Με την έναρξη της συνεδρίασης ο Δημήτρης Κουφοντίνας έκανε μια σημαντική πολιτική δήλωση. Το πλήρες κείμενο είναι το εξής:
«Οι Αμερικανοί και ο Μητσοτάκης πρωτοστατούν στη δημιουργία ενός νέου κλίματος τρομοϋστερίας. Δυστυχώς, σ’ αυτή την προσπάθεια συμβάλλουν και παράγοντες της δίκης που μιλούν για δήθεν ασύλληπτα μέλη.
Θα το πω για άλλη μια φορά με τον πιο ρητό και κατηγορηματικό τρόπο: Το γεγονός ότι ανάμεσα στους κατηγορούμενους βρίσκονται σχετικοί και άσχετοι με την οργάνωση δεν δικαιολογεί κανέναν να προτρέπει σε ένα νέο κυνήγι μαγισσών και να το νομιμοποιεί.
Φτάνει πια!»
Η σημαντικότητα της δήλωσης είναι προφανής, αν αναλογιστούμε μια φιλολογία που υφέρπει στη δίκη και διαπλέκεται με τα όσα λέγονται έξω απ’ αυτή. Ο Δ. Κουφοντίνας βάζει τη δική του σφραγίδα σ’ αυτό το ζήτημα, το οποίο είχε ξεκινήσει από το τέλος της προηγούμενης δίκης, όταν ο συνήγορος του Α. Γιωτόπουλου Γ. Ραχιώτης είχε αναφερθεί σε ανθρώπους που πέρασαν από τη 17Ν και προφανώς παρέμειναν ασύλληπτοι. Κατά τα άλλα, ο Κουφοντίνας δεν ανακοίνωσε την ανακάλυψη της πυρίτιδας. Τα αυτονόητα είπε. Κανένας δεν μπορεί να κάνει το κορόιδο και να στηρίζει τη διεκδίκηση της δικής του αθωότητας στην τρομοϋστερική φιλολογία περί ασύλληπτων μελών. Γιατί κάθε ενίσχυση αυτής της φιλολογίας, άμεση ή έμμεση, οδηγεί σε διώξεις τύπου Κώστα Αβραμίδη.
Η διαδικασία συνεχίστηκε με αγορεύσεις συνηγόρων υπεράσπισης πάνω στην ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστήριου, η οποία στηρίζεται σε δυο σκέλη: πρώτο, στην αντισυνταγματικότητα της σχετικής διάταξης του τρομονόμου, που εξαιρεί τις υποθέσεις «τρομοκρατίας» από την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και, δεύτερο, στον πολιτικό χαρακτήρα των δικαζόμενων αδικημάτων, που κατά το Σύνταγμα πρέπει να δικάζονται από ΜΟΔ.
Ο Ι. Μυλωνάς (Τζωρτζάτος) στάθηκε στη νομική επιχειρηματολογία, πεδίο στο οποίο διακρίνεται λόγω της έκτασης των γνώσεών του. Αναλυτική και τεκμηριωμένη νομικά ήταν η αγόρευση του Κ. Παπαδόπουλου (Β. Ξηρός). Ο Γ. Σταμούλης (Κωστάρης, Καρατσώλης) κατέθεσε την πολύχρονη εμπειρία του και τις νομικές του γνώσεις αναφερόμενος στο πρώτο σκέλος της ένστασης. Περιεκτική και τεκμηριωμένη ήταν η αγόρευση του Β. Παπαστεργίου (Γεωργιάδης). Πρόσθετη επιχειρηματολογία προσέφερε η Ρ. Καραμπλιάνη (Β. Ξηρός). Ακολούθησε ο Κ. Χρυσικόπουλος (Γιωτόπουλος) με μια ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία και πολλές αναφορές στη θεωρία. Αξιοσημείωτη η αναφορά του στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστήριου, που αποφάνθηκε ότι δέχεται την αντικειμενική θεωρία για το «πολιτικό έγκλημα», χωρίς να δώσει καμιά επιχειρηματολογία, πράγμα απαράδεκτο.
Αμέσως μετά το διάλειμμα, ζήτησε το λόγο ο Χριστόδουλος Ξηρός και έκανε την παρακάτω δήλωση, η οποία δημιούργησε ιδιαίτερη αίσθηση, γιατί μίλησε με την απλή γλώσσα της αλήθειας για το υπό συζήτηση θέμα:
«Για την εκάστοτε άρχουσα τάξη όχι μόνο δεν υπάρχει πολιτικό έγκλημα, αλλά ούτε καν πολιτικοί αντίπαλοι, παρά μόνον Χαΐνηδες – κλέφτες – κατσαπλιάδες – κομμουνιστοσυμμορίται κ.ά. Δυστυχώς, η δική μου γενιά μεγάλωσε έχοντας σαν πρότυπα διάφορα τέτοια αποβράσματα σαν τον Θερσίτη και τον Σπάρτακο, σαν τον Κανάρη και τον Καραϊσκάκη, σαν τον Τσε και τον Αρη.
Στο προηγούμενο δικαστήριο, ο πρόεδρος Μιχ. Μαργαρίτης, συνεχίζοντας τη λαμπρή αυτή παράδοση, μας αποκάλεσε συλλήβδην ύαινες. Δεν πρωτοτύπησε, βέβαια, καθόλου. Εχω μπροστά μου αντίγραφο από την εφημερίδα «Αλήθεια» της Τρίπολης, της 7ης Δεκεμβρίου 1947, και διαβάζω: “Τα τέρατα με την γυναικείαν μορφήν. Κατεδικάσθη μία αιμοσταγής ύαινα. Δικάζεται η πλέον θηριώδης εκτελέστρια των συμμοριών του Πάρνωνος, η γυναίκα-τέρας που ηρέσκετο ν’ αυτοκαλείται «κόκκινη δασκάλα». Η θηριώδης συμμορίτισσα Αθηνά Μπενέκου, η κόκκινη δασκάλα και η παπαδοπούλα με το αυτόματο που εδικάσθη προχθές εις την ποινήν του θανάτου εχαρακτηρίσθη ως «κολυβαναστημένη». Δηλαδή μεγάλωσε με τα κόλυβα και τις προσφορές των ευλαβών χριστιανών που προσέφεραν εις τον ιερέα πατέρα της”. Οπως βλέπουμε, όλα αυτά δεν είναι ούτε πρωτότυπα ούτε πρωτοφανή».
Από τους υπόλοιπους συνηγόρους υπεράσπισης μια σύντομη τοποθέτηση έκανε η Μ. Δαλιάνη (Κονδύλης), που είπε ότι ο εντολέας της στηρίζει την ένσταση για την αναρμοδιότητα και η ίδια επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί μετά τους εισαγγελείς και την πολιτική αγωγή, στο πλαίσιο της αντίκρουσης.
Η εισαγγελέας Ε. Γκουτζαμάνη κινήθηκε, όπως αναμενόταν, στην πεπατημένη. Η τρομοκρατία δεν είναι πολιτικό έγκλημα. Πολιτικό έγκλημα είναι μόνο αυτό που στρέφεται κατά τυραννικών καθεστώτων! Αρα, σε κοινοβουλευτικό καθεστώς δεν υπάρχει πολιτικό έγκλημα! Και γιατί περιλαμβάνει τη σχετική αναφορά το Σύνταγμα; Δεν το είπε ευθέως, αλλά εμμέσως υπεννόησε ότι πρόκειται για κάποιο απολίθωμα που ξεχάστηκε εκεί. Οσο για το πρώτο σκέλος της ένστασης, την υπαγωγή των κακουργημάτων που αφορούν τη δράση «εγκληματικής οργάνωσης» στα τριμελή εφετεία, η επιχειρηματολογία της εισαγγελέα ήταν αφοπλιστική: έχει το δικαίωμα να το κάνει ο κοινός νομοθέτης! Δηλαδή, έχει δικαίωμα να παραπέμπει σε αμιγώς επαγγελματικά δικαστήρια τις ανθρωποκτονίες μιας οργάνωσης ένοπλης βίας, όταν όλες οι άλλες ανθρωποκτονίες δικάζονται από ΜΟΔ! Κατά τα άλλα, τα συγκεκριμένα δικαστήρια δεν είναι ούτε ειδικά ούτε έκτακτα!
Ο αναπληρωτής εισαγγελέας Γ. Βλάσσης προσπάθησε να συμπληρώσει τα κενά της αγόρευσης της συναδέλφου του, με μια αγόρευση που περιλάμβανε και πολιτικά στοιχεία, ατυχέστατα επιλεγμένα. Κατά τον κ. Βλάσση, έπρεπε να υπάρχει λαϊκή επιδοκιμασία για να θεωρηθεί ότι η δράση της 17Ν ήταν πολιτική, όμως από τα γκάλοπ προκύπτει αποδοκιμασία!!! Άλλο τρομοκρατία και άλλο πολιτική δράση ήταν το ιδεολόγημά του. Αφού δεν υπήρξε λαϊκή εξέγερση, άρα αποδοκιμάστηκε η 17Ν και η δράση της δεν μπορεί να θεωρηθεί πολιτική!!!
Μετά τις αγορεύσεις των εισαγγελέων, ζήτησε το λόγο ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και έκανε την εξής δήλωση (είναι η πρώτη δήλωσή του σ’ αυτή τη δίκη):
«Δεν μπορείτε να δεχτείτε την ένσταση για το πολιτικό έγκλημα ούτε καμία άλλη. Δεν έχετε ούτε τη θέληση, ούτε τη δυνατότητα να κρίνετε οτιδήποτε. Απόδειξη είναι ότι ξεχνώντας ότι είσαστε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εξακολουθείτε να νομιμοποιείτε τα δήθεν στοιχεία που τώρα παράγει η Αντιτρομοκρατική, τρία χρόνια μετά το τέλος της ανάκρισης. Επαναλαμβάνεται κατά γράμμα η πρωτοβάθμια μη δίκη».
Ο εκπρόσωπος των Αμερικανών Η. Αναγνωστόπουλος, με τις αναμφισβήτητες νομικές του γνώσεις, προσπάθησε να κλείσει το κενό που άφησαν οι αγορεύσεις των εισαγγελέων. Μόνο που η αγόρευσή του ήταν ένα σύνολο από σοφιστείες και νομικούς ακροβατισμούς, που μοναδικό σκοπό είχαν να δημιουργήσουν ένα επικοινωνιακό αντίβαρο στο βομβαρδισμό επιχειρημάτων της υπεράσπισης. Κατά τον προσφιλή του τρόπο, ο Αναγνωστόπουλος άρχισε να ψάλλει το γνωστό τροπάρι των «ψυχρών δολοφόνων» και των «αθώων θυμάτων» και να ταυτίζει τη 17Ν με την «εταιρία δολοφόνων», γεγονός που προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του Δ. Κουφοντίνα, που πετάχτηκε πάνω και χωρίς να ζητήσει το λόγο φώναξε σε πολύ έντονο ύφος: «Είστε εκπρόσωπος ληστών και δολοφόνων. Τα δικά τους τα λεφτά, αυτά που ληστεύουν από τους λαούς του τρίτου κόσμου, εισπράττετε. Δεν μπορείτε να ‘ρχεστε εδώ και να μας κάνετε μαθήματα, κύριε εκπρόσωπε των εγκληματιών πολέμου». Ο Αναγνωστόπουλος προσπάθησε να συνεχίσει το ίδιο βιολί, αλλά ο Κουφοντίνας δεν μάσησε. Στο ίδιο οργισμένο ύφος και παρά την απειλή του προέδρου ότι θα τον αποβάλει από την αίθουσα, ανάγκασε τον Αναγνωστόπουλο να σταματήσει: «Εν ψυχρώ είναι οι στοχευμένες δολοφονίες αυτών που εκπροσωπείτε. Πείτε μας για τις ισοπεδώσεις πόλεων, πείτε μας για τους βομβαρδισμούς από την ασφάλεια των 15 χιλιομέτρων ύψους. Δολοφόνους εκπροσωπείτε εδώ μέσα».