Ο μάρτυρας Μπούας, βιβλιοδέτης, ήταν αυτόπτης μάρτυρας στην ενέργεια κατά Περατικού, καθώς αυτή έγινε μπροστά στο μαγαζί του. Εδειξε πως δεν ήταν ένας στημένος μάρτυρας, αλλά ένας άνθρωπος που προσπαθούσε να φέρει στη μνήμη του τα γεγονότα. Γι’ αυτό το λόγο είναι η αξιοσημείωτη η σύγχυση που παρουσίασε (την οποία και ο ίδιος δεν αρνήθηκε). Σύγχυση σε βαθμό που να μπερδεύει γεγονότα που είδε ο ίδιος με γεγονότα που άκουσε από άλλους ή διάβασε στον Τύπο. Για παράδειγμα, στο δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι είδε όλη τη φάση με τους πυροβολισμούς, επειδή βρισκόταν έξω από το μαγαζί και έκλεινε τα ρολά, ενώ στην προανακριτική του κατάθεση, ελάχιστες ώρες μετά το συμβάν, είχε πει ότι ήταν μέσα στο μαγαζί, μαζί με άλλα δυο άτομα, άκουσε τους πυροβολισμούς, βγήκε και είδε δυο άτομα με πιστόλια στα χέρια να φεύγουν και παρακολούθησε τα της διαφυγής τους, τα οποία είχε όντως καταγράψει με σχετική αξιοπιστία.
Μετά τις συλλήψεις του καλοκαιριού του 2002, δήλωσε ότι αναγνωρίζει τον Σάββα Ξηρό ως έναν από τους δυο που πυροβόλησαν τον Περατικό. Οπως αποδείχτηκε, όμως, και το παραδέχτηκε, τη σκηνή των πυροβολισμών δεν την είδε. «Εικασίες κάνουμε», παραδέχτηκε αφοπλιστικά. Το σημαντικότερο, όμως, είναι η περιγραφή των δραστών που έδωσε αρχικά, σε συνδυασμό με την αναγνώριση που έκανε. Περιέγραψε δύο άτομα, έναν ψηλό, ύψους περίπου 1.80 και έναν κοντύτερο, ύψους 1.70 με 1.75. Ως Σάββα αναγνωρίζει τον δεύτερο. Πέρα από την προφανή διαφορά ύψους από το 1.86, που είναι το ύψος του Σάββα, σημασία έχει η περιγραφή του δεύτερου, ο οποίος θα έπρεπε να είναι κάποιος με πραγματικό ύψος γύρω στο 1.90 με 1.95. Περιγραφή που δεν ταιριάζει σε κανένα από τους κατηγορούμενους και πάντως όχι στον Βασίλη Ξηρό, που είναι λίγο κοντύτερος από τον αδερφό του. Εχει σημασία αυτό, γιατί ο μάρτυρας κατέθεσε ότι το δεύτερο αυτό άτομο μοιάζει με τον Βασίλη, αλλά έχει πολλές αμφιβολίες γι’ αυτό. Και τι ήταν αυτό που τον κάνει να λέει και για τον Βασίλη; Το περπάτημά του, που ήταν ανάλαφρο, σαν να πατούσε στις μύτες των ποδιών! Η πλάκα είναι πως και στην προανακριτική του κατάθεση και στο πρώτο δικαστήριο αυτό το χαρακτηριστικό το απέδιδε στο άτομο που αναγνώρισε ως Σάββα!
Οταν του επισημαίνονταν οι αντιφάσεις του, ο Μπούας δεν είχε κανένα πρόβλημα να αλλάξει την άποψή του και να επικαλεστεί τη σύγχυση και το σοκ, ξεκαθαρίζοντας ότι πιο ακριβή είναι αυτά που έχει πει στην πρώτη κατάθεσή του, δυο ώρες μετά το συμβάν. Δεν φαινόταν στημένος, αν και παρασυρμένος από το κλίμα της τρομολαγνείας, την παρατεταμένη πλύση εγκεφάλου και την υποβολή στους μάρτυρες συγκεκριμένων παραστάσεων και συγκεκριμένων προσώπων. Δεν είχε τις αντοχές ενός Λουδάρου, που είχε πει ευθέως, όταν κλήθηκε να αναγνωρίσει πρόσωπα, «δε θα γίνουμε ρόμπες», αλλά δεν είχε και το θράσος των «αναγνωριστών». Γι’ αυτό λέμε ότι έχει σημασία η κατάθεση αυτού του λαϊκού ανθρώπου, που έδειχνε να τα ‘χει ψιλοχαμένα. Γιατί ξεμπροστιάζει όλους εκείνους τους «αναγνωριστές» που εμφανίζονται με βεβαιότητες, οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση όχι με τους ισχυρισμούς των κατηγορούμενων αλλά με τις δικές τους προανακριτικές καταθέσεις.
Αίσθηση δημιουργήθηκε στην αίθουσα, όταν ο Δ. Κουφοντίνας ρώτησε το μάρτυρα αν πριν μπει στην αίθουσα συνομίλησε με κάποιο άτομο και αν αυτό του συστήθηκε. Ο Μπούας απάντησε ότι όντως συνομίλησε με τον υιό Περατικό! Συνεχίζοντας, ο Δ. Κουφοντίνας κατήγγειλε ότι μέλη της οικογένειας Περατικού ή κάποιος γραμματέας τηλεφωνούν σε μάρτυρες και προσπαθούν να τους επηρεάσουν για το τι θα καταθέσουν. Η πολιτική αγωγή (Ε. Βόζεμπεργκ) περιορίστηκε σε μια χλιαρή (και με χαμόγελο) διάψευση, χωρίς να δώσει συνέχεια στο θέμα. Προφανώς, έκρινε ότι η επέκταση της συζήτησης δεν συνέφερε. Το αναμφισβήτητο γεγονός της προσέγγισης ενός τουλάχιστον μάρτυρα, και μάλιστα έξω από τη δικαστική αίθουσα, εξηγεί εν πολλοίς και την προσπάθεια που έκανε ο Μπούας να «βελτιώσει» την κατάθεσή του προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης του Β. Ξηρού, χωρίς όμως να έχει προετοιμαστεί κατάλληλα. Γι’ αυτό και έπεφτε σε συνεχείς αντιφάσεις και δεν είχε κανένα πρόβλημα να αλλάζει διαρκώς τις περιγραφές και τους ισχυρισμούς του.
Οταν τελείωσε ο Μπούας, ο Χριστόδουλος Ξηρός έκανε την παρακάτω δήλωση:
«Θέλω να σημειώσω ότι με τέτοιους άθλιους μάρτυρες – είδατε πως τα παράστησε εδώ ο κύριος που έφυγε προηγουμένως – θέλω να τονίσω ότι με τέτοιους άθλιους μάρτυρες το πρώτο δικαστήριο μας έριξε 55 ισόβια και 10.000 χρόνια φυλακή. Με τέτοιους μάρτυρες. Και θα σημειώσω, επίσης, την πολύ έντονη χειρονομία της κ. εισαγγελέως για τη διανοητική κατάσταση του μάρτυρα, την οποία ελπίζω να την εκφράσει και στην αγόρευσή της, αφού θέλει να συνεισφέρει στο δικαστήριο την αλήθεια. Και μια τελευταία απορία: πώς θα καταφέρετε να φυλακίσετε κατά 70% τον αδελφό μου και κατά 30% να τον απελευθερώσετε;».
Η υπόθεση Περατικού διακόπηκε για τις 5 Ιούνη. Την 1η Ιούνη θα συζητηθεί η υπόθεση Σόντερς.
ΛΗΣΤΕΙΑ ΕΛΤΑ ΠΑΤΗΣΙΩΝ
Ο μάρτυρας Παπαπάνος, αστυνομικός-φρουρός στα ΕΛΤΑ Πατησίων, ήταν ο ορισμός της αθλιότητας. Οχι μόνο για τα παραμύθια που αράδιασε, αλλά και για τον τρόπο που έδρασε στη διάρκεια της ληστείας.
Ιδού το σενάριό του: Μπήκαν μέσα δυο άνθρωποι. Ο ένας τον σημάδεψε με περίστροφο και του είπε «ακίνητος, ληστεία». Αυτός έκανε ελιγμούς (!!) με σκοπό να οπλίσει και να πυροβολήσει και τότε άρχισαν να του ρίχνουν και τον χτύπησαν. Αδειασαν δυο πιστόλια! Του έπεσε το αυτόματο, έβγαλε το περίστροφο και έριξε μία σφαίρα. Μόλις έριξε τη σφαίρα, του είπαν «α, έχουμε και τέτοια» και στη συνέχεια τον απείλησαν ότι θα σκοτώσουν την ταμία. Αυτός τους είπε να πάρουν τα χρήματα και να φύγουν. Ετσι και έγινε και τότε αυτός τους κυνήγησε και τους έριξε μια σφαίρα στο αυτοκίνητο με το οποίο έφευγαν στην Πατησίων.
Προσέξτε τώρα τις αντιφάσεις από την ίδια του την κατάθεση. Ηθελαν να τον σκοτώσουν: αν ήθελαν να τον σκοτώσουν, με το που κινήθηκε μπορούσαν να το κάνουν αμέσως, αφού τον είχαν σε απόσταση δυο μέτρων. Τραυματίστηκε βαριά: και τότε πώς τους κυνήγησε στην Πατησίων; (Ας αφήσουμε πως έχει νοσηλευτεί μόλις δυο μέρες).
Ομως το παραμύθι του γίνεται σκόνη από τα στοιχεία της πραγματογνωμοσύνης και απ’ αυτά που είπε ο Τσελέντης, που ομολογεί ότι ήταν στη ληστεία. Μόλις δηλώθηκε η πρόθεση της ληστείας, ο Παπαπάνος κρύφτηκε σ’ ένα αποθηκάκι. Αντί να καθήσει εκεί, βγήκε και έριξε δυο σφαίρες κατά του ενός από τους δράστες (ο Τσελέντης λέει ότι ήταν αυτός). Πράγματι, η πραγματογνωμοσύνη αναφέρει ότι στο περίστροφό του βρέθηκαν δυο άδειοι κάλυκες και οι βολίδες βρέθηκαν καρφωμένες στον τοίχο, εκεί που περιγράφει και ο Τσελέντης. Αρα, παραμύθι ότι τους κυνήγησε στην Πατησίων και έριξε μια σφαίρα στο αυτοκίνητο διαφυγής. Οταν, λοιπόν, άρχισε να ρίχνει, ο ένας από τους δύο απάντησε στα πυρά. Η πραγματογνωμοσύνη είναι σαφής και ως προς αυτό: όλες οι σφαίρες έχουν ριχτεί από ένα όπλο.
Αντί, λοιπόν, να καθήσει στο αποθηκάκι και να αφήσει τους ληστές να πάρουν τα χρήματα (για 10 εκατομμύρια μιλάμε, που είναι και ασφαλισμένα), πήγε να το παίξει μάγκας, βάζοντας σε κίνδυνο τόσες ζωές. Κι ύστερα, για να καλυφτεί στην υπηρεσία του, έφτιαξε το παραμύθι. Ενα παραμύθι που από το καλοκαίρι του 2002 πήρε και ονοματεπώνυμο: «Κατά 90% ήταν ο Κουφοντίνας». Οταν ο ίδιος λέει πως οι δράστες «ήταν καμουφλαρισμένοι», μιλάει για «μούσια και μαύρα γυαλιά» κτλ.! Για τον Κουφοντίνα δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία (έτσι κι αλλιώς μιλά μόνο για τις ενέργειες την πολιτική ευθύνη των οποίων έχει αναλάβει η 17Ν και ποτέ για τον εαυτό του), όμως το δείγμα αυτό της αθλιότητας αποτελεί μέτρο για όλους τους ανάλογους ψευδομάρτυρες «αναγνωριστές».
Η μάρτυρας Απάκη, πελάτισσα του υποκαταστήματος, δε φώτισε ιδιαίτερα την υπόθεση. Το ίδιο και η μάρτυρας Λούτα, ταμίας του Ταμιευτήριου. Το σοκ από τη ληστεία και το πιστολίδι και η σύγχυση που τους προκάλεσε έχουν, φυσιολογικά, θολώσει τη μνήμη ως προς τα γεγονότα. Πάντως, δεν επιβεβαίωσαν σε τίποτα τον Παπαπάνο και το παραμύθι του. Η Λούτα, για παράδειγμα, κατέθεσε ότι άκουσε να του φωνάζουν «πέτα το πιστόλι» κι αυτός δεν το πέταγε. Δε θυμόταν και καλά, όμως. Δε θυμόταν καν αν η ίδια ή κάποια συνάδελφός της του φώναξε να πετάξει το όπλο. Αποτελούν και οι δύο αυτές μάρτυρες μέτρο σύγκρισης, προς την αντίθετη κατεύθυνση, βέβαια. Γιατί δεν επέδειξαν καμιά προθυμία αναγνωρίσεων και λοιπών ευαρέστων πράξεων. Μετέφεραν στο δικαστήριο εντίμως τη σύγχυση που κάθε άνθρωπος έχει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν καλείται να αναπλάσει στη μνήμη του γεγονότα πολλά χρόνια μετά από τότε που έγιναν.
Η συνεδρίαση ολοκληρώθηκε με την ανάγνωση των εγγράφων.