Οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης επί των ενστάσεων για την ακυρότητα των προανακριτικών και ανακριτικών «ομολογιών» συνεχίστηκαν με τον Γ. Μαντζουράνη, ο οποίος σε μια μακρά (σχεδόν τρεις ώρες) και εμπεριστατωμένη ανάλυση ξετίναξε όλος τους ισχυρισμούς της εισαγγελίας και της πολιτικής αγωγής. Δεν ασχολήθηκε μόνο με την περίπτωση του εντολέα του, του Κ. Καρατσώλη, αλλά και των άλλων κατηγορούμενων (Χριστόδουλου, Βασίλη και Σάββα Ξηρών).
Αναφορικά με τον Καρατσώλη ο συνήγορος αναφέρθηκε σε όλα τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη σύλληψη και την «ομολογία» του, αποδεικνύοντας ότι η «ομολογία» του ήταν αποτέλεσμα εκβιασμών και σωματικής εξάντλησης. Ο Καρατσώλης, μόλις ήρθε σε επαφή με δικηγόρο (πριν δηλαδή εμφανιστεί ο Δ. Κουφοντίνας, στην εμφάνιση του οποίου αποδίδεται από την εισαγγελία η μεταστροφή των κατηγορούμενων και η καταγγελία των προανακριτικών «ομολογιών» τους), πήρε πίσω την «ομολογία» του. Δεν απολογήθηκε ποτέ στον ανακριτή, διότι δεν του επετράπη να απολογηθεί.
Ιδιαίτερα αναλυτικός και καυστικός ήταν ο Γ. Μαντζουράνης στην περίπτωση του Σάββα Ξηρού, προκαλώντας την ενόχληση της εισαγγελέα, η οποία με τις παρεμβάσεις της (σε ήπιους τόνους) κατάφερε όχι να υπερασπιστεί τις απόψεις της, αλλά να δώσει «πάσες» στο συνήγορο για να τις συντρίψει. Η εισαγγελέας υποστήριξε και πάλι ότι στις 30 Ιούνη έληξε η προθεσμία του αυτόφωρου για τη σύλληψη του Σάββα. Και μετά –σχολίασε ο Μαντζουράνης- ήταν απλώς νοσηλευόμενος, στον οποίο απαγορευόταν το επισκεπτήριο ακόμα και των στενών συγγενών και ανακρινόταν από τους Διώτη και Σύρο, φρουρούμενος ασφυκτικά. Αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της παράνομης κράτησης, τότε τι είναι; Υποστήριξε και πάλι η εισαγγελέας, ότι ο Διώτης με το Σύρο έκαναν μια… προκαταρκτική επίσκεψη, για να δουν αν ο Σάββας ήταν σε θέση να ανακριθεί. Και αυτή η «προκαταρκτική επίσκεψη» -σχολίασε ο Μαντζουράνης- κρατούσε περισσότερες από 5 ώρες κάθε βράδυ, από τις 5 μέχρι τις 11 Ιουλίου, που φέρεται να δίνει την πρώτη γραπτή απολογία του! Χρησιμοποιώντας μια φράση του αποστόλου Παύλου, χαρακτήρισε αυτή την άποψη «βέβηλη κενοφωνία από χείλη αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου», χωρίς η κ. Κουτζαμάνη να αντιδράσει (και τι να πει η έρμη;). Οσο για το δήθεν φόβο του Σάββα μη τυχόν τον εκτελέσουν οι σύντροφοί του, ο Γ. Μαντζουράνης υπήρξε καυστικός: Ο Σάββας που βίωσε το περιστατικό της έκρηξης του Πειραιά, όπου ο σύντροφός του μπορούσε να τον εκτελέσει με μια σφαίρα καθώς κοιτόταν αιμόφυρτος, αντί να τον αφήσει στα χέρια της Αστυνομίας, ο Σάββας που ήξερε ότι οι ρουκέτες της οργάνωσης δε μπορούσαν να πάνε σε απόσταση μεγαλύτερη των 50 μέτρων, δε μπορεί να φοβόταν ότι θα τον χτυπούσαν με ρουκέτα από το Λυκαβηττό στο δέκατο όροφο του Ευαγγελισμού.
Αν το πρωτόδικο δικαστήριο –κατέληξε κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο- στηριζόταν μόνο στην ανακριτική κατάθεση του Σάββα, θα δημιουργούσε μεγάλη δυσκολία στην υπεράσπιση. Ομως, δεν αρκέστηκε σ’ αυτή, αλλά χρησιμοποίησε και τις προδήλως παράνομες προανακριτικές του καταθέσεις. Το έκανε για δυο λόγους. Πρώτο, γιατί μόνο με την ανακριτική θα είχε δικονομικούς περιορισμούς από το 211α. Δεύτερο, γιατί αν απέρριπτε τις προανακριτικές του Σάββα θα έπρεπε να είχε απορρίψει και άλλες προανακριτικές και η ανακριτική του Σάββα δεν αρκούσε για να αποδοθούν σε όλους τους κατηγορούμενους όλες οι πράξεις του κατηγορητήριου.
Αναφέρθηκε, ακόμη, στην παρουσία ενόπλων μέσα στο γραφείο της ανακρίτριας, χαρακτηρίζοντας αστεία την άποψη ότι ήταν για την προστασία των κατηγορούμενων. Αρκεί και μόνο να αναρωτηθούμε τι θα έκανε ο οπλισμένος με ένα υποπολυβόλο απέναντι στην εκτόξευση μιας ρουκέτας. Η παρουσία των ενόπλων της Αντιτρομοκρατικής μέσα στο ανακριτικό γραφείο υπ ενθύμιζε στους κατηγορούμενους ότι δεν πρέπει να μεταβάλουν γραμμή υπεράσπισης και στάση.
Το καλύτερο ο Μαντζουράνης το φύλαγε για το τέλος. Διάβασε απόσπασμα από άρθρο του εκπροσώπου των Αμερικανοβρετανών στα «Ποινικά Χρονικά», στο οποίο ο καθηγητής Η. Αναγνωστόπουλος στηλίτευε την τακτική να εμφανίζονται, στο πλαίσιο των προανακριτικών τους απολογιών, οι κατηγορούμενοι ως παραιτούμενοι από το δικαίωμά τους σε δικηγόρο. Ο Αναγνωστόπουλος χαρακτηρίζει «αξιοπερίεργη προθυμία» αυτή τη στάση των κατηγορούμενων, υπαινίσσεται ευθέως ότι αποτελεί παραβίαση δικαιώματος εκ μέρους της Αστυνομίας και καλεί τις εποπτεύουσες εισαγγελικές αρχές να φροντίσουν για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, τα οποία συστηματικά παραβιάζονται. Αναρωτιέμαι –κατέληξε ο Μαντζουράνης- ισχύουν αυτά και για τους κατηγορούμενους αυτής εδώ της υπόθεσης; ‘Η αυτοί αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα που περιγράφει στα «Ποινικά Χρονικά» ο καθηγητής Αναγνωστόπουλος; Ο «κύριος εκπρόσωπος» δεν ήταν παρών για να απαντήσει (φυλάγεται από τις κακοτοπιές), ήταν όμως η βοηθός του και σίγουρα θα του μεταφέρει τα διαμειφθέντα. Πάτε στοίχημα ότι δεν πρόκειται να απαντήσει;
Εδώ δεν κρίνονται νομικοί πολιτισμοί –είπε ξεκινώντας την αγόρευσή του ο Γ. Γκουντούνας- κρίνονται πολιτικοί σχεδιασμοί, κρίνονται στοιχήσεις με τις απαιτήσεις της αυτοκρατορίας. Είναι γνωστός ο ρόλος που από το καθεστώς καλούνται να παίξουν οι δικαστές στις πολιτικές δίκες. Γνωρίζετε πώς χαρακτηρίζουμε τους δικαστές που στελέχωσαν τα έκτακτα στρατοδικεία του εμφύλιου και της χούντας. Στις κρίσιμες στιγμές το σύστημα απαιτεί από εκείνους που στελεχώνουν τους μηχανισμούς του να επικυρώσουν τις θέσεις τους: από δω ή από κει; Ο δικαστής σ’ αυτές τις περιπτώσεις καλείται να τιμήσει είτε το ρόλο του είτε τον όρκο του. Η Ιστορία διδάσκει ότι οι δικαστές τιμούν το ρόλο τους (αλλιώς το σύστημα θα είχε βρει άλλο μηχανισμό για να διεκπεραιώσει αυτές τις αποστολές). Οι εξαιρέσεις, τύπου Τερτσέτη και Πολυζωίδη δυστυχώς παραμένουν εξαιρέσεις. Δεν έχουμε αυταπάτες για το ρόλο της Δικαιοσύνης, όμως και ελπίζουμε μήπως έχουμε κάποια εξαίρεση. Εκείνο που διακυβεύεται προσωπικά για σας είναι τα’ όνομά σας, γι’ αυτό και ελπίζουμε ότι θα το τιμήσετε.
Με την απόφασή σας για την ένσταση –συνέχισε- παίρνετε απόφαση τελική για το αδίκημα της συμμετοχής. Ειδικά για τον εντολέα μου (Χρ. Ξηρό) αυτό σημαίνει απόφαση επί του συνόλου της κατηγορίας.
Ο συνήγορος επέλεξε εισαγωγικά ένα ζήτημα, για να τεκμηριώσει την άποψή του για τον τρόπο που η εισαγγελία προσεγγίζει την υπόθεση. Ο αναπληρωτής εισαγγελέας (αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου πλέον), για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του ότι ο Χρ. Ξηρός έδωσε μια ειλικρινή κατάθεση, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία που δε μπορούσε να γνωρίζει η Αντιτρομοκρατική (και επομένως δεν στέκει ο ισχυρισμός του Χριστόδουλου, ότι την προανακριτική απολογία του την έφτιαξαν με βάση τα στοιχεία που γνώριζαν από τους φακέλους των ενεργειών της 17Ν), απικαλέστηκε την υπόθεση Τζαντ. Πώς ήξερε η Αστυνομία ότι είχαν χρησιμοποιηθεί δυο μοτοσικλέτες; είχε ρωτήσει ο εισαγγελέας. Τίποτα σχετικό δεν αναφέρεται στο διαβιβαστικό. Τότε, τον είχε διακόψει ο Γ. Γκουντούνας, σημειώνοντας ότι η δεύτερη μηχανή, μια Vespa, αναφέρεται σαφώς στη δικογραφία. Δεν φανταζόμουν –σημείωσε σήμερα ο συνήγορος- ότι ένας εισαγγελέας μπορεί να τζογάρει, μπορεί να μπλοφάρει. Και όμως, αυτό έκανε ο αναπληρωτής εισαγγελέας. Από το διαβιβαστικό, λοιπόν, που διάβασε ο συνήγορος, φαίνεται καθαρά ότι η Αστυνομία είχε βρει τότε δυο μηχανές (η δεύτερη ήταν η Vespa). Και από μια σειρά προανακριτικών πράξεων φάνηκε ότι η ύπαρξη της Vespa απασχόλησε τότε την Ασφάλεια και μάλιστα σχετικές αναφορές υπήρχαν και στον Τύπο της εποχής! Και ενώ συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να διαπράττει τέτοια λαθροχειρία, ο αναπληρωτής εισαγγελέας παρακολουθεί απαθώς τα αποκαλυπτήριά του από το συνήγορο, χωρίς να προσπαθήσει να δικαιολογήσει τίποτα (από μια άποψη, φέρεται πιο πονηρά από τη συνάδελφό του, η οποία με τις παρεμβάσεις της κάνει τα πράγματα χειρότερα για την ίδια και την αρχή που εκπροσωπεί).
Στη συνέχεια, ο Γ. Γκουντούνας άρχισε να αναλύει βήμα προς βήμα όλους τους ισχυρισμούς του εντολέα του, αναφερόμενος στο πραγματικό υλικό της δίκης και όχι στις αυθαίρετες και παράλογες κατασκευές της εισαγγελικής έδρας. Η αγόρευσή του θα συνεχιστεί και αύριο, οπότε αναμένεται να πάρει το λόγο και ο ίδιος ο Χρ. Ξηρός.