Η δικηγόρος Αντωνία Λεγάκη, μέλος της Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας, μιας επιτροπής με πλούσια δράση, ξεκίνησε την κατάθεσή της στο δικαστήριο υπενθυμίζοντας το ιστορικό γέννησης αυτής της επιτροπής. Ηταν τις μέρες της τρομοϋστερίας του Ιούλη του 2002, όταν τα ΜΜΕ έστηναν δίκες και δίκαζαν ανθρώπους ή φωτογράφιζαν» άλλους. Τις μέρες του Ευαγγελισμού, όταν ένας άνθρωπος, ο Σάββας Ξηρός, σοβαρά τραυματισμένος, βρισκόταν σε ένα αδιευκρίνιστο καθεστώς: συλληφθείς – μη συλληφθείς, κατηγορούμενος – μη κατηγορούμενος και ταυτόχρονα του απαγορευόταν οποιαδήποτε επαφή με τους οικείους και τους συνηγόρους του. Υπήρξε και προσφυγή του συνηγόρου του στον ΔΣΑ και ήταν γενική η εκτίμηση στους νομικούς κύκλους ότι υπήρχε σοβαρότατη παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος. Μια παράταξη του ΔΣΑ πήρε τότε την πρωτοβουλία και οργάνωσε μια συνέντευξη Τύπου, με τη συμμετοχή διαπρεπών νομικών, μεταξύ των οποίων και οι καθηγητές Μανωλεδάκης και Παρασκευόπουλος. Στο τέλος αυτής της συνέντευξης γεννήθηκε η Επιτροπή Συνταγματικών Δικαιωμάτων, μια ανοιχτή επιτροπή η οποία έκτοτε λειτουργεί ανελλιπώς και πλαισιώνεται από πολλούς δικηγόρους.
Θυμάμαι –είπε η Α. Λεγάκη- τον καθηγητή Μανωλεδάκη να δηλώνει σε εκείνη τη συνέντευξη Τύπου, ότι σήμερα ο μέσος πολίτης δεν φοβάται μη βρεθεί στη θέση του Σάββα Ξηρού, αλλά μη βρεθεί στη θέση του μικροεπαγγελματία της γειτονιάς που του επισκεύασε την τηλεόραση και την πηγαινοέφερναν στην Ασφάλεια, μέχρι να αποδειχτεί ότι απλώς του είχε επισκευάσει την τηλεόραση.
Η μάρτυρας ήταν σαφής: ένας άνθρωπος με όλη αυτή τη βλάβη της υγείας (αναφέρθηκε στις σοβαρότατες βλάβες του Σάββα) δεν θα μπορούσε, με βάση την κοινή πείρα, να έχει εκείνη την επαφή με το περιβάλλον που απαιτείται για να καταθέσει και μάλιστα για τόσο σοβαρές κατηγορίες. Εδώ ένα Ponstan παίρνουμε και αισθανόμαστε ζαλάδα και θολούρα. Τι ήταν να το πει; Με το γνωστό ειρωνικό και απαξιωτικό ύφος της η εισαγγελέας επιτίμησε τη μάρτυρα, χωρίς να σέβεται καν τη δικηγορική της ιδιότητα: «Εσείς το Ponstan το παίρνετε για να ζαλιστείτε; Γιατί εγώ και όλος ο κόσμος το παίρνουμε για να καθαρίσει το μυαλό»! Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκε και το παράδειγμα της αντίδρασης του πατέρα της μετά τη νάρκωση για μια εγχείριση σκωληκοειδήτιδας, στο οποίο αναφέρθηκε η μάρτυρας. «Πριν σαράντα χρόνια», ακούστηκε μια ειρωνική γυναικεία φωνή από την έδρα! Η κ. Λεγάκη διατήρησε την ψυχραιμία της και απάντησε ότι το περιστατικό έγινε πριν μερικά χρόνια. Ο Α. Κωνσταντάκης δεν παρέλειψε να σχολιάσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι δικηγόροι και οι μάρτυρες σ’ αυτή τη δίκη.
Οι εισαγγελείς, συνεπικουρούμενοι από τον πρόεδρο, προσπαθούσαν με ιατρικής φύσης ερωτήσεις να βγάλουν έμμεσα το συμπέρασμα, ότι η μάρτυρας μιλάει στον αέρα. Η Α. Λεγάκη, όμως, ήταν σαφής: δεν ήρθα να αντιδικήσω με κανένα γιατρό, με βάση την κοινή πείρα μιλώ. Αυτή της η θέση ενισχύθηκε, όταν ο Α. Κωνσταντάκης της έδειξε τη γνωστή φωτογραφία του πολυτραυματία Σάββα (τη μοναδική που έχει δημοσιευτεί) και ρώτησε αν αυτός ο άνθρωπος ήταν σε θέση να καταθέσει. Η μάρτυρας δήλωσε συγκλονισμένη από τη φωτογραφία, την οποία –όπως είπε- δεν είχε ξαναδεί και απάντησε ότι στο ερώτημα δεν χωρεί άλλη απάντηση: η ανάκριση ενός ανθρώπου σ’ αυτή την κατάσταση συνιστά βασανιστήριο. Εμφανώς ενοχλημένη πετάχτηκε η εφέτης Παναγιώτου και με το ανάλογο ύφος είπε ότι η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στις 29 Ιούνη, στο Τζάννειο, υπονοώντας εμμέσως ότι ο συνήγορος προσπάθησε να παραπλανήσει τη μάρτυρα. «Σε μια βδομάδα έγινε καλά;», απάντησε ο Α. Κωνσταντάκης και συνέχισε σχολιάζοντας ότι μεγάλη μερίδα των ελλήνων δικαστών διαβάζουν μισή τη διάταξη για την αρχή της ηθικής απόδειξης. Τη διαβάζουν ως διάταξη που τους επιτρέπει να ερμηνεύουν όπως θέλουν το αποδεικτικό υλικό και όχι με βάση τα διδάγματα της επιστήμης και της κοινής πείρας. Ο πρόεδρος, αντιλαμβανόμενος τη γκάφα της συναδέλφου του, έκλεισε τη σχετική συζήτηση με την παρατήρηση ότι η δικαστής έκανε απλώς μια διευκρίνιση. Ομως, η ζημιά είχε γίνει. Η δικαστής εξέφρασε άποψη και για μια ακόμη φορά απέδειξε πόσο αμερόληπτα και απροκατάληπτα κρίνει τις αποδείξεις.
Η Α. Λεγάκη χαρακτήρισε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας τη διαπόμπευση των κατηγορούμενων, με τη μεταφορά τους με τα «Τσερόκι» και τους πάνοπλους αστυνομικούς, σε απευθείας τηλεοπτική σύνδεση. Σ’ αυτό το σημείο το έργο της αμφισβήτησης ανέλαβε ο πρόεδρος (χωρίς ειρωνεία και απαξία, οφείλουμε να πούμε). «Δεν έπρεπε η Αστυνομία να προστατεύσει τους κατηγορούμενους; Τα τζιπ αυτά ήταν αλεξίσφαιρα, όπως πληροφορηθήκαμε». «Τι να κάνει η Αστυνομία για να εμποδίσει τα κανάλια;». Η μάρτυρας είχε απαντήσεις σαφέστατες και πάλι: Η υπεράσπιση του τεκμηρίου αθωότητας είναι καθήκον της Πολιτείας, όχι του κατηγορούμενου, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα, ή του συνηγόρου. Η Πολιτεία όφειλε να κάνει αυτό που κάνει σήμερα: να απαγορεύσει τις κάμερες. Χθες ή προχθές το ΕΣΡ επέβαλε πρόστιμα σε τηλεοπτικούς σταθμούς, επειδή μετέδωσαν εικόνες των κατηγορουμένων για την υπόθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Η δικηγόρος, απαντώντας σε ερωτήσεις των συναδέλφων της υπερασπιστών, είχε τη δυνατότητα να αναφερθεί και σε όλα τα άλλα ζητήματα κραυγαλέων δικονομικών παραβιάσεων, που τις χαρακτήρισε «ρωγμές στο συνταγματικό νομικό μας πολιτισμό». Οι παρεμβάσεις του προέδρου ήταν και πάλι συνεχείς και όλες έτειναν στον ισχυρισμό, ότι ο Σάββας ήταν ικανός απ’ όλες τις απόψεις να καταθέσει. Η εφέτης Γιαννούκου επανήλθε, διαβάζοντας στη μάρτυρα απόσπασμα από τη γνωστή «συνέντευξη» Σάββα στον Τριανταφυλλόπουλο, στην οποία έλεγε ότι με το που ξύπνησε άρχισε να μαζεύει στοιχεία και να κάνει λογικούς συλλογισμούς για το πού βρίσκεται. Συμπέρασμα; Μια χαρά ήταν οι νοητικές λειτουργίες του Σάββα. Μόνο που «ξέχασε» η εφέτης να διαβάσει στη μάρτυρα και τα υπόλοιπα που είπε ο Σάββας. Για τις παραισθήσεις που άρχισε να έχει, για τους θορύβους ραπτομηχανής και τα κίτρινα χρώματα, για την προσπάθειά του να τσακίσει τα σωληνάκια, για την πλήρη υποταγή του στους ανακριτές στη συνέχεια κ.λπ. «Ξέχασε», δηλαδή, η… αμερόληπτη δικαστής να ενημερώσει τη μάρτυρα για τις δυο φάσεις του Σάββα, έτσι όπως ο ίδιος τις έχει περιγράψει! Θυμίζουμε ότι ο Δ. Κουφοντίνας έχει δηλώσει, ότι ο Σάββας της πρώτης μέρας, που αρνείται να πει ακόμα και τ’ όνομά του, που αρνείται να πιει το νερό που του προσφέρει ο γιατρός (μαρτυρία του εντατικολόγου Πιταρίδη), είναι «ο Σάββας που αναγνωρίζω», ενώ ο μετέπειτα «είναι ένας άλλος Σάββας, που δεν τον αναγνωρίζω». Και γιατρός Κ. Νικηφοράκης κατέθεσε ότι αυτές οι θεαματικές μεταστροφές δεν γίνονται με θεϊκή παρέμβαση ή με το ροδόνερο.
Μετά την κατάθεση της Α. Λεγάκη κατατέθηκαν από τον Ηρ. Κωστάρη και διαβάστηκαν τρία έγγραφα: Ενα κείμενο συμπράστασης με υπογραφές, ένα δημοσίευμα της «Ελευθεροτυπίας» και ένα κείμενο των Δημούλη-Γαβριηλίδη, που αναφέρονταν στην υπόθεσή του, στη δίωξη, δίκη και καταδίκη χωρίς στοιχεία, επειδή αυτό αποτελεί απαίτηση της οικογένειας Μητσοτάκη.
Ο Ι. Μυλωνάς κατέθεσε στο δικαστήριο το βιβλίο που έχει εκδοθεί και περιλαμβάνει την αγόρευσή του στην πρώτη δίκη («Γιατί δεν ήταν δίκαιη η δίκη», εκδόσεις Προσκήνιο). Εξήγησε ότι θέλει να θεωρηθεί αναγνωσθέν, ώστε στην αγόρευσή του σ’ αυτή τη δίκη να μη χρειαστεί να επαναλάβει σημεία με νομική ανάλυση, αλλά να κάνει παραπομπές σε σελίδες του βιβλίου του. Οι εισαγγελείς, όμως, είχαν άλλη άποψη και υποστήριξαν το πρωτοφανές, ότι ένα βιβλίο δε μπορεί να θεωρηθεί έγγραφο, επειδή περιλαμβάνει αγόρευση συνηγόρου! Ο Ι. Μυλωνάς, αφού εξέφρασε την έκπληξή του για το πρωτοφανές της εισαγγελικής πρότασης, εξήγησε και πάλι ότι ζήτησε να θεωρηθεί αναγνωσθέν το βιβλίο του για λόγους οικονομίας χρόνου και πως δεν έχει κανένα πρόβλημα να αγορεύσει το διπλάσιο χρόνο, διαβάζοντας από το βιβλίο του τις σχετικές περικοπές. Το αίτημα υποστήριξε και ο Γ. Γκουντούνας, που ξεκαθάρισε ότι κάθε βιβλίο είναι έγγραφο και δεν μπορεί να υπάρξουν εξαιρέσεις. Το δικαστήριο, με διάσκεψη επί της έδρας, αποφάσισε ότι το συγκεκριμένο βιβλίο δεν κρίνεται αναγνωστέο! Για ποιο λόγο δεν εξήγησε, αλλά μπορούμε να τον καταλάβουμε εύκολα. Το βιβλίο περιλαμβάνει μια γενικότερης σημασίας νομική επιχειρηματολογία και δεν θέλουν αυτή η επιχειρηματολογία να περιληφθεί στα πρακτικά της δίκης με τη μορφή αναγνωστέου εγγράφου. Γιατί στα επίσημα πρακτικά στο τέλος θα βάλουν ελάχιστα πράγματα από τις αγορεύσεις των συνηγόρων, ως είθισται. «Εκπλήσσομαι, δυστυχώς, για την εγκατάλειψη στοιχειωδών νομικών κανόνων από το δικαστήριό σας», σχολίασε ο Ι. Μυλωνάς, ενώ ο πρόεδρος έκοψε κάθε συζήτηση.
Τελευταίος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Καράμπελας, ο οποίος παρενθετικά αναφέρθηκε στην αρχή στην υπόθεση με το Ponstan, που είχε συζητηθεί προηγούμενα. Στο χτεσινό ένθετο για την Υγεία της «Ελευθεροτυπίας» -είπε- το Ponstan αναφέρεται στα φάρμακα που όταν τα παίρνει κανείς δεν πρέπει να οδηγεί! Προφανώς, ισχύει το αντίστροφο από αυτό που είπε η εισαγγελέας. Μάλλον αυτή είναι η μόνη που παίρνει Ponstan «για να καθαρίσει το μυαλό». Είναι φαίνεται… ζήτημα οργανισμού.
Ο Γ. Καράμπελας αναφέρθηκε στο βιβλίο του «Το ελληνικό αντάρτικο πόλεων», το οποίο είχε ως σκοπό να βάλει το φαινόμενο της ένοπλης λαϊκής βίας στη σωστή πολιτική του διάσταση, διαλύοντας τους μύθους περί μυστικών υπηρεσιών. Το φαινόμενο αυτό ήταν καινούργιο μεν στην Ελλάδα, ευρύτατα όμως αναπτυγμένο σε όλο τον κόσμο (ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε διεθνή παραδείγματα). Στη συνέχεια μίλησε για τη γέννηση των οργανώσεων του ένοπλου μετά τη μεταπολίτευση, τις οποίες ενέταξε στο χώρο της επαναστατικής Αριστεράς. Αναφέρθηκε στις συνθήκες της μεταπολίτευσης, στη συνέχεια του κρατικού μηχανισμού, στην ατιμωρησία των ανθρώπων της χούντας, στα εγκλήματα των βιομηχάνων, στην αδικία, την αυθαιρεσία και τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους, στα σκάνδαλα κλπ., χαρακτηριστικά που ισχύουν μέχρι και σήμερα, παρά την εναλλαγή των κυβερνήσεων. Την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης –είπε- ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του λαού συμφωνεί με την ένοπλη λαϊκή βία. Ολοι λέγανε «καλά του κάνανε», «ν’ αγιάσουν τα χέρια τους». Στις εκλογές πέφτανε στις κάλπες ψηφοδέλτια «17Ν» (13.000 τέτοια ψηφοδέλτια καταμετρήθηκαν σε μια εκλογική αναμέτρηση από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ). Τα πρώτα χρόνια το ποσοστό αυτών των ανθρώπων μπορεί να ξεπερνούσε και το 50%, ενώ ένα 5% φλέρταρε με την ένοπλη πάλη.
Θέλω να πω –κατέληξε ο Γ. Καράμπελας- δεν είναι θέμα κάποιων τρελών που πήραν τα όπλα. Ούτε ήταν οργανώσεις που δρούσαν ως τιμωροί, όπως οι ασασίνοι το μεσαίωνα ή αργότερα κάποιοι διανοούμενοι που δρούσαν με τη μορφή της ατομικής τρομοκρατίας. Η 17Ν δεν έχει σχέση με τιμωρούς, όπως δεν έχει και με δράση τύπου Κου-Κλουξ-Κλαν. Ο επαναστάτης σκοτώνει γιατί έχει μέσα στην ψυχή του ένα πολύ μεγάλο όραμα. Το όραμα αυτό είναι που έχει στηθεί πάνω του ο σημερινός κόσμος. Εχουν χυθεί ποτάμια αίμα γι’ αυτό και από τις δυο πλευρές. Και από την πλευρά των κυβερνήσεων και από την πλευρά των καταπιεσμένων. Εγώ δε μπορώ να δεχτώ ότι οι άνθρωποι που ανήκαν στη 17Ν είχαν ταπεινά ελατήρια, είχαν τα κίνητρα ενός ρεμαλιού. Αν δω τον Βαρδινογιάννη να κάθεται στο σκαμνί για τους ανθρώπους που σκοτώθηκαν στις επιχειρήσεις του –είπε ο Γ. Καράμπελας με δυσκολία κρύβοντας την οργή του- τότε θα δεχτώ και εγώ να δικαστώ για πράγματα που έχω κάνει. Αν είναι κάτι για το οποίο ντρέπομαι –κατέληξε- είναι που δεν είχα τη δύναμη να πάρω και γω ένα πιστόλι.
Ο Γ. Καράμπελας αναφέρθηκε και στο στήσιμο της υπόθεσης από την Ασφάλεια. Επικαλούμενος τη δημοσιογραφική του εμπειρία και αναφερόμενος στις κραυγαλέες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των κατηγορούμενων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι 9 στους 10 δεν έχουν σχέση με την υπόθεση. Αν είχαν τσίπα –είπε, αναφερόμενος στις διωκτικές αρχές- δεν θα έκαναν αυτά που έκαναν. Το κεφάλι μου το κόβω, στη μηχανή του κιμά να με βάλετε –κατέληξε- δεν υπάρχει περίπτωση να δεχτώ ότι αυτή η υπόθεση με τις συλλήψεις για τη 17Ν είναι καθαρή. Και έφερε ως παράδειγμα σκευωρίες που έχουν στηθεί στο παρελθόν. Ακόμα και ένας ηλίθιος –είπε- που θ’ ακούσει εδώ το Χριστόδουλο Ξηρό να μιλάει και μάθει κιόλας ότι έχει μια πολύχρονη δράση στο χώρο και διαβάσει και την κατάθεσή του στην Αντιτρομοκρατική, θα καταλάβει ότι δεν είναι δική του. Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που είναι στην ΠΠΣΠ το 1975-80 να μιλάει με αστυνομική ορολογία; Αυτό είναι αδιανόητο.
Η κατάθεση του Γ. Καράμπελα θα συνεχιστεί και αύριο.
Από την έδρα η γνωστή τακτική απέναντι στους μάρτυρες που στέκονται στην πολιτική διάσταση της υπόθεσης: καμία ερώτηση. Ούτε καν για τα όσα περί «στησίματος» κατέθεσε ο Καράμπελας. Ερωτήσεις ειδικά πάνω σ’ αυτό το ζήτημα έγιναν από τον Χρ. Ξηρό και τον Γ. Γκουντούνα και ο Γ. Καράμπελας απάντησε προσφέροντας με καταιγιστικό ρυθμό επιχειρηματολογία και παραδείγματα.
ΥΓ1: Εδώ και μερικές μέρες το δικαστήριο έχει αλλάξει άρδην τακτική στο ζήτημα της «οικονομίας της δίκης». Οχι μόνο δεν πιέζει για επίσπευση, αλλά (με σύμφωνη γνώμη και της εισαγγελικής έδρας), διέκοψε τη δίκη για τη μέρα εκδίκασης της αίτησης αποφυλάκισης του Σάββα Ξηρού και δυο μέρες για τις εκλογές. Φαίνεται πως το πήραν όλοι απόφαση πως η υπόθεση Τσάντες-Βελούτσου θα παραγραφεί και οι Αμερικανοί (που ασκούσαν την πίεση μέσω του εκπροσώπου τους) έδωσαν την άδεια να συνεχιστεί η δίκη με κανονικό ρυθμό, για να σωθούν τώρα στο τέλος κάποια προσχήματα.
ΥΓ2: Η εισαγγελέας δεν απέφυγε τα απαξιωτικά σχόλια και γι’ αυτόν τον μάρτυρα, αλλά εκτός μικροφώνου για να μη καταγράφονται στα πρακτικά. Κάποια στιγμή ο Γ. Καράμπελας αγανάκτισε και την επιτίμησε, διαμαρτυρόμενος έντονα. Της θύμισε, μάλιστα, ότι μόλις ανέβηκε στο βήμα και τον είδε να κρατάει το βιβλίο του, σχολίασε ειρωνικά: «Τι, θα το διαβάσουμε κι αυτό τώρα;». Εξεστω…