Ο Γ. Γκουντούνας συνέχισε την αγόρευσή του, αγνοώντας τις παρεμβάσεις του προέδρου, που του ζητούσε να περιοριστεί στα σχετικά με τον τρόπο λήψης της προανακριτικής «απολογίας» του Χρ. Ξηρού και ν’ αφήσει τα ζητήματα ουσίας. Και έκανε καλά, κατά τη γνώμη μας, ο συνήγορος, γιατί δεν μπορεί να εξετάσεις την καταγγελία του Χριστόδουλου, χωρίς να μπεις στην ουσία. Γιατί; Γιατί μάρτυρες που να ήταν μπροστά, όταν ο Χριστόδουλος ανακρινόταν στην Αντιτρομοκρατική, δεν υπάρχουν. Αλλωστε, το ίδιο το δικαστήριο απέρριψε όλα τα αιτήματα να κληθούν ο Σύρος, ο Νασιάκος, ο Χρυσοχοΐδης ή κάποιος τέλος πάντων από την Αντιτρομοκρατική. Πώς θα αποδείξει, λοιπόν, ο κατηγορούμενος ότι αυτή η προανακριτική «απολογία» δεν είναι δική του, αλλά κατασκεύασμα της Αντιτρομοκρατικής, το οποίο ο ίδιος αναγκάστηκε να υπογράψει; Μόνο αν πιάσει την ουσία του κειμένου που υπέγραψε και προσπαθήσει να αποδείξει –με αναφορές και στην προσωπικότητά του και στη ζωή του και στην πολιτική του διαδρομή- ότι αυτός που περιγράφεται σ’ αυτή την «ομολογία» δεν είναι ο ίδιος, γιατί ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ να είναι ο ίδιος.
Σε ό,τι αφορά το νομικό σκέλος των καταγγελιών του Χριστόδουλου και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει το δικαστήριο να προσεγγίσει το ζήτημα (ερμηνεύοντας τις αμφιβολίες υπέρ του κατηγορούμενου, όπως απαιτεί η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ), το θέμα κάλυψε [πλήρως ο Α. Κωνσταντάκης. Ο Γ. Γκουντούνας επιφορτίστηκε με το καθήκον να προσεγγίσει το ζήτημα πραγματολογικά. Να ξεκινήσει από τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την προσωπικότητα, τη ζωή και την πολιτική διαδρομή του Χριστόδουλου (περιστατικά που περιγράφηκαν από δεκάδες μάρτυρες που κατέθεσαν στο δικαστήριο) και συγκρίνοντας την πραγματικότητα που λέγεται «Χριστόδουλος» με την κατασκευασμένη πραγματικότητα της προανακριτικής του «απολογίας», να αποδείξει ότι αυτή είναι εξ ολοκλήρου ψευδής και γι’ αυτό κατασκευασμένη. Νομίζουμε ότι ο Γκουντούνας το κατάφερε αυτό. Το ρεπορτάζ δε μπορεί να αποδώσει μια πολύωρη αγόρευση, ούτε καν με τίτλους. Γι’ αυτό παραπέμπουμε στο πλήρες κείμενο της αγόρευσης (όπως και των άλλων συνηγόρων, άλλωστε), που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της «Κ» (www.eksegersi.gr).
«Δεν έχετε κανένα στοιχείο για να με δικάσετε και το ξέρετε καλά. Ομως είσαστε ένα ταξικό δικαστήριο που εκτελεί εντολές. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο παράδειγμα παγκοσμίως, που κάποιος καταδικάζεται σε δέκα ισόβια, χωρίς μια δαχτυλιά, χωρίς ένα γράμμα, χωρίς μια μαρτυρία. Η αποδοχή ή μη της ένστασης ισοδυναμεί για μένα με απόφαση. Η ένσταση είναι για μένα η δίκη. Γι’ αυτό ό,τι έχω να πω θα σας τα πω τώρα». Μ’ αυτά τα λόγια ο Χριστόδουλος Ξηρός προανήγγειλε ουσιαστικά, ότι η τοποθέτησή του επί της ένστασης ισοδυναμεί με την απολογία του. Μια απολογία που –όπως καταλαβαίνετε- μόνο σε τίτλους θα περιγραφεί από το ρεπορτάζ και όποιος θέλει να τη «γευτεί» ολόκληρη (απολαμβάνοντας και τις αμίμητες ατάκες του Χριστόδουλου) θα πρέπει να ανατρέξει στην ιστοσελίδα μας, στα πλήρη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά.
Το πρώτο που απέδειξε ο Χριστόδουλος είναι πως η εμφανιζόμενη ως προανακριτική απολογία του δεν είναι ομολογία δική του, δεν μπορεί να είναι ομολογία μέλους της 17Ν, έστω και συνεργαζόμενου, δεν είναι προϊόν ανάκρισης, αλλά είναι κείμενο εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο, με βάση το σενάριο που είχαν κατασκευάσει ο Διώτης με την Αντιτρομοκρατική, επειδή είχαν αποφασίσει να επιδείξουν έργο εν όψει Ολυμπιακών Αγώνων (η έκρηξη στον Πειραιά και η σύλληψη του πολυτραυματία Σάββα απλώς τους ανάγκασε να προσαρμόσουν το σενάριο). Πώς επιχειρηματολόγησε πάνω σ’ αυτό το αφετηριακό συμπέρασμα; Αναφερόμενος σε όλες τις απιθανότητες αυτής της προανακριτικής σε θέματα όπως ο τρόπος με τον οποίο υποτίθεται ότι στρατολογήθηκε, η χρήση των ψευδωνύμων, αλλά και τα απίθανα σενάρια για τον τρόπο με τον οποίο υποτίθεται ότι έγιναν οι ενέργειες τις οποίες φέρεται να ομολογεί. Οι απιθανότητες προκύπτουν από το ίδιο το υλικό της ακροαματικής διαδικασίες, από αστυνομικές εκθέσεις και μαρτυρικές καταθέσεις. Ουδέποτε στήθηκε η τέλεια σκευωρία –σχολίασε ο Χριστόδουλος- αλλιώς δε θα μαθαίναμε ποτέ ότι ήταν σκευωρία.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο έγκλημα που συντελέστηκε σε βάρος του αδερφού του Σάββα. Είναι το μοναδικό παράδειγμα στη μεταπολίτευση που τα βασανιστήρια δε μπορούν να κρυφτούν, τον κατάντησαν φυτό, και πρέπει να ντρέπεστε για την επικύρωση αυτών των βασανιστηρίων, είπε. Για να περάσει στη συνέχεια στα της δικής του σύλληψης και ανάκρισης. «Στην Αντιτρομοκρατική, το πιο φρικτό απ’ όλα, που φροντίζουν να σου το υπενθυμίζουν συνέχεια, είναι η απόλυτη απομόνωση. Δεν έχεις δίπλα σου συντρόφους για να πάρεις δύναμη, είσαι στο απόλυτο έλεός τους. Να σας θυμίσω την αγγλική ταινία; Την ξέρουμε όλοι. Καρμπόν είναι η υπόθεση. Και δυστυχώς δεν είναι σενάριο, είναι πραγματικότητα. Δεκαπέντε χρόνια έμειναν άδικα στη φυλακή οι άνθρωποι. Και οι Εγγλέζοι ήταν παρόντες και στη δική μας περίπτωση».
Στο επόμενο κεφάλαιο της τοποθέτησής του ο Χρ. Ξηρός απέδειξε γιατί δε θα μπορούσε ποτέ όχι να τον στρατολογήσει αλλά ούτε να τον προσεγγίσει μια οργάνωση σαν τη 17Ν. Αναφέρθηκε στη δημόσια δράση του (όπως περιγράφηκε από τόσους μάρτυρες), η οποία τον καθιστούσε «καμμένο» για μια συνωμοτική οργάνωση. Αλλά και στις ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις του, στην ένταξή του στον μ-λ χώρο, που είχε διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές συντεταγμένες απ’ αυτόν της 17Ν. Και συνέχισε με πλευρές του κατηγορητήριου και της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, που έρχονται σε κραυγαλέα αντίφαση με την κοινή λογική και σε κραυγαλέα αντίθεση με πραγματικά δεδομένα που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία (π.χ. τα χρήματα που ο ίδιος φέρεται να έχει πάρει από την οργάνωση).
Η τοποθέτηση του Χρ. Ξηρού θα συνεχιστεί αύριο, οπότε θα περάσει στο κεφάλαιο της εξέτασης μίας προς μία των ενεργειών στις οποίες τον εμπλέκει το κατηγορητήριο. Ο πρόεδρος παρατήρησε ότι αυτά τα ζητήματα αφορούν την ουσία της κατηγορίας και όχι την ένσταση. Ο Χριστόδουλος απάντησε ότι γι’ αυτόν η ένσταση είναι κομβικό σημείο και γι’ αυτό τα όσα λέει ενέχουν θέση απολογίας. Θέλει να τα πει πριν το δικαστήριο αποφασίσει για την ένσταση. Αν σας αποδείξω από εκατό σημεία ότι η προανακριτική είναι πλαστή και κατασκευασμένη –κατέληξε- μετά πάρτε ό,τι απόφαση θέλετε, δεν με αφορά.