Το «έγκλημα του Ευαγγελισμού» για δεύτερη φορά σε δικαστήριο. ‘Η μάλλον η συγκάλυψη του εγκλήματος. Το πρελούδιο για να αναγνωστούν στη συνέχεια οι παράνομα ληφθείσες προανακριτικές καταθέσεις του Σάββα, αυτές που «μαγείρεψαν» ο Διώτης με το Σύρο, και να στηριχτούν οι καταδίκες. Συζήτηση χωρίς το Σάββα αυτή τη φορά. Ζωντανός-νεκρός, παραμένει στο κελί του, αφού η κατάσταση της υγείας του δεν του επιτρέπει να παρακολουθήσει τη δίκη. Βιαζόμαστε μήπως να προεξοφλήσουμε; Οχι, καθόλου. Οι ερωτήσεις που έγιναν από την έδρα στους μάρτυρες γιατρούς όλες απέβλεπαν σ’ αυτό: να διαβεβαιώσουν ότι ο Σάββας ήταν μια χαρά, ότι είχε πλήρη διαύγεια και μη διαταραγμένη συνείδηση. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο πρόεδρος άλλαξε τη σειρά των μαρτύρων και φώναξε πρώτη τη διευθύντρια του ψυχιατρικού τμήματος του «Ευαγγελισμού» Σ. Θεοδωροπούλου. Για να δοθεί εξαρχής το στίγμα της συγκάλυψης.
Τα πρώτα κιόλας λόγια της ψυχιάτρου ανέτρεψαν –χωρίς να το καταλαβαίνει η ίδια- όλα όσα είπε στη συνέχεια «Ηταν στο κρεβάτι με δεμένα τα μάτια και δεν υπήρχε δυνατότητα οπτικής επικοινωνίας. Ζήτησε να εξομολογηθεί στον πατέρα του και του είπαμε ότι αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει»! Γιατροί σε ρόλους μπάτσων. Απεφάνθησαν ότι ο ασθενής δεν μπορεί να δει εξομολόγο. Με ποια ιδιότητα απεφάνθησαν γι’ αυτό; Ως γιατροί; Και πώς επετράπη την ίδια κιόλας μέρα να μπουν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ο Διώτης με το Σύρο και να ξεκινήσουν ανακρίσεις; Η εξομολόγηση απαγορεύεται, η ανάκριση επιτρέπεται και μάλιστα μόνο τις νυχτερινές ώρες! Ιατρικά, βέβαια, αυτό δε στέκει. Αν η απαγόρευση επικοινωνίας με τρίτους ήταν επιβεβλημένη για ιατρικούς λόγους, τότε η απαγόρευση θα ήταν γενική και όχι επιλεκτική. Γι’ αυτό μιλάμε για γιατρούς σε ρόλους μπάτσων.
Και πότε έγινε η επίσκεψη των ψυχιάτρων; Τους κάλεσαν εσπευσμένα να πάνε να εξετάσουν τον ασθενή νυχτιάτικα. Μετά τις 9 το βράδυ της 5ης Ιούλη 2002. Γιατί άραγε; Δε μπορούσαν να τον εξετάσουν την άλλη μέρα το πρωί; Σε τι συνίστατο το επείγον; Απάντηση δε δόθηκε. Να σας το πούμε εμείς, λοιπόν. Επρεπε να μπουν μέσα τη νύχτα ο Διώτης με το Σύρο και χρειάστηκαν την τυπική έγκριση των ψυχιάτρων. Μια τυπική έγκριση χρειαζόταν η Αντιτρομοκρατική και οι ψυχίατροι (η Θεοδωροπούλου και ο πανεπιστημιακός Μαντωνάκης), ως καλοί υπάλληλοι του κράτους, πήγαν και την έδωσαν. Οι ίδιοι λένε ότι η επίσκεψή τους κράτησε 15 με 20 λεπτά μόνο! Ας μη προσπαθούν να κοροϊδέψουν τον κόσμο. Εκείνοι που έλεγχαν την κατάσταση ήξεραν ότι ο Σάββας δεν ήθελε κανένα εξομολόγο. Να επικοινωνήσει με κάποιο δικό του άνθρωπο ήθελε, να δει τι γίνεται. Γι’ αυτό δεν του το επέτρεψαν και φώναξαν τους ψυχίατρους για να δώσουν το τυπικό «οκέι» να ξεκινήσει η ανάκριση (αν δεν είχε ξεκινήσει μια μέρα πριν, αμέσως μετά την αποσωλήνωσή του). Δε χρειαζόμαστε άλλη μαρτυρία γι’ αυτό, αφού το έχει πει ο ίδιος ο Διώτης σε συνέντευξή του στη Μάνδρου. Και για ένα άλλο λόγο δε θα ζητούσε τον πατέρα του ως εξομολόγο ο Σάββας, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ζητούσε εξομολόγο. Το είπε ο ίδιος στην πρώτη δίκη: «Πληροφοριακά να σας πω, ότι δεν εξομολογείται κανείς στον πατέρα του. Το αν ζήτησα τον πατέρα μου κι αν ο πατέρας μου βρισκόταν εκείνη τη στιγμή που λέτε ακριβώς απέξω και περίμενε με αγωνία να μάθει τι γίνεται και να με δει, αυτό νομίζω ότι είναι και δική σας ευθύνη που δεν τον στείλατε μέσα σαν συγγενή, όχι σαν εξομολόγο»!
Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμα. Εν προκειμένω, η κ. Θεοδωροπούλου συνελήφθη αντιφάσκουσα (για να μη πούμε ψευδόμενη). Στο πρώτο δικαστήριο, όταν ρωτήθηκε από τον εισαγγελέα για το συγκεκριμένο ζήτημα, απάντησε ως εξής: «Το θεώρησα έξω από την αρμοδιότητά μου και αν πράγματι ήθελε μια εξομολόγηση θα μπορούσε να το ζητήσει είτε από τη Μονάδα Νοσηλείας, στο προσωπικό της Μονάδας Νοσηλείας είτε από τους θεράποντες γιατρούς» (πρακτικά της 24.6.2003). Κα αργότερα, απαντώντας σε ερώτηση του προέδρου: «Η δική μου αρμοδιότητα δεν ήταν να καλέσω εξομολόγο. Ασφαλώς και υπήρχε η ευχέρεια αν ήθελε να εξομολογηθεί και την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα»! Και στο τέλος, ξεχνώντας τι είχε πει προηγούμενα (είχαν μεσολαβήσει κάποιες ώρες και ένας βομβαρδισμός ερωτήσεων από την υπςεράσπιση), απαντώντας σε ερώτηση του υπερασπιστή Δ. Παρασκευόπουλου: «Εγώ δεν θα μπορούσα να προβώ σε προσωπική ερμηνεία του αιτήματος της εξομολόγησης εφόσον ο ίδιος ο ασθενής δεν μου το επανέλαβε»! Πότε λέει αλήθεια η κυρία; Στην αρχή της εξέτασής της στην πρώτη δίκη, όταν ότι το αν επιτρέπεται ή όχι εξομολόγος δεν ήταν δική της αρμοδιότητα, προς το τέλος της εξέτασής της στην πρώτη δίκη, όταν έλεγε ότι στην ίδια ο Σάββας δεν επανέλαβε το αίτημα για εξομολόγηση, ή τώρα, που κατέθεσε ότι η ίδια απάντησε στο Σάββα ότι αυτό δε μπορούσε να γίνει; Λεπτομέρεια, θα πείτε. Χαρακτηριστική όμως για την αξιοπιστία της.
Διαπίστωσαν –όπως κατέθεσε η Θεοδωροπούλου- ότι οι γνωστικές λειτουργίες του ασθενή λειτουργούσαν μια χαρά και πως δε βρισκόταν υπό την επήρεια οποιασδήποτε ουσίας! Και πώς επικοινωνούσαν με έναν άνθρωπο που είχε δεμένα τα μάτια και είχε υποστεί ρήξη των δυο τυμπάνων; Οταν άρχισε να ρωτάει η υπεράσπιση, τα πράγματα άρχισαν να ζορίζουν. Κι όταν ζόριζαν πολύ, αναλάμβανε ο πρόεδρος να δώσει διευκρινίσεις (!), παίρνοντας υπό την προστασία του τη μάρτυρα. Πώς αποφάνθηκαν ότι δεν ήταν υπό την επήρεια οποιασδήποτε ουσίας ένας άνθρωπος που μόλις είχε αποσωληνωθεί και που έφερε βαρύτατα τραύματα; Οταν η ερώτηση υποβλήθηκε από την υπεράσπιση, η μάρτυρας πήγε να τα γυρίσει, γεγονός που ανάγκασε τον Α. Κωνσταντάκη να ζητήσει διακοπή για να ελεγχθεί τι ακριβώς είχε πει η μάρτυρας λίγο πριν, απαντώντας στον πρόεδρο.
Υπάρχει μια αρχή βγαλμένη από τη δικαστηριακή πρακτική: μάρτυρας που λέει αλήθεια δεν υπεκφεύγει. Η Θεοδωροπούλου υπέκφευγε συνεχώς. Στις περισσότερες ερωτήσεις δεν απαντούσε, παραπέμποντας σε άλλες ειδικότητες, λες και η ίδια δεν είναι γιατρός και δε γνωρίζει τα στοιχειώδη. ‘Η παρέπεμπε σε άλλες ειδικότητες ή δήλωνε άγνοια. Οπως για παράδειγμα στο αν ο Σάββας ήταν και δεμένος με ιμάντες στο κρεβάτι (ερώτηση Κουφοντίνα) και στο αν είχε καθετήρες, πόσους και σε ποια σημεία του σώματος (ερώτηση Γκουντούνα). Δεν είδε τίποτα –κατέθεσε- γιατί ο ασθενής ήταν σκεπασμένος με σεντόνι! Και σ’ αυτό το σημείο καλό είναι να ανατρέξουμε σ’ έναν αποκαλυπτικό διάλογο που έγινε στην πρώτη δίκη: «Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Τα χέρια του ήταν ελεύθερα; Σ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ: Ελεύθερα. Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Ηταν ελεύθερα; Σ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ: Δεν το είδα. Ηταν τα κλινοσκεπάσματα. Εχετε δίκιο. Ασφαλώς ναι. Ηταν σκεπασμένος ο άρρωστος. Το μόνο που δεν παρατήρησα. Εκείνο που ήμουν πολύ κοντά είδα ότι τα μάτια του ήταν καλυμμένα με επιδέσμους. Αυτό μπορώ να σας πω. Ο άρρωστος ήταν ξαπλωμένος». Γιατί η πρώτη αυθόρμητη αντίδρασή της ήταν να πει ένα ψέμα, ότι δηλαδή τα χέρια του Σάββα ήταν ελεύθερα; Και γιατί έσπευσε αμέσως να το διορθώσει, όταν είδε την αντίδραση του συνήγορου; Αλλη μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια για την αξιοπιστία της μάρτυρα.
Ιδού και μια άλλη «λεπτομέρεια» από την πρώτη δίκη: «Σ. ΞΗΡΟΣ: Θέλω να πω κάτι άλλο, για την όραση. Είπατε ότι με ρωτήσατε την ώρα. Με ρωτήσατε την ώρα ενώ ήμουν με κλειστά μάτια; Σ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ: Ο ασθενής ήταν με κλειστά μάτια και τον ρώτησα την ημέρα, την ημερομηνία και περίπου την ώρα και ήταν ακριβέστατος σ΄ αυτές τις απαντήσεις, όσον αφορά την ημερομηνία και περίπου την ώρα»! Ας δεχτούμε ότι ο Σάββας είχε καταφέρει να μάθει την ημερομηνία (γιατί να την υπολογίσει αποκλειόταν, αφού από τις 29 Ιούνη μέχρι τις 4 Ιούλη ήταν σε καταστολή και επομένως είχε χάσει κάθε επαφή με το χρόνο). Την ώρα, όμως, πώς κατάφερνε να την κρατά; Εδώ έξω είμαστε, χωρίς κανένα πρόβλημα, και κουβαλάμε ρολόγια για να βλέπουμε την ώρα…
Η Θεοδωροπούλου συνέχισε να δίνει αντιφατικές απαντήσεις. Ιδιαίτερα την ώρα της εξέτασής της από τη Γ. Κούρτοβικ. Εφασκε και αντίφαση μέσα σε δύο λεπτά, έχοντας χάσει πλέον την αυτοκυριαρχία της. Ηταν φανερό ότι προσπαθούσε να καλύψει τα νώτα της, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι είχε έρθει να δώσει μια κατάθεση «περιχαρακωμένη». Ξέρετε ποια είναι η βασική αμφισβήτηση (από την πρώτη δίκη ήδη); Αν επισκέφτηκε ποτέ και εξέτασε η Θεοδωροπούλου το Σάββα. Η επίσκεψή της δεν είναι πουθενά καταγραμμένη, μολονότι –όπως λέει- κλήθηκε επειγόντως βραδιάτικα (τη βρήκαν σ’ ένα φιλικό σπίτι, είπε). Η ίδια δεν ξαναπήγε ποτέ να επισκεφτεί το Σάββα. Εκανε διάγνωση με επίσκεψη ενός τετάρτου για ένα μη συνεργάσιμο ασθενή. Δε μπορούσε καν να περιγράψει την κατάσταση του ασθενούς που υποτίθεται ότι εξέτασε. Δε ζήτησε –είπε- τη λίστα των φαρμάκων που έπαιρνε ο ασθενής! Κατά τα άλλα, διαβεβαιώνει ότι δεν ήταν υπό την επήρεια κανενός φαρμάκου που να επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα, το οποίο κεντρικό νευρικό σύστημα δεν εξέτασε, όπως η ίδια κατέθεσε! Διαβεβαίωνε την Κούρτοβικ ότι ο ασθενής δεν έπαιρνε το φάρμακο «Ντόρμικουμ», ενώ μόλις πριν την είχε διαβεβαιώσει ότι δε ζήτησε κατάλογο των φαρμάκων που έπαιρνε! (Από το φάκελο του Σάββα προκύπτει ότι έπαιρνε «Ντόρμικουμ» και μετά την αποσωλήνωση).
Οταν η συνήγορος ρώτησε τη μάρτυρα πώς αξιολογεί το γεγονός ότι ένας άνθρωπος που απειλείται με πολλαπλά ισόβια δηλώνει ότι το καλοκαίρι θα πάει διακοπές με τον ανακριτή του (τον Σύρο) και ότι αγαπάει περισσότερο τον ανακριτή του από τη γυναίκα του, ο πρόεδρος απνευστί παρενέβη: «Μην απαντάτε, κυρία μάρτυς». Μια έκρηξη του Χριστόδουλου και η ήρεμη επιμονή της Κούρτοβικ τον υποχρέωσαν να ανακρούσει πρύμναν και να επιτρέψει την ερώτηση. Η Θεοδωροπούλου πεισματικά αρνήθηκε να απαντήσει, μολονότι η Κούρτοβικ έκανε απανωτές ερωτήσεις για διάφορες φορές του ίδιου ζητήματος. Η ψυχίατρος που επαίρεται για τις γνώσεις και την τριαντάχρονη εμπειρία της αρνήθηκε να πει δυο λόγια, θεωρητικά έστω, για ένα ζήτημα της αρμοδιότητάς της. Η μόνιμη επωδός της ήταν ότι αυτή μπορεί να μιλήσει μόνο για το τέταρτο που τον είδε!
Το θέμα της εξομολόγησης επανέφερε ο Χρ. Ξηρός, ρωτώντας ευθέως τη μάρτυρα: «Αυτό το περί εξομολόγησης από τον πατέρα του ποιος σας το είπε; Γιατί ο Σάββας αποκλείετε να σας το είπε. Είναι κι αυτός παπαδοπαίδι, όπως είμαι κι εγώ, μεγαλώσαμε μέσα στην εκκλησία, και ήξερε πολύ καλά ότι εξομολόγηση από τον πατέρα σου απαγορεύεται». Η Θεοδωροπούλου απάντησε ότι αυτό δεν της το είπε κανένας, αλλά το ζήτησε από την ίδια ο Σάββας! Να ξαναθυμίσουμε αυτό που είχε πει στην πρώτη δίκη: «Εγώ δεν θα μπορούσα να προβώ σε προσωπική ερμηνεία του αιτήματος της εξομολόγησης εφόσον ο ίδιος ο ασθενής δεν μου το επανέλαβε». Αυτό, βέβαια, δεν το θυμόταν ο Χριστόδουλος, για να την καρφώσει, αλλά τώρα που το γράφουμε εμείς πιστεύουμε ότι το ζήτημα θα επαναφερθεί. Ο Χριστόδουλος είπε ευθέως ότι η Θεοδωροπούλου είναι στημένη, γιατί αποκλείεται ο Σάββας να της είπε τέτοιο πράγμα. Αυτό το κατασκεύασε κάποιος που δεν ξέρει καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα. Ξέρετε ποια ήταν η απάντησή της; Οτι είναι η ίδια βαθιά θρησκευόμενη και κουβαλάει πάντοτε μια εικόνα στην τσάντα της! «Θέλετε να σας τη δείξω;», είπε στο Χριστόδουλο, κάνοντας πως δεν άκουσε τον εξάψαλμο που μόλις της είχε σύρει. «Οχι, δε χρειάζεται, έχω δει πολλούς να κουβαλάνε εικόνες», ήταν η πληρωμένη απάντηση του Χριστόδουλου.
Οι αντιφάσεις της Θεοδωροπούλου συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος. «Τον ρωτήσανε αν πονάει;», ρωτάει ο Γκουντούνας. «Ναι και μου έκανε εντύπωση που δεν πονούσε», απαντά. Μόλις ο συνήγορος της θύμισε ότι είχε ερωτηθεί και στο πρώτο δικαστήριο και απάντησε ότι δεν του έκαναν τέτοια ερώτηση, αμέσως γύρισε την πλάκα: «Μπορεί, δε θυμάμαι»!
Ο Μ. Πιταρίδης, ο εντατικολόγος που περιέθαλψε το Σάββα σε κρίσιμα διαστήματα της παραμονής του στον Ευαγγελισμό, περιέγραψε καταρχάς έναν πολυτραυματία που συνήλθε από την πολυήμερη καταστολή, έχοντας χαμένη την αίσθηση του χρόνου, που άρχισε να επικοινωνεί και να δείχνει τεράστια επιφυλακτικότητα (αρνιόταν π.χ. να πιει νερό και ήπιε μόνο όταν του είπε ο γιατρός να πιει πρώτος αυτός). Αναφέρθηκε σε νυχτερινό τηλεφώνημα που δέχτηκε από το διευθυντή του Χαρ. Ρούσσο, ο οποίος είχε ενημερωθεί από τον Διώτη (!!) ότι μπορεί την πρώτη νύχτα μετά την αποσωλήνωση να αυτοκτονήσει. Ο ίδιος, όμως, είχε ενημερώσει πως δεν εκτιμά να υπάρχει ενδεχόμενο αυτοκτονίας, γιατί ένας που σκοπεύει να αυτοκτονήσει δε δείχνει φόβο μη τυχόν και τον «αυτοκτονήσουν» άλλοι (αναφερόταν στο φόβο του να πιει νερό). Την επομένη «όταν άρχισαν όλα), όπως χαρακτηριστικά είπε, ο Πιταρίδης πήρε την άδειά του και έφυγε (μάλλον «την έκανε» ο άνθρωπος, γιατί ψυλλιάστηκε τι πρόκειται να ακολουθήσει). Οταν επέστρεψε από την άδειά του, βρήκε το Σάββα να συνεργάζεται με τις αρχές και να αποκαλεί τον Σύρο «ο Στέλιος»! «Ο Σάββας φώναξε την Αστυνομία και μίλησε», ήταν αυτό που έλεγαν όλοι οι γιατροί. Ο ίδιος είδε ένα Σάββα να ζητάει μόνος του να τον ξενυχτάνε ο Διώτης με το Σύρο και να απορρίπτει την πρόταση του γιατρού του να κοιμάται τα βράδια. Ακόμα και μια βραδιά που είχε μια αλλεργική αντίδραση και ο γιατρός ζήτησε από τον Διώτη να μην τον ανακρίνει, ο ίδιος ο Σάββας, όταν οι Διώτης και Σύρος ανέβηκαν να τον καληνυχτήσουν, τους ζήτησε να μείνουν για να συνεχίσουν την κουβέντα τους! Ο ίδιος ο Σάββας δεν του επέτρεψε να κάνει οποιαδήποτε παρέμβαση, είχε γίνει φίλος με τους ανακριτές του.
Ο Πιταρίδης εμφανίστηκε κατηγορηματικός: Κανένα ψυχοτρόπο φάρμακο δεν δόθηκε από τους γιατρούς, κανένα ψυχοτρόπο φάρμακο δεν πρέπει να δόθηκε από άλλους, γιατί θα το έπαιρναν είδηση οι νοσηλευτές και οι γιατροί. Δεν πιστεύω –είπε- ότι υπάρχουν τέτοια φάρμακα, γιατί αν υπήρχαν τότε θα τα χορηγούσαν νόμιμα στις ανακρίσεις, για να πάρουν αυτά που θέλουν! Στην προσπάθειά του να υπερασπίσει το «μαγαζί» που δουλεύει, έκανε τη γκάφα, γεγονός που ανάγκασε τον πρόεδρο να τον διορθώσει: «Μπορεί να υπάρχει κάποιο νομικό πρόβλημα στη χρήση τέτοιων ουσιών». Το γεγονός ότι δεν επιστράτευσε ιατρικά επιχειρήματα, αλλά επιχειρήματα καφενειακού τύπου (που δε στέκουν κιόλας, γιατί δικονομικά απαγορεύεται και διώκεται ως βασανιστήριο η χρήση κάθε ουσίας που οδηγεί σε στρέβλωση της συνείδησης) λέει πολλά.
Ο ίδιος, όταν έγινε η δήλωση της Αλίθια Ρομέρο «να προσέχουν αυτοί που έχουν πρόσβαση στις φλέβες του Σάββα», αναγκάστηκε να στείλει δείγματα αίματος για έλεγχο ψυχοτρόπων ουσιών. Αυτό έγινε στις 12 Ιούλη! Την απάντηση τη βρήκε όταν γύρισε από την άδειά του και αφορούσε μόνο τρία είδη. «Ιατρικά δεν ήμουνα ικανοποιημένος, γιατί δεν είχα κανένα λόγο να τα στείλω», ήταν η απάντησή του σε ερώτηση του προέδρου. Διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ότι αποκλείει τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, διότι δεν είδε κανένα σύμπτωμα. Ο άρρωστος θα είχε αλλάξει συνείδηση είπε! Και πώς εξηγεί αυτό που άφησε (έναν άνθρωπο καχύποπτο, που δεν έδειχνε εμπιστοσύνη ούτε στους γιατρούς) και αυτό που βρήκε (έναν άνθρωπο που είχε γίνει κώλος και βρακί με τους διώκτες του); Δεν είναι αυτό αλλαγή συνείδησης; Πώς εξηγείται; Ο απίθανος Λάμπρου είχε πει στην πρώτη δίκη, ότι ο Σάββας «επέστρεψε στο Χριστό»!!! Ο Πιταρίδης δε μπόρεσε να δώσει καμιά εξήγηση. «Δεν ξέρω, κέρδισαν την εμπιστοσύνη του», ήταν η αμήχανη απάντηση που έδωσε σε σχετικό ερώτημα του προέδρου! Ετσι απλά, γιατρέ; Χωρίς καμιά… βοήθεια, μέσα σε λίγες μέρες άλλαξε άρδην συμπεριφορά ένας αντάρτης πόλεων; Θα δούμε τι θα απαντήσει ο Πιταρίδης όταν τα ερωτήματα τεθούν πιο σκληρά. Επί του παρόντος, περιοριζόμαστε να θυμίσουμε μια δήλωση του πρώτου δικηγόρου του Σάββα, του Γ. Αγιοστρατίτη, που του επετράπη να δει τον εντολέα του μετά από 40 μέρες: «Οταν τον είδα, αντίκρισα ένα παιδί που έπασχε από σύνδρομο Ντάουν»!
ΥΓ1: Από τα ευτράπελα μπορείτε να τα χαρακτηρίσετε και κωμικοτραγικά) της διαδικασίας. Οταν ο λόγος αναπόφευκτα ήρθε στον περιβόητο Διώτη και στη διάσημη πλέον συνέντευξή του στη Μάνδρου (δημοσιεύτηκε στο «Βηmagazino» την παραμονή έναρξης της πρώτης δίκης), η εισαγγελέας της έδρας θεώρησε πρέπον να υπερασπιστεί το συνάδελφό της. Και τι βρήκε να πει η κ. Κουτζαμάνη; Οτι ο Διώτης ποτέ δεν επιβεβαίωσε ότι αυτή είναι δική του συνέντευξη! Αχ, κυρία Ευτέρπη, από γκάφα σε γκάφα πηγαίνετε. Θελήσατε να κάνετε καλό στο συνάδελφό σας και τον ψιλοκάψατε. Λέτε να τα ‘βγαλε από το μυαλό της η Μάνδρου αυτά που έγραψε στη συνέντευξη; Και καλά, τα λόγια του Διώτη ας πούμε ότι τα ‘βγαλε από το μυαλό της. Τις παιδικές φωτογραφίες με το Διώτη με φουστανέλα και γιαταγάνι (για να φανεί, ρε παιδί μου, ότι από μικρός φαινόταν πως θα γινόταν ήρωας), πού τις βρήκε; Διάρρηξη στο σπίτι του έκανε;
ΥΓ2: Οταν η Γ. Κούρτοβικ αναφέρθηκε στα όσα γράφονταν στον Τύπο, για την αγάπη που εξέφραζε ο Σάββας για τους ανακριτές του, η εισαγγελέας θεώρησε πρέπον να δηλώσει ότι αυτό δεν προκύπτει από τα πρακτικά! Πάει, χάθηκε η αίσθηση του γελοίου. Αν μη τι άλλο, ολόκληρη η Ελλάδα τα έχει διαβάσει αυτά στις εφημερίδες. Τα διοχέτευαν τότε ο Διώτης με το Σύρο, που δεν είχαν προβλέψει το τι θα ακολουθούσε (η ανάκληση των προανακριτικών ομολογιών). Χρειάζεται και λίγη πονηριά, κυρία Ευτέρπη. Ας λέγατε τουλάχιστον, ότι αυτά τα έβνγαλαν από το μυαλό τους οι δημοσιογράφοι. Οχι να επικαλείστε τα επίσημα πρακτικά.