν; Οτι πριν μερικές ώρες ο Δ. Κουφοντίνας της είχε αποκαλύψει τη συμμετοχή του στη 17Ν και εξαφανίστηκε; Να κατέδιδε το σύντροφό της, τον πατέρα του παιδιού της; Αυτό δεν το απαιτεί ούτε ο αστικός νόμος. Οταν απολογήθηκε στον ανακριτή, είχε δημιουργηθεί ένα υστερικό κλίμα σε βάρος της. Οι τηλεισαγγελείς απαιτούσαν τη σύλληψή της. Εγκαλούσαν τις δικαστικές αρχές που δεν την είχαν ακόμα στείλει στον Κορυδαλλό. Δεν είχε, λοιπόν, άλλη επιλογή παρά να επαναλάβει αυτά που είχε πει στην Αστυνομία. Ηρθε μετά στο πρώτο δικαστήριο και είπε πως ακριβώς είχαν γίνει τα γεγονότα εκείνο το βράδυ της 29ης προς 30ή Ιούνη 2002. Για τη δική της θέση στη δίκη αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Δεν προέκυπτε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο για την ίδια. Ανασκαλεύεται όμως και πάλι αυτό το ζήτημα για τη δημιουργία εντυπώσεων και μόνο, οι οποίες έπεσαν στο κενό.
Ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, τελευταίος στον κατάλογο των κατηγορούμενων, απολογήθηκε διαβάζοντας ένα κείμενο οχτώ χειρόγραφων σελίδων, εστιασμένο στην καταγγελία της καταδίκης του για ηθική αυτουργία, και αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση.
Η καταδίκη μου σε 21 φορές ισόβια για ηθική αυτουργία –είπε- παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας, το δίκαιο της απόδειξης και συνιστά νομικό σκάνδαλο. Το δικαστήριο δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να υπογράψει ασμένως την προηγηθείσα καταδίκη μου από τα ΜΜΕ, κατά τα πρότυπα της χουντικής επταετίας. Καταδικάστηκα σαν αρχηγός από την Αστυνομία μέσω των μίντια και όχι από τη Δικαιοσύνη. Ηθική αυτουργία δεν υπήρξε. Είχαμε κατ’ επίφαση δίκη. Δίκη θέατρο που υπογράφει προαποφασισμένες καταδίκες. Απόδειξη το σκανδαλώδες σκεπτικό, που συνιστά μνημείο αυθαιρεσίας, αδικοπραξίας και καταρράκωσης της Δικαιοσύνης. Ολα τα επιχειρήματα με τα οποία ανασκεύαζα τις κατηγορίες έμειναν αναπάντητα. Επινόησαν μια σειρά χοντροειδείς απάτες για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.
Ως προς αυτό ο Α. Γιωτόπουλος έφερε μερικά παραδείγματα με πρώτο την προανακριτική και ανακριτική κατάθεση του Τσελέντη, στις οποίες πουθενά δεν αναφέρεται κάποιος Γιωτόπουλος να συναποφασίζει, αλλά μόνο ο Κουφοντίνας και ο ίδιος ο Τσελέντης. Η απολογία του Τσελέντη στο δικαστήριο –κατέληξε- είναι δόλια και ψευδής. Είναι αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν deal. Το ίδιο έκανε και με τον Τζωρτζάτο, υποδεικνύοντάς τον στην υπόθεση Μομφεράτου, για να ελαφρύνει τη δική του θέση, όπως και έγινε. Το δεύτερο στοιχείο που επικαλέστηκε είναι η αναφορά της απόφασης σε τριμελή γραμματεία της οποίας ο Γιωτόπουλος ήταν μέλος, ενώ ύπαρξη γραμματείας δεν προέκυψε σε καμιά στιγμή και από τίποτα στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Θύμισε, τέλος, ότι η συνέντευξη Σάββα στον Τριανταφυλλόπουλο λογοκρίθηκε στο σημείο που αναιρούσε την ηθική αυτουργία. Ένα από τα δυο συμβαίναι: ή η συνέντευξη είναι αναξιόπιστη και δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ή είναι αξιόπιστη οπότε δε μπορεί να λογοκρίνεται η απάντηση του Σάββα που ανατρέπει την ηθική αυτουργία. Οι δικαστές που μετέρχονται τέτοιων μέσων –είπε- ευτελίζουν και καταρρακώνουν τη Δικαιοσύνη αντί να την τιμούν. Πραγματώνουν αυτό που ονομάζεται μη δίκαιη δίκη. Για την προαναγγελμένη σύλληψη, δίκη και καταδίκη του έκανε αναφορές στο βιβλίο του Σάββα Ξηρού, που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Γνωρίζω –είπε- ότι αυτή η δίκη δεν είναι συνέχεια της πρωτοβάθμιας. Κανένα σημείο όμως δεν τη διαφοροποιεί. Μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Το ίδιο θα κάνει και το δικαστήριό σας. Δεν έχει άλλη επιλογή για να μου επιβάλλει την ποινή που απαιτούν οι επικυρίαρχοι. Δεν πρόκειται λοιπόν να εξαμαρτάνω δις. Δεν θα κάνω ό,τι έκανα στην πρώτη δίκη. Δεν θα απαντήσω σε καμιά ερώτηση. Οποιος ενδιαφέρεται, άλλωστε, για την ουσία και όχι για τους τύπους μπορεί να ανατρέξει στα πρακτικά της πρώτης δίκης. Οσο για τα πειστήρια, αυτά είχαν προαναγγελθεί τουλάχιστον ένα μήνα πριν τη σύλληψή μου. Δε μπορεί να πιστέψει κανείς ότι οι δυο πιο σοβαρές μυστικές υπηρεσίες στον κόσμο δε θα φρόντιζαν να κατασκευάσουν κάποια «πειστήρια». Τα πειστήρια αυτά, ενώ ενδεχομένως θα μπορούσαν ν’ αποτελούν τεκμήριο για μια μεμονωμένη εγκληματική πράξη, δεν αποτελούν τεκμήριο ούτε καν ότι ήμουν απλό μέλος της 17Ν. Γιατί είναι υπερβολικά εύκολο σαν είδος πειστηρίων για να ‘ναι αληθινό και γνήσιο για μια δραστηριότητα που εκτείνεται σε 27 χρόνια Είναι οξύμωρο και κωμικό να υποστηρίζεται η άποψη ότι κάποιος ήταν μέλος της 17Ν επί 27 χρόνια και δε συμμετείχε σε πράξεις.
Με το νόμο 2928 δε μπορεί να υπάρξει δίκαιη δίκη. Παραβιάζεται ευθέως το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Μέσα σ’ αυτό το νομικό πλαίσιο, μη έχοντας τη δυνατότητα να υπερασπιστώ τα δικαιώματά μου, δεν έχω τίποτα να προσθέσω. Προτίθεμαι να προσφύγω στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και τους νομικούς μου ισχυρισμούς θα αναπτύξουν οι συνήγοροί μου Ι. Μυλωνάς και Α. Κοντ.
Ο Α. Γιωτόπουλος αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις. Ο Ι. Μυλωνάς, όμως, ενθάρρυνε την εισαγγελέα να διατυπώσει τις ερωτήσεις της για να καταγραφούν στα πρακτικά. Η εισαγγελέας έκανε μερικές ερωτήσεις, δεν πήρε απαντήσεις και σταμάτησε, γιατί δεν είχε νόημα να συνεχίσει, όπως είπε. Στη συνέχεια, με αίτημα της υπεράσπισης Γιωτόπουλου, διαβάστηκαν τα πρακτικά που περιλαμβάνουν την απολογία του στην πρώτη δίκη. Η ανάγνωση θα συνεχιστεί αύριο.