Ο Αθανάσιος Νίκας άνοιξε τον κύκλο των αγορεύσεων της υπεράσπισης Καρατσώλη παραθέτοντας απόσπασμα από τον πρόλογο του Μ. Μαργαρίτη στο βιβλίο του «Ποινικός Κώδικας», που αναφέρει ότι εγγυήσεις για την κοινωνική νομιμοποίηση μιας δικαστικής απόφασης είναι η τήρηση των δικονομικών κανόνων και η ορθή αξιολόγηση των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών μέσων, για να σημειώσει ότι στην πρωτόδικη δίκη αυτής της υπόθεσης τα επιχειρήματα συνηγοροούν για το αντίθετο.
Ο συνήγορος αναφέρθηκε στην εικόνα που δημιουργήθηκε για τους κατηγορούμενους την περίοδο της σύλληψής τους. Βαφτίστηκαν ένοχοι από την προδικασία και ουσιαστικά από το δικαστήριο ζητήθηκε η επικύρωση αυτής της εικόνας. Η δίκη που διεξάγεται σε δεύτερο βαθμό –είπε- «έχει ιστορικό χαρακτήρα όπως και η πρωτοβάθμια», δεν παύει όμως να βασανίζεται από το βασικό δίλημμα που κυριαρχεί στο ποινικό δίκαιο: «Προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα ή προστασία του κατηγορούμενου;». Επικαλούμενος τον Ανδρουλάκη, ο Α. Νίκας απάντησε ότι εκείνο που προέχει είναι η προστασία του κατηγορούμενου, των δικαιωμάτων του. Δικαιώματα που έχουν καταγραφεί στην ΕΣΔΑ και ιδιαίτερα στο άρθρο 6. Δικαιώματα που καταπατήθηκαν με βάναυσο τρόπο κατά την προδικασία για τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους. «Η φερόμενη ως ομολογία Καρατσώλη και οι έγγραφες απολογίες άλλων συγκατηγορούμενών του, που δόθηκαν κατά την αστυνομική προανάκριση και την ανάκριση και αποτελούν στοιχεία της ποινικής δικογραφίας της υπόθεσης αυτής, με δεδομένη την απόφασή σας επ’ αυτού, διαπιστώσουμε ότι δεν επαληθεύτηκαν και ούτε επιβεβαιώθηκαν στο ακροατήριό σας, ενώπιόν σας, από έγγραφα, από μαρτυρικές καταθέσεις ή από απολογίες συγκατηγορούμενών του. Επομένως, το πρώτο ζήτημα το οποίο θα πρέπει να βασανίσει το δικαστήριό σας για τη δημιουργία της δικανικής του πεποίθησης είναι η αξιολόγηση αυτής ακριβώς της αξιοπιστίας των προανακριτικών απολογιών, κατ’ αρχάς του ίδιου του Καρατσώλη και στη συνέχεια και των άλλων κατηγορούμενων, και βεβαίως των ιδιαιτέρων συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτές ελήφθησαν».
Ο Α. Νίκας στη συνέχεια μίλησε διεξοδικά για την κινηματογραφικού τύπου σύλληψη του Καρατσώλη και στην ανάκρισή του στην Αντιτρομοκρατική, που οδηγεί στη δημιουργία ενός «χαρτιού που φέρει την υπογραφή του». Μιας απολογίας που δεν είναι δική του, αλλά εξαναγκάστηκε να την υπογράψει. Μιας απολογίας που τον φέρει να αυτοενοχοποιείται.
Σειρά είχαν αμέσως μετά ορισμένοι νομικοί προβληματισμοί πάνω στον τρομονόμο και στην αποδεικτική ισχύ του 211Α ΚΠΔ, που η εισαγγελική πρόταση ουσιαστικά το μετέτρεψε σε πλάσμα νόμου. Η άποψη που με εκτεταμένες αναφορές στη θεωρία υποστήριξε ο Α. Νίκας είναι ότι «δεν αρκεί η μαρτυρία συγκατηγορουμένου σε ενικό αριθμό ή οι μαρτυρίες συγκατηγορουμένων σε πληθυντικό αριθμό. Χρειάζονται επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα οδηγούν σε πλήρη απόδειξη, σε πλήρη δικανική πεποίθηση. Στην περίπτωση του εντολέα μου, του Κώστα Καρατσώλη, θα δούμε ότι αυτό όχι μόνο δε συμβαίνει, θα δούμε ότι το αποδεικτικό υλικό της προδικασίας στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία τόσο στον πρώτο βαθμό όσο και ενώπιόν σας, εδώ στον δεύτερο βαθμό της υπόθεσης, το αποδεικτικό αυτό λοιπόν υλικό, όχι μόνο δεν επιβεβαιώθηκε, αλλά αποδεδειγμένα εξουδετερώθηκε».
Στο δεύτερο μέρος της αγόρευσής του ο Α. Νίκας ασχολήθηκε εξαντλητικότατα με το αποδεικτικό υλικό για καθεμιά από τις πράξεις που κατηγορείται ο Καρατσώλης. Τα πέραν κάθε αμφιβολίας συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτό το αποδεικτικό υλικό τα αντιπαρέβαλε με τα όσα περιλαμβάνει η εισαγγελική πρόταση (που δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το αναπαράγει την πρωτόδικη απόφαση), αποδεικνύοντας έτσι ότι αυτή είναι έωλη. Και κατέληξε, αναφερόμενος στους χαρακτηρισμούς που έχουν ακουστεί σε βάρος του Καρατσώλη:
«Οχι, κύριοι δικαστές, δεν ήταν τίποτ’ απ’ όλα αυτά ο Καρατσώλης. Δεν ήταν ο “Στέλιος” της 17Ν, δεν ήταν ο ρέμπελος, δεν ήταν ούτε αποτυχημένος επαγγελματίας ούτε αποτυχημένος οικογενειάρχης. Ηταν ένας άνθρωπος που δούλεψε σκληρά από μικρός, σας το είπε κι ο ίδιος στην απολογία του, ένας άνθρωπος ο οποίος δούλεψε πολύ στη ζωή του. Δούλεψε στο τυπογραφείο, δούλεψε ως μεσίτης, δούλεψε πολλές ώρες για την οικογένειά του, για τα παιδιά του. Αυτός είναι ο Κώστας Καρατσώλης, κ. πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές. Δεν είναι ο “Στέλιος” της Οργάνωσης. Ισως πρέπει να ψάξουμε αλλού να βρούμε το “Στέλιο” της Οργάνωσης. Από τη συνολική εκτίμηση όλου αυτού του αποδεικτικού υλικού προκύπτει ότι ο Καρατσώλης είναι αθώος. Προκύπτει ότι το Δικαστήριό σας δεν έχει καμία απόδειξη για καμία από τις κατηγορίες που του αποδίδονται. Δεν έχει πλήρη απόδειξη που να μπορέσει να οδηγήσει στη δικανική πεποίθηση, σε πλήρη βεβαιότητα, περί την ενοχή του και για τις πράξεις οι οποίες του αποδίδονται. Ισως οι συνθήκες στην πρωτοβάθμια δίκη δεν ήταν ώριμες, ίσως ο χρόνος, η συγκυρία, δεν ήταν κατάλληλα για ν’ αναδειχθεί η αλήθεια για τον Καρατσώλη. Ο χρόνος όμως είναι ο κήρυκας της αλήθειας. Και σήμερα πλέον, αυτή την αλήθεια καλείστε εσείς κ. πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές, να την αναδείξετε και να την κηρύξετε με την απόφασή σας. Μ’ αυτές τις σκέψεις νομίζω ότι ευπρεπώς η υπεράσπιση του κ. Κωνσταντίνου Καρατσώλη ζητά την απαλλαγή του από το σύνολο των κατηγοριών που του έχουν απαγγελθεί».
Ακολούθησε η Κέλλυ Σταμούλη, που αγόρευσε για τον Ηρακλή Κωστάρη. Ξεκίνησε με αναφορές στο 211Α, θυμίζοντας ότι η αρχή «ένοχος ένοχον ου ποιεί» εξεπήγασε από την αρχαία Ελλάδα. Ακόμα όμως και αν δεχτούμε τη στρεβλωτική ερμηνεία της εισαγγελίας για το 211Α, ο Κωστάρης θα έπρεπε να απαλλαγεί. Είναι ο άνθρωπος που ξεκίνησε αρχικά με 22 κατηγορίες και έχει ήδη απαλλαγεί από τις 17. Ανάμεσα σ’ αυτές και κατηγορίες που αφορούν ανθρωποκτονίες και απόπειρες ανθρωποκτονίας, για τις οποίες υπήρχαν επιβαρυντικές καταθέσεις συγκατηγορούμενων.
Περνώντας στην υπόθεση Μπακογιάννη, η συνήγορος στηλίτευσε αρχικά το πρωτοφανές εφεύρημα της εισαγγελέα να χρησιμοποιήσει μια αναφορά στην προανακριτική του Καρατσώλη, που φέρεται να λέει «άκουσα ότι επρόκειτο να χτυπήσουν έναν Βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας». Μια αναφορά αόριστη, που θα μπορούσε να ισχύσει π.χ. για τον Παπαδημητρίου. Από πότε το «άκουσα» μετατρέπεται σε αποδεικτικό στοιχείο; Η πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται στον Μπερετάνο, έναν ψευδομάρτυρα, που ήρθε σ’ αυτό το δικαστήριο και τα «μάζεψε», με αποτέλεσμα η εισαγγελέας να μην τον χρησιμοποιήσει καθόλου στην πρότασή της, να τον αγνοήσει.
Ολοι οι αυτόπτες μάρτυρες μιλούν για δράστες άνω των 30 ετών και ο Κωστάρης ήταν τότε 22. Και όμως, η εισαγγελέας ισχυρίστηκε ότι «οι δράστες ήτανε 23 με 33 χρονών, σύμφωνα με τους αυτόπτες». Και το διαβιβαστικό της Αστυνομίας, που εξέτασε πενήντα μάρτυρες εκείνη την ημέρα, αναφέρει: «Από το σύνολο των εξετασθέντων μαρτύρων προκύπτουν ως εγγύτερα προς την πραγματικότητα τα ακόλουθα χαρακτηριστικά των δραστών: Ηλικία 30 έως 35 ετών, σωματική διάπλαση κανονική». Τους αυτόπτες μάρτυρες ήρθε να επιβεβαιώσει και η δήλωση Κουφοντίνα στο δικαστήριο, ότι σ’ αυτή την κορυφαία ενέργεια της Οργάνωσης δε θα μπορούσαν να πάρουν μέρος εικοσάχρονα παιδιά.
Η Κ. Σταμούλη ξετίναξε μία προς μία και τις «παπαριές» του εκπροσώπου των Αμερικανοβρετανών, προκαλώντας την ενόχληση του προέδρου (γιατί άραγε;) που της σύστησε να μην ασχολείται με τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής! Προφανώς, αυτοί έχουν το δικαίωμα να ασχολούνται ακόμα και με υποθέσεις που δεν τους αφορούν (ο Αναγνωστόπουλος δεν είναι στην υπόθεση Μπακογιάννη).
Η συνήγορος συνέχισε και με τις άλλες υποθέσεις που κατηγορείται ο Κωστάρης, αποδεικνύοντας ότι η εισαγγελική πρόταση ειδικά γι’ αυτόν επεφύλαξε ειδική μεταχείριση. Κατέληξε με τα εξής: «Κυρίες και κύριοι εφέτες, θεωρώ ότι και οποιοσδήποτε δικαστικός λειτουργός μπορεί να βρεθεί, όπως και οποιοσδήποτε πολίτης, σε ένα σταυροδρόμι. Ποιο μονοπάτι σ’ αυτό το σταυροδρόμι καλείται να επιλέξει ο δικαστής; Το μονοπάτι το διανθισμένο μόνο με ομολογίες συγκατηγορουμένων; Με διαστρεβλωμένους νομικούς και αυθαίρετους συλλογισμούς; Ή το μονοπάτι που καταδεικνύει σθεναρή δικανική πεποίθηση στηριγμένη σε ατράνταχτα αποδεικτικά στοιχεία έτσι ώστε να επιβεβαιώσει και το νομικό πολιτισμό της χώρας μας αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό; Κύριοι δικαστές, η υπεράσπιση του κ. Κωστάρη σας ζητά να μην επαναλάβετε την ύβρη την οποία διέπραξε η προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν αντέχει ο κ. Κωστάρης να συνεχίσει να εκτίει την ποινή μιας τέτοιας ύβρεως, κ. πρόεδρε».
Ο πολύπειρος Γιάννης Σταμούλης (υπεράσπιση Καρατσώλη και Κωστάρη) έκλεισε τις αγορεύσεις της ημέρας, εστιάζοντας κυρίως σε νομικά ζητήματα.
1. Ο τρομονόμος ψηφίστηκε το 2001, οι πράξεις της κατηγορίας έγιναν προγενέστερα και το βασικό αδίκημα («συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση») βαφτίστηκε διαρκές, για να «χωρέσουν» όλοι στην κατηγορία. Ομως, για τους χουντικούς ο Αρειος Πάγος νομολόγησε διαφορετικά, χαρακτηρίζοντας το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας στιγμιαίο. Κατά τον Γ. Σταμούλη «ο νόμος 2821 (σ.σ. τρομονόμος) κακουργηματοποιεί πλημμέλημα το οποίον είχε λάβει χώρα προ της ενάρξεως της ισχύος του».
2. Δεν επιτρέπεται σε κανέναν να αυτοενοχοποιείται. Επ’ αυτού ο συνήγορος αναφέρθηκε σε βιβλίο της συνηγόρου πολιτικής αγωγής Ο. Τσόλκα και στο «Διεθνές Σύμφωνον των Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίον εις το άρθρο 14 παράγραφος 1 εδάφιον Θ΄ λέγει ρητώς ότι “σε καμία περίπτωση κανείς κατηγορούμενος δεν πρέπει να οδηγείται εις ομολογίαν της ενοχής του”». Ο Γ. Σταμούλης αναφέρθηκε στις υποθέσεις Πολκ-Στακτόπουλου και Τσάπμαν-Μουντή, για να δείξει σε τι δικαστικές πλάνες έχει οδηγήσει η αυτοενοχοποίηση, που σχεδόν πάντοτε γίνεται κατά τη διαδικασία της αστυνομικής προανάκρισης. Και όμως, ο τρομονόμος δίνει κίνητρα για την αυτοενοχοποίηση και την ενοχοποίηση τρίτων.
3. Η αρχή «ένοχος ένοχον ου ποιεί έχει τυποποιηθεί στο 211Α του ελληνικού ΚΠΔ και συνιστά αποδεικτική απαγόρευση. «Δείτε τι κίνητρα δίδονται –σημείωσε ο Γ. Σταμούλης- για να υπάρξει η νοοτροπία, επιτρέψτε μου, να γίνει ο άνθρωπος όχι απλός καρφί, αλλά ταβανόπροκα εις βάρος άλλων συνανθρώπων. Νομίζω, αξιότιμοι κύριοι δικασταί, ότι θα πρέπει στη συνείδησή σας να δημιουργείται όχι απλώς αμφιβολία, αλλά πλήρης πεποίθηση ότι ομολογίες οι οποίες απεσπάσθησαν -στο βαθμό που απεσπάσθησαν- από τις αστυνομικές Αρχές, είτε εις βάρος των ιδίων κατηγορουμένων είτε εις βάρος συγκατηγορουμένων, πάσχουν ένα ελάττωμα αθεράπευτο: είναι κίνητρα προς ενοχοποίησιν άλλων ανθρώπων ή προς αυτοενοχοποίησιν, προκειμένου να τύχουν των μέτρων επιεικείας τα οποία θέσπισε ο Νόμος 2821. Αντιλαμβάνεσθε δε πόσο επισφαλές ως αποδεικτικό μέσο είναι αυτού του είδους οι καταθέσεις, αυτού του είδους οι απολογίες, και η επισφάλειά τους είναι επιβεβαιωμένη με σειρά αποφάσεων του αναιρετικού μας Δικαστηρίου» (παρέθεσε νομολογία του Αρείου Πάγου). Αναφέρθηκε ακόμα σε άρθρο του Η. Αναγνωστόπουλου (που άλλα υποστηρίζει σ’ αυτή τη δίκη), που χαρακτηρίζει «μάρτυρες του στέμματος» εκείνους που από το νόμο αμείβονται με μείωση ποινής αν καρφώσουν συγκατηγορούμενούς τους.
Αναφερόμενος ειδικά στον Κωστάρη και αφού περιέγραψε πώς αυτός απαλλάχτηκε από τόσες κατηγορίες, μαζεύοντας στοιχεία που του εξασφάλιζαν ακλόνητα άλλοθι, ο Γ. Σταμούλης σημείωσε: «Αυτά τα αδιάψευστα άλλοθι για μια σειρά κατηγοριών, που προέκυψαν κατά την πρωτοβάθμια δίκη και υπεχρέωσαν το δικαστήριο να αχθεί εις απαλλακτικήν κρίσιν, μπορεί να έχουμε την αξίωσιν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να φέρομε εμείς το βάρος της αποδείξεως ότι την συγκεκριμένη ημέρα και ώρα δεν ήμασταν εκεί που μας αποδίδεται, επειδή ο α’ συγκατηγορούμενος και ο β’ συγκατηγορούμενος μας ενοχοποιεί; Αυτοί δηλαδή οι οποίοι είναι “μάρτυρες του στέμματος” μας ενοχοποιούν και με βάση αυτές τις μαρτυρίες, χωρίς καμίαν άλλην απόδειξιν, οδηγούμεθα εις μίαν καταδίκην σε τόσο βαριές ποινές. Εχω την αίσθησιν, αξιότιμοι κύριοι δικασταί, ότι θα πρέπει με ιδιαίτερη φροντίδα να δείτε ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως απόδειξις, πέραν μαρτυριών του στέμματος, που να ενοχοποιεί τον κ. Κωστάρη για οποιαδήποτε από τις πέντε πράξεις για τις οποίες κατεδικάσθη πρωτοδίκως».
Οσο για το λόγο της εμπλοκής των Κωστάρη και Καρατσώλη στην υπόθεση, ο Γ. Σταμούλης επανέλαβε αυτό που κατά κόρον έχει λεχθεί. Οτι αυτή έγινε για να στηριχτεί η εμπλοκή του Γιάννη Σερίφη.