Κανένας από τους μάρτυρες για μια σειρά υποθέσεις εκρήξεων (τα σχετικά έγγραφα είχαν διαβαστεί την προηγούμενη εβδομάδα) δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο να καταθέσει. Ούτε καν ο «πολύς» Καραπιπέρης (ιδιοκτήτης στόλου ρυμουλκών, ένα από τα οποία είχε βυθίσει η 17Ν, επειδή ο Καραπιπέρης είχε στήσει απεργοσπαστικό μηχανισμό στη διάρκεια ναυτεργατικής απεργίας), που στην πρώτη δίκη είχε εμφανιστεί βαρύς κι ασήκωτος, για να υποστηρίξει ότι η Οργάνωση ήθελε να τον σκοτώσει. Η απουσία ειδικά αυτού του μάρτυρα, που είχε χρησιμοποιηθεί για να δοθεί μια δραματική παράσταση στην πρώτη δίκη, έχει τη σημασία της. Γιατί μολονότι η 17Ν βύθισε με ρουκέτα ένα άδειο, πλαγιοδετημένο ρυμουλκό, που δεν κινούνταν, ούτε ετοιμαζόταν να κινηθεί, η καταδίκη ορισμένων από τους κατηγορούμενους έγινε για… απόπειρα ανθρωποκτονίας!
ΡΟΥΚΕΤΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΡΕΣΒΕΙΑ
Αλλη μια ηρωική (πλην όμως αποτυχημένη) προσπάθεια της εισαγγελέα να θεμελιώσει απόπειρα ανθρωποκτονίας εκεί που δεν υπήρξε καν κίνδυνος για άνθρωπο. Ο μάρτυρας Ανδριόπουλος, σεκιουριτάς της Βάκενχουτ, που εκτελούσε περιπολίες στο εξωτερικό της πρεσβείας, περιέγραψε με αντικειμενικό τρόπο αυτά που είδε: η εκτόξευση της ρουκέτας έγινε μελετημένα, στο πεντάλεπτο που γινόταν η αλλαγή των σεκιουριτάδων και δεν υπήρχε καμιά περιπολία. Αρα, αυτοί που εκτόξευσαν τη ρουκέτα παρακολουθούσαν συστηματικά το χώρο και είχαν εντοπίσει με ακρίβεια το κενό στην εξωτερική φύλαξη. Η τροχιά του βλήματος ήταν 30 με 40 μέτρα μακριά από το εσωτερικό φυλάκιο, στο οποίο καθόταν συνέχεια ο φύλακας. Ενα μπαρ στον εσωτερικό περίβολο της πρεσβείας, στο οποίο μαζεύονταν Αμερικάνοι, ήταν ακόμα πιο μακριά από την τροχιά της ρουκέτας. Κανένας, λοιπόν, δεν κινδύνεψε.
Η εισαγγελέας, όμως, έπρεπε σώνει και καλά να βγάλει απόπειρα ανθρωποκτονίας και απ’ αυτή τη συμβολική ενέργεια και επειδή από την περιγραφή του μάρτυρα δεν έβγαινε, πέρασε ως συνήθως στη σφαίρα των υποθέσεων: αν ο φύλακας έκανε περιπολία, αν κάποιος είχε βγει στον περίβολο κ.λπ. Κατάφερε για μια φορά ακόμη, σε μια υπόθεση ήσσονος σημασίας (από νομική άποψη) να απωλέσει την «έξωθεν καλή μαρτυρία». Πώς να πείσει ότι συμμετέχει στη δίκη αντικειμενικά και αμερόληπτα, χωρίς κανένα πάθος, χωρίς προκατάληψη;
ΕΚΡΗΞΗ ΣΤΗΝ ΤΣΈΙΖ ΜΑΝΧΑΤΑΝ
Εμφανίστηκε μόνο ο ιδιοκτήτης ενός αυτοκινήτου που είχε απαλλοτριωθεί από τη 17Ν και χρησιμοποιήθηκε για την εκτόξευση ρουκετών από τη σχάρα του. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να συνεισφέρει τίποτα.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ (μέρος δεύτερο)
Ο μάρτυρας Σιάνος ισχυρίζεται ότι οι δράστες της εκτέλεσης Περατικού επισκέφτηκαν αλλεπάλληλες φορές το πάρκινγκ στο οποίο εργαζόταν, προσπαθώντας να βρουν θέση να παρκάρουν ένα φορτηγάκι «Μιτσουμπίσι». Δεν είχε χώρο και αυτοί έκαναν βόλτες, προφανώς δεν έβρισκαν θέση στο δρόμο και επέστρεφαν μη τυχόν και είχε αδειάσει κάποια θέση στο πάρκινγκ. Ως εδώ καλά, όμως από εδώ και πέρα αρχίζει το μπλέξιμο. Ο Σιάνος ισχυρίζεται ότι ήταν δυο άντρες και μια γυναίκα. Γυναίκα που δεν εμφανίζεται σε καμία άλλη κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα (όλοι μιλούν για τρεις άντρες). Στα πρόσωπα των δύο αντρών αναγνωρίζει «χωρίς καμιά επιφύλαξη» τους Σάββα και Βασίλη Ξηρό, μολονότι έχει καταθέσει ότι ήταν μεταμφιεσμένοι και έμοιζαν με τσιγγάνους. Στο πρόσωπο της γυναίκας δεν αναγνώρισε κανένα πρόσωπο από τις πολλές φωτογραφίες που, όπως λέει, του επιδείχθηκαν. Αμέσως μετά το συμβάν, έδωσε περιγραφή στην Αντιτρομοκρατική και έγιναν σκίτσα. Μετά από μερικές μέρες τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του και ξαναέκαναν σκίτσα. Πού είναι αυτά τα σκίτσα; Στη δικογραφία δεν υπάρχουν, προφανώς επειδή δεν ταιριάζουν με τίποτα με τις φωτογραφίες που ο μάρτυρας κλήθηκε να αναγνωρίσει.
Δεν ξέρουμε αν ο Σιάνος είναι ένας κατασκευασμένος μάρτυρας ή κάποιος φαντασιόπληκτος που έσπευσε να καταθέσει τη συμβολή του στον «αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Το μόνο βέβαιο είναι ότι πρόκειται για ψευδομάρτυρα. Ιδού γιατί.
Πρώτα-πρώτα, κονταροχτυπιέται με την κοινή λογική ο ισχυρισμός ότι οι δράστες της ενέργειας θα πήγαιναν σε ένα πάρκινγκ, στο δρόμο που βρίσκεται το Μεταγωγών και σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων, και θα άφηναν εκεί το όχημα διαφυγής, με τα κλειδιά στον παρκαδόρο. Δηλαδή, την ώρα που θα έφευγαν, ενδεχομένως κυνηγημένοι (όπως και έγινε), θα έψαχναν τον παρκαδόρο, να πληρώσουν και να τους δώσει τα κλειδιά να φύγουν; Ούτε στη… «Μεγάλη των μπάτσων σχολή» δε γίνονται αυτά.
Υστερα είναι η περιγραφή που αρχικά έχει κάνει ο Σιάνος. Περιγράφει έναν οδηγό τσιγγάνο. «Εμοιαζε με γύφτο», είπε χαρακτηριστικά στην Αντιτρομοκρατική. Περιγράφει άτομο με παρδαλό πουκάμισο, με χρυσαφικά στο στήθος, μαλλιά λιγδιασμένα και μακριά. Στο πάρκινγκ του συχνά πήγαιναν τσιγγάνοι, επειδή είχαν δικούς τους στο Μεταγωγών που ήταν πολύ κοντά. Γι’ αυτό και η Ασφάλεια δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Εννιά μέρες μετά το συμβάν δίνει την πρώτη του κατάθεση! Στο μεταξύ, όπως ο ίδιος λέει, έχει δει το φορτηγάκι κοντά στο σημείο της ενέργειας, μαζί με άλλους περαστικούς που μαζεύτηκαν εκεί. Το ξαναείδε στην Ασφάλεια και το… αναγνώρισε. Αναγνώρισε όχι το φορτηγάκι που είδε στο πάρκινγκ του, αλλά το φορτηγάκι που είδε μετά την εκτέλεση του Περατικού στο δρόμο. Και το καλοκαίρι του 2002 πήγε και «αναγνώρισε» και τα πρόσωπα. Αυτά που είχαν υποδειχτεί ως δράστες. Μείον έναν, που ουδέποτε ανέφερε, συν μια γυναίκα, που δεν υπάρχει στην ενέργεια.
Ο μάρτυρας Μόσχος ήταν το αντίθετο απ’ όσους προηγήθηκαν. Και έχει ιδιαίτερη σημασία η κατάθεσή του, γιατί είναι ο ταξιτζής με το ταξί του οποίου διέφυγαν οι δράστες. Ενας άνθρωπος απόλυτα συγκροτημένος στην εκφορά του λόγου και στις περιγραφές του. Προπαντός ένας άνθρωπος έντιμος. Πετάχτηκε μπροστά του ένας με ένα πιστόλι και σε κλάσματα του δευτερολέπτου τον έβγαλε από το ταξί. Κάθισε πίσω, στη θέση του οδηγού κάθισε ένα δεύτερο άτομο και ένα τρίτο πίσω, που δεν πρόλαβε καν να το δει. Εφυγαν φουριόζοι (το αυτοκίνητο είχε πρόβλημα στο σαζμάν και έφυγαν με «καρφωτή» την ταχύτητα). Ο ίδιος σταμάτησε ένα άλλο ταξί και άρχισε να τους ψάχνει με το συνάδελφό του. Τους είδε κάπου πιο κάτω (είναι μια πολύ μπερδεμένη περιοχή) να εγκαταλείπουν το ταξί και να φεύγουν μ’ ένα παλιό «Καντέτ» (προφανώς δεύτερο όχημα διαφυγής). Πήρε το ταξί του και γύρισε στον τόπο της ενέργειας. Είναι ο άνθρωπος που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ήρθε σε επαφή με τους δράστες. Και ήταν κατηγορηματικός: μέσα στη σύγχυση δε μπορείς να θυμάσαι πρόσωπα, δε μπορείς να αναγνωρίσεις. Θυμάται μόνο ένα γενικό περίγραμμα του ανθρώπου που πετάχτηκε μπροστά του και τον έβγαλε από το ταξί. Κάπως γεροδεμένος («ένα καλοβαλμένος σαραντάρης»), με ξανθωπή περούκα και μουστάκι παχύ στο ίδιο χρώμα. Συγκρίνετε την περιγραφή του με αυτή των άλλων μαρτύρων και βγάλτε τα συμπεράσματά σας. Είπε και κάτι άλλο, πολύ χαρακτηριστικό: όταν επέστρεψε με το εγκαταλελειμένο ταξί στο χώρο του συμβάντος, του έκανε εντύπωση ότι κανείς από τους 40-50 ανθρώπους που ήταν εκεί και δήλωναν αυτόπτες μάρτυρες δε θυμόταν το περιστατικό της αρπαγής του ταξί από τους δράστες! Ο ίδιος το ανέφερε στο πλήρωμα του περιπολικού που είχε φτάσει! Εχει κι αυτό τη σημασία του, διότι αρκετοί μετά έκαναν περιγραφές…
Η εισαγγελέας δεν απέφυγε μια ακόμη εκδήλωση του γνωστή της οίστρου. Οταν ο μάρτυρας ρωτήθηκε για το χρώμα του πουκάμισου που φορούσε αυτός που πετάχτηκε μπροστά του, απάντησε πως δε θυμάται ακριβώς, αλλά μάλλον ήταν «εξαντρίκ», απ’ αυτά που παλιά τα λέγαμε παρδαλά. Εκτός μικροφώνου η εισαγγελέας επανέλαβε μόνο το «παρδαλό», προφανώς για να τονίσει την ομοιότητα με την κατάθεση του παρκαδόρου που είχε προηγηθεί και είχε αμφισβητηθεί. Ομως, ο μάρτυρας φρόντισε να ξεκαθαρίσει τη θέση του. Μονόχρωμο ήταν το μπλουζάκι, απ’ αυτά που όταν ήμασταν νέοι τα λέγαμε παρδαλά, μάλλον λαχούρι ήταν το χρώμα. Ενώ ο παρκαδόρος μιλούσε για πολύχρωμο πουκάμισο, σαν κι αυτά που αρέσκονται να φορούν οι τσιγγάνοι (είναι στην κουλτούρα τους). Το νέα αυτό ολίσθημα της εισαγγελέα (που δεν αποτελεί πλέον είδηση) προκάλεσε τη διαμαρτυρία της υπεράσπισης και την έντονη αντίδραση του Δ. Κουφοντίνα, που θύμισε στην κ. Κουτζαμάνη ότι δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Το ίδιο έγινε και λίγο αργότερα. Μου έκανε εντύπωση που μολονότι τους πυροβόλησε ο αστυνομικός, δε ανταπέδωσαν τα πυρά, κατέθεσε ο μάρτυρας. Πώς; Ανταπέδωσαν! πετάχτηκε η εισαγγελέας! Ενώ ήταν σαφές τι εννοούσε ο μάρτυρας. Οτι οι δράστες έριξαν έναν πυροβολισμό στον αέρα, που δεν είναι ανταπόδοση πυρών.
Απαντώντας σε ερώτηση της υπεράσπισης ο κ. Μόσχος, ήταν κατηγορηματικός ως προς την ηλικία: το άτομο που τον έβγαλε από το ταξί δε θα μπορούσε να είναι ηλικίας 25 ετών. Δε μπορεί να έπεσε τόσο έξω στην εκτίμησή του.
Αμέσως μετά το διάλειμμα, ο Δ. Κουφοντίνας έθεσε το ζήτημα που προκύπτει από τη στάση της εισαγγελέα, δηλώνοντας ότι επιφυλάσσεται να καταθέσει αίτηση εξαίρεσης. Είπε συγκεκριμένα:
«Μια δήλωση θέλω να κάνω, να πω μερικά πράγματα κατ’ αρχήν αξιολογώντας τον προηγούμενο μάρτυρα. Παρ’ ότι κατέθεσε κάποια επιβαρυντικά στοιχεία, δεν έχει σημασία, τον θεωρώ ένα από τους πιο σοβαρούς και αξιόπιστους μάρτυρες που έχει έρθει εδώ, σε αντίθεση βέβαια με τον προηγούμενο, ο οποίος ήταν ένας άθλιος ψευδομάρτυρας, δεν αναγνώριζε τίποτα, αυτά που έλεγε ήταν πέρα από κάθε λογικό, το μόνο που ήταν κολλημένος ήταν «αναγνωρίζω αυτόν κι αυτόν». Να επισημάνω εδώ δυο στοιχεία. Πρώτον και η πρωτόδικη απόφαση δεν τον πήρε υπόψη, αξιολογώντας τον αναλόγως, αλλά και δεύτερον, ενώ σε αυτή την υπόθεση, σε αυτή την ενέργεια, υπάρχουν δεκάδες μαρτυρικές καταθέσεις, επιλέχθηκε να έρθουν ορισμένοι, ανάμεσα στους οποίους αυτός ο γραφικός και άθλιος τύπος. Μερικά από αυτά που είπε ο προηγούμενος μάρτυρας, ο οποίος είπα ότι τον θεωρώ έναν από τους πιο σοβαρούς και αξιόπιστους μάρτυρες, είναι ότι παρ’ ότι ήρθε σε επαφή με τους ανθρώπους εκεί, λογικά -είπε και ο ίδιος- από το σοκ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει παρά ένα δυο στοιχεία. Και ένα δεύτερο επίσης σημαντικό είναι ότι όταν γύρισε, κανείς από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν αναγνώρισαν τόσο τον ίδιο όσο και το ΤΑΞΙ του. Πράγμα που είναι πολύ σημαντικό.
Αυτό όμως που θα ήθελα να τονίσω με αυτή την ευκαιρία, είναι ότι φάνηκε και σήμερα και τις άλλες μέρες η απαράδεκτη συμπεριφορά της κας εισαγγελέα, η εντελώς αντιδικονομική με τη δική σας δικονομία, την οποία θεωρεί προφανώς η κα εισαγγελέας ότι είναι το χωράφι του πατέρα της, του παππού της, και μπαίνει μέσα και αλωνίζει. Την ακούτε φαντάζομαι και εκτός μικροφώνου, είναι κι ένα από τα χαρακτηριστικά της, ειρωνεύεται και κοροϊδεύει τους κατηγορούμενους εκτός μικροφώνου, ακούγεται μέχρι εδώ. Για εμένα βέβαια αποτελεί τιμή αυτό, οι ύβρεις της κας εισαγγελέα! Ας τα πει στο μικρόφωνο άμα θέλει.
Συνεχώς προσπαθεί να επεκτείνει την κατηγορία, πέρα από την κατηγορία που υπάρχει από την πρωτόδικη απόφαση, δημιουργώντας εντυπώσεις. Υποβάλλει στους μάρτυρες συστηματικά απαντήσεις, λέξεις και εκφράσεις. Εχω σημειώσει χαρακτηριστικά στις 18/5 που κάνει την εξής ερώτηση: «Είδατε τον τάδε (δεν έχει σημασία ποιον) στην τηλεόραση και σας έκανε κλικ, ε;». Είναι ερώτηση αυτή; Το έκανε και σήμερα αυτό. Επικαλείται -γράφοντας στα παλιά της τα παπούτσια τη δική σας δικονομία- έγγραφο που δεν έχει νομιμοποιηθεί από το Δικαστήριο και αναφέρομαι στην προανακριτική κατάθεση του Σάββα Ξηρού, το οποίο το δικαστήριό σας δεν το έχει νομιμοποιήσει, το επικαλείται για να απαντήσει στον κατηγορούμενο Διονύση Γεωργιάδη, λέγοντας «όμως ο φίλος σας Βασίλης Ξηρός λέει αυτό στην προανακριτική του».
Μετατρέπεται πολύ συχνά όχι απλώς σε μάρτυρα, αλλά σε ψευδομάρτυρα. Χαρακτηριστική είναι η συζήτηση που γινόταν στην υπόθεση της γερμανικής Πρεσβείας όταν όχι απλώς αναφέρθηκε ως μάρτυρας, λέγοντας ότι «εγώ που έμενα παλιά εκεί σας λέω ότι ο τοίχος είναι 3 μ. και άρα δεν φαινόταν», για να μπορέσει να επεκτείνει την κατηγορία για απόπειρες ανθρωποκτονίας και άλλων, των φυλάκων εκεί, αλλά σε ψευδομάρτυρα, γιατί γνωρίζει -πολύ περισσότερο αν έμενε εκεί- και από τα έγγραφα της δικογραφίας, ότι το τοιχαλάκι είναι 45 πόντους και από πάνω υπάρχουν κάγκελα. Δεν πρόκειται λοιπόν για τοίχο συμπαγή 3 μ.
Πέρα από όλα τα άλλα, προσπαθεί να διευθύνει τη συζήτηση. Για όλα αυτά θα επιφυλαχθούμε να καταθέσουμε αίτημα».
Την υπεράσπιση της εισαγγελέα ανέλαβε ο πρόεδρος, που είπε τα εξής εκπληκτικά (η αμηχανία του ήταν εμφανής ακόμη και στον τόνο της φωνής του):
«Εγώ κ. Κουφοντίνα έχω τη γνώμη ότι με αυτά που εισφέρει η κα εισαγγελέας δίνει το ερέθισμα, δίνει τη δυνατότητα να αντικρούσετε κάποιους ισχυρισμούς ή κάποιες καταθέσεις οι οποίες είναι επιβαρυντικές για τις συγκεκριμένες κατηγορίες. Νομίζω ότι με αυτή την έννοια λέγονται αυτά τα οποία προηγούμενα μνημονεύσατε από την κα εισαγγελέα (σ.σ. !!!!). Δίδεται δηλαδή στο σημείο τούτο, που το δικαστήριο απλώς εξετάζει μάρτυρες, η δυνατότητα στους παράγοντες της δίκης να προβληματιστούν και να βρουν κάποια στοιχεία τα οποία θα μπορούν να αντικρουστούν. Αυτά κατά τη δική μου άποψη, αυτά έχω αποκομίσει με τις παρεμβάσεις της κας εισαγγελέα».
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Οι παρεμβάσεις της κας εισαγγελέα και η γενικότερη συμπεριφορά της είναι μια καθαρά πολιτική συμπεριφορά σε μια κατ’ εξοχήν πολιτική δίκη. Προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις, γράφοντας στα παλιά της τα παπούτσια -όπως σας είπα- τη δικονομία. Ολη της η προσπάθεια αποπνέει, πέρα από αυτό, και μια αγωνία προσωπική. Θέλω να τη διαβεβαιώσω, ότι θα την πάρετε την προαγωγή του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κα εισαγγελέα.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δεν περιμένω από αυτή τη δίκη να πάρω -αν θα πάρω- την προαγωγή κ. Κουφοντίνα και δεν με απασχολεί.
Χ. ΞΗΡΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, να πω δυο λόγια γι’ αυτό που λέτε, ότι η προσπάθεια εκ μέρους της κας εισαγγελέα είναι να συνεισφέρει στους παράγοντες της δίκης. Θα σας πω ένα απλό παράδειγμα, διότι διαθέτουμε κι εμείς μνήμη, δεν διαθέτετε μόνο εσείς. Στην κατάθεση του μάρτυρα Βοζώρα, αυτού του ψεύτη ταξιτζή από την υπόθεση Μπακογιάννη, ο οποίος κατέθεσε ότι αναγνώρισε τον Σάββα Ξηρό, ότι τον πήρε από τη γωνία Σόλωνος και Ομήρου και τον πήγε στους Αμπελοκήπους, όλως τυχαίως στην οδό Ριανκούρ. Εχουν μια τάση οι ψεύτες, οι ψευδομάρτυρες, να πηγαίνουν προς τη Ριανκούρ, όλοι. Οπως και η Ευγενούλα! Τέλος πάντων. Να δούμε τι συνεισέφερε η κα εισαγγελέας σε αυτό το ζήτημα; Δεν λέω για την Πολιτική Αγωγή, που ο ρόλος της είναι δεδομένος, λέω για την κα εισαγγελέα. Γιατί και ο κ. Βασιλακόπουλος τα ίδια έκανε και εν χορώ και οι δυο μάλιστα έλεγαν με χαρά ότι «η περιγραφή του Βοζώρα συμπίπτει με την περιγραφή του Γόντικα (του χωροφύλακα που νομίζω ότι σκοτώθηκε σε κάποιο τροχαίο) όσον αφορά τον πελάτη του ΤΑΞΙ και άρα αυτός είναι ο Σάββας». Και οι δυο όμως παραλείψατε να πείτε, κα εισαγγελέα, αυτό που αναφέρει πολύ ρητά ο κ. Βοζώρας στην προανακριτική του κατάθεση, το ύψος του πελάτη που πήρε, που ήταν 1.65. Αν αυτός είναι ο Σάββας, συμφωνώ κι εγώ τότε. Αυτός ήταν. Δηλαδή, όταν εισφέρουν τα μισά στοιχεία και λέμε «συμπίπτουν, άρα αυτός είναι». Πέστε και το ύψος να δούμε αν συμπίπτει! Πως το παραλείψατε; Δεν είναι χρέος σας να τα πείτε όλα; Αν δεν είναι, να το ξέρουμε.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εγώ δεν αντιδικώ μαζί σας και δεν σας απαντώ.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Κυρία εισαγγελέα, αν μου επιτρέπετε, δεν αντιδικεί κανείς μαζί σας με αυτή την έννοια. Δεν καλείστε να απαντήσετε σε κάτι. Αν όμως υποβληθεί μια αίτηση εξαίρεσης, θα αναγκαστείτε βέβαια να απαντήσετε. Αυτό που τίθεται από πλευράς των κατηγορούμενων είναι η συμπεριφορά σας μέχρι τώρα και ιδιαίτερα από ένα σημείο της δίκης και πέρα, έχει γίνει τέτοια που μας αναγκάζει, μας σπρώχνει προς το να σκεφτούμε, να επιφυλαχθούμε για την υποβολή μιας αίτησης εξαίρεσης. Παρεμβαίνετε συνεχώς στη διαδικασία με τρόπο αντιδικονομικό. Υποβάλλετε στους μάρτυρες απαντήσεις. Προσπαθείτε να διαστρεβλώσετε καταθέσεις οι οποίες τυχόν σας φαίνονται ότι έρχονται σε αντίφαση με τις προηγούμενες, οι οποίες πιθανό εισφέρουν στη διαδικασία στοιχεία ανατροπής της κατηγορίας. Επιχειρείτε με κάθε τρόπο να επιβεβαιώσετε τη κατηγορία και όχι να ανακαλύψετε την αλήθεια. Είναι χαρακτηριστικές οι παρεμβάσεις σας τύπου «παρδαλά» κλπ. και επιπλέον απαξιώνετε εντελώς τα σημεία στα οποία οι συνάδελφοι αναδεικνύουν την αναξιοπιστία των μαρτύρων και τις αντιφάσεις τους. Με αυτό τον τρόπο πραγματικά δεν νομίζω ότι εισφέρει, κ. πρόεδρε, στη διαδικασία, νομίζω ότι εκβιάζει τη διαδικασία προς την κατεύθυνση του να συνταχθεί το δικαστήριο με την εισαγγελική έδρα. Δεν μπορούμε όμως να δικαζόμαστε από οκτώ εισαγγελείς. Θεωρούμε ότι έχουμε και δικαστές στην έδρα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οταν λέτε κα Κούρτοβικ ότι η κα Εισαγγελέας διαστρεβλώνει αυτό ενέχει μια δολία προαίρεση. Δεν νομίζω ότι μπορείτε να κάνετε τέτοιου είδους διαπιστώσεις. Είναι μια ατυχής παρατήρηση, είναι ένας ατυχής χαρακτηρισμός.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Εχουμε κάνει επανειλημμένα τη διαπίστωση άλλοτε την έχουμε αναδείξει και άλλοτε όχι. Συγκεντρώνοντας αυτά τα στοιχεία ξαναλέω η Υπεράσπιση επιφυλάσσεται να υποβάλλει αίτηση εξαίρεσης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλά, η Υπεράσπιση έχει τα δικαιώματά της, αλλά εγώ σας λέω ότι το να κάνετε αυτούς τους χαρακτηρισμούς τουλάχιστον σφάλλετε.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Δεν θέλουμε να φτάσουμε εκεί, κ. πρόεδρε, αλλά δεν μπορούμε ούτε να έχουμε ειρωνεία από την έδρα, ούτε να έχουμε παρεμβολές στην εξέταση μαρτύρων, ούτε να έχουμε διαστρέβλωση των καταθέσεων, ούτε να έχουμε κυρίως την υποβολή των απαντήσεων. Υποβάλλει στους μάρτυρες τις απαντήσεις και μάλιστα ενώ επανειλημμένα έχετε επιχειρήσει να εμποδίσετε την υποβολή ερωτήσεων από πλευράς της Υπεράσπισης, που αποσκοπούν στο να αναδείξουν τα πολιτικά κίνητρα, την πολιτική διάσταση, τον πολιτικό χαρακτήρα των υποθέσεων τις οποίες καλείστε να δικάσετε, έχετε επιτρέψει στην κα εισαγγελέα να κάνει ερωτήσεις επ’ αυτών των θεμάτων, οι οποίες είναι απαράδεκτες και από ηθική άποψη κ. πρόεδρε.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε αν μου επιτρέπετε, κατ’ αρχήν θεωρώ πάρα πολύ ατυχή την έκφραση της κας Κούρτοβικ, το να λέει ότι η εισαγγελέας εκβιάζει και θα παρακαλούσα να ανακαλέσει. Νομίζω ότι όλο αυτό που γίνεται αυτή τη στιγμή, δηλαδή «κάνατε αυτό, κάνατε αυτό», αν έχουν κάτι έχουν όλο το δικαίωμα, τους το δίνει η δικονομία να υποβάλλουν αίτηση εξαίρεσης. Το άλλο, το θεωρώ απειλή στο πρόσωπό μου. Δεν ξέρω τι θέλουν, να καταγράφουν τις δηλώσεις τους τα πρόχειρα πρακτικά, ότι «κάνει αυτό η εισαγγελέας, κάνει αυτό η εισαγγελέας και ξέρετε επιφυλασσόμεθα». Αν θέλουν, έχουν κάθε δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση εξαίρεσης και να απαντήσει και ο εισαγγελέας και να κρίνει και το δικαστήριο εάν πράγματι. Ολα τα άλλα νομίζω ότι είναι εκ του πονηρού για να καταγράφονται απλώς στα πρόχειρα πρακτικά. Θα παρακαλέσω την κα Κούρτοβικ -δεν μιλώ για τους κατηγορούμενους, κατηγορούμενοι είναι λένε ό,τι θέλουν- να ανακαλέσει και ότι η εισαγγελέας εκβιάζει και ότι η εισαγγελέας είναι απαράδεκτη.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Και εγώ κα εισαγγελέα περιμένω από εσάς μια φορά να σας δω να προβληματίζεστε στις καταθέσεις των μαρτύρων, στις αντιφάσεις των μαρτύρων και να προσπαθείτε να τις διερευνήσετε ως αντιφάσεις και όχι να προσπαθείτε να εκβιάζετε το μάρτυρα, να τον υποχρεώσετε να καταθέσει αυτό που εσείς θέλετε για να στηρίξετε την κατηγορία.
Ακολούθησε ο ψευδομάρτυρας Κηρύκος (σ’ αυτή την υπόθεση έχουν μαζευτεί οι περισσότεροι συγκριτικά με τις άλλες υποθέσεις ψευδομάρτυρες). Αρκεί να αναφέρουμε ένα στοιχείο: ισχυρίζεται ότι άκουσε τους πυροβολισμούς και βγήκε στο μπαλκόνι του γραφείου που δούλευε, απ’ όπου είδε τρία άτομα (δύο στην αρχή και ένα τρίτο στη συνέχεια). Απ’ αυτά τα άτομα «αναγνώρισε» το Σάββα και το Βασίλη Ξηρό. Και πού ήταν το γραφείο του; Στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας με πυλωτή! Και πώς στην ευχή μπόρεσε να διακρίνει πρόσωπα και να συγκρατήσει χαρακτηριστικά από ένα ύψος 15 περίπου μέτρων; «Γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω», απάντησε σε σχετική ερώτηση της υπεράσπισης (σ’ αυτή τη δίκη, οι δράστες των διάφορων ενεργειών έχουν το συνήθεια να γυρίζουν το κεφάλι τους προς τον ουρανό, όταν τυχαίνει οι ψευδομάρτυρες να βρίσκονται σε όροφο). Οταν η υπεράσπιση του θύμισε ότι στην προηγούμενη δίκη υπήρξε κατηγορηματικός, ότι ο υποτιθέμενος Β. Ξηρός δεν γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω αλλά μόνο δεξιά-αριστερά, κατάλαβε τη γκάφα του και επανήλθε στην παλιά εκδοχή: γύρισε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά! Κι αυτός κατάφερε από τέτοιο ύψος να δει και να συγκρατήσει τα χαρακτηριστικά του! Θα τρελαθούμε τελείως. Γιατί, βέβαια, δεν υπάρχει περίπτωση από τέτοια θέση να δεις και να εντυπώσεις στη μνήμη σου τα χαρακτηριστικά κάποιου που βρίσκεται στο δρόμο. Πώς να το κάνουμε, αυτό λέει η κοινή πείρα.
Επεσε και σε άλλες αντιφάσεις ο Κηρύκος. Οι βασικότερες ήταν ότι ήταν αναγκασμένος να αλλάξει τα πρόσωπα με τη σειρά που τα περιέγραφε, γιατί δεν κόλλαγαν στην προανακριτική του. Κι ενώ οι αντιφάσεις ήταν προφανείς, ήταν ο πρόεδρος που ανέλαβε την προστασία του. Οι συνήγοροι υπεράσπισης, όμως, ήταν διαβασμένοι και ο πρόεδρος αναγκάστηκε σιωπηρά να υποχωρήσει σε μια τουλάχιστον περίπτωση που προσπάθησε να υπερασπιστεί τον ψευδομάρτυρα.
Σ’ αυτή την υπόθεση υπάρχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Ολοι οι «αναγνωριστές» αναγνωρίζουν τον Σάββα και το Βασίλη Ξηρό. Ουδείς αναγνωρίζει το τρίτο άτομο, που σύμφωνα με το οργανόγραμμα της Αντιτρομοκρατικής και την κατηγορία φέρεται να είναι ο Δ. Κουφοντίνας. Γιατί άραγε; Η εξήγηση είναι νομίζουμε απλή: την περίοδο της ανάκρισης ο Κουφοντίνας κρυβόταν και μπορούσαν να του φορτώσουν ό,τι ήθελαν, γι’ αυτό δεν τους πολυαπασχολούσε. Εκείνος που ήθελαν να «δέσουν» ήταν ο Σάββας και ο Βασίλης. Επειδή, λοιπόν, για τη συγκεκριμένη υπόθεση δεν είχαν μάρτυρες που να είναι σε θέση να καταθέσουν αξιόλογα στοιχεία (θυμηθείτε την κατάθεση του ταξιτζή), έφτιαξαν «αναγνωριστές» προσανατολισμένους στην αναγνώριση των δύο αδελφών Ξηρών.