Η συνεδρίαση άρχισε με καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης του Κώστα Καρατσώλη. Στενοί συγγενείς του (πατέρας, αδελφή, εξάδελφος), φίλοι, συγχωριανοί (ανάμεσά τους ο πρόεδρος του χωριού και εκλεγμένοι σύμβουλοι) κατέθεσαν τη δική τους αλήθεια για τον Κώστα. Τον σκιαγράφησαν ως ένα φιλότιμο παιδί, από μικρό στη βιοπάλη, χαρούμενο, γλεντζέ, με ενδιαφέρον για το χωριό αλλά πολιτικά αδιάφορο. Ανθρωπος που ήταν μαζί του μέχρι και την παραμονή της σύλληψής του (Βασ. Νίκας) κατέθεσε ότι δεν τον είδε να δείχνει κανένα φόβο, καμιά ανησυχία (είχαν ήδη αρχίσει οι συλλήψεις φερόμενων ως μελών της 17Ν). Ο πατέρας του, έντονα φορτισμένος, περιέγραψε πώς τον βρήκε στη ΓΑΔΑ μετά τη σύλληψή του: Τον είδα σε δυο πεντάλεπτα επισκεπτήρια. Κάθε φορά ήταν γύρω μας καμιά δεκαριά αστυνομικοί. Ηταν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση».
Η εισαγγελέας δεν άντεξε για πολλή ώρα σιωπηλή. Το σόου «διερεύνησης της αλήθειας» έπρεπε να δοθεί και σήμερα; Μήπως όταν ήρθε στην Αθήνα έμπλεξε; ρώτησε τον πατέρα. Μήπως επειδή αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, του πρότειναν να βγάλει εύκολα λεφτά και δέχτηκε; Γιατί μόνο για ληστείες κατηγορείται. Ο πατέρας το απέκλεισε, βέβαια, και μάλιστα αισθάνθηκε θιγμένος. Την απάντηση έδωσε με σχόλιό του ο συνήγορος Γ. Μαντζουράνης: Ο Καρατσώλης ήρθε στην Αθήνα, είχε οικονομικές δυσκολίες και αντί να πάει να βρει τον Παλαιοκώστα να κάνει καμιά ληστεία να τη βολέψει, πήγε και βρήκε τη 17Ν!!!
Στον ξάδερφό του και φίλο του Εάγγ. Καρατσώλη έβαλε άλλο ερώτημα: Δε μπορεί να ξύπνησαν ένα πρωί στην Αντιτρομοκρατική και να είπαν «ας βάλλουμε και τον Καρατσώλη», έναν εντελώς άσχετο με τα πολιτικά, όπως τον παρουσιάζετε. Κάτι θα υπήρχε, έτσι δεν είναι; Ο μάρτυρας δήλωσε αδυναμία να απαντήσει και αυτό δείχνει την εντιμότητά του. Ουδείς τον προετοίμασε να απαντήσει σε τέτοιες ερωτήσεις. Την απάντηση έδωσε και πάλι ο Γ. Μαντζουράνης. Το αμερικανικό σύνταγμα της Μασαχουσέτης –είπε- απαιτεί από το δικαστή τη μέση κρίση. Η μέση κρίση δεν μπορεί να συλλάβει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο σκληρός πυρήνας των κατασταλτικών μηχανισμών. Θα μπορούσαν να σας απαντήσουν ο κ. Διώτης και ο κ. Σύρος, αλλά αυτοί δεν μπορούν να καταθέσουν. Η εύλογη απάντηση βρίσκεται στην εμμονή των διωκτικών μηχανισμών από το 1974 να συλλάβουν και να φυλακίσουν τον Γιάννη Σερίφη. Ολοι αυτοί που είναι κατηγορούμενοι είχαν σχέσεις, έκαναν παρέα με τον Γιάννη Σερίφη.
Ο κτηματομεσίτης Θ. Θάνος, του οποίου η κατάθεση συνεχίστηκε, ολοκλήρωσε σαν οδοστρωτήρας. Κατέθεσε ότι χθες το βράδυ επικοινώνησε με τον Ιωάννου, τον πελάτη με τον οποίο είχε ραντεβού ο Καρατσώλης την ώρα που φέρεται να ομολογεί συμμετοχή του σε ληστεία στον ΟΤΕ Πατησίων. Τον ρώτησε αν όντως έγινε το ραντεβού και μη τυχόν απευθύνθηκε ξανά στο γραφείο και συνεργάστηκε με άλλο συνεργάτη του. Ο Ιωάννου του επιβεβαίωσε ξανά, ότι ημέρα Τρίτη, 2 Απρίλη, 2:30 το μεσημέρι, συναντήθηκε με τον Καρατσώλη, του έδειξε το οικόπεδο και αυτός του δήλωσε ότι δεν τον ενδιαφέρει (ο Ιωάννου θα καταθέσει και ο ίδιος). Δεν έχω καμία επιφύλαξη, είμαι 100% βέβαιος. Οσο για την εντολή που δεν υπάρχει, σας λέω ότι όποτε ήθελα έφτιαχνα μια εντολή και σας την έφερνα εκ των υστέρων. Δικό μου είναι το γραφείο, δικά μου τα μπλοκ, μπορώ να φτιάξω όποια εντολή θέλω. Και το τελευταίο: κοίταξα την ατζέντα του γραφείου και είδα ότι την άλλη μέρα ο Καρατσώλης δεν είχε κανένα ραντεβού. Γιατί δεν έβαζε την άλλη μέρα το ραντεβού με τον Ιωάννου;
Αμέσως μετά το τέλος της κατάθεσης Θάνου ζήτησε το λόγο ο Δ. Κουφοντίνας, που έκανε μια σημαντική δήλωση:
Δ. Κουφοντίνας: Κατά την εξέταση των δύο μαρτύρων που αναφέρονταν σ’ αυτό το συγκεκριμένο τμήμα της κατηγορίας, είδαμε όλη την υποκρισία του κοινού μετώπου πολιτικής αγωγής και εισαγγελίας. Επιμένω στο χαρακτηρισμό κοινό μέτωπο. Το είδαμε όλοι πώς εισαγγελία και πολιτική αγωγή, σε αγαστή σύμπνοια, αλληλοτροφοδοτούμενοι, αλληλοσυμπληρούμενοι και συναγωνιζόμενοι σε ειρωνεία και απαξία, έδειξαν το πραγματικό αλαζονικό πρόσωπο της εξουσίας και το ταξικό τους μίσος. Είδαμε την υποκρισία τους, όταν αμφισβητούσε η εισαγγελία την κατάθεση μάρτυρα για γεγονότα που αναφερόταν σε ένα χρόνο πριν, τα οποία εξηγούσε η μάρτυρας, έχοντας μαζί της έγγραφα δικά της, είχε δηλαδή κι ένα λόγο επιπλέον να τα θυμάται, και δεν έβγαλαν κουβέντα για άθλιους ψευδομάρτυρες, που ήρθαν να μας πουν ότι πριν από 20 χρόνια είδαν φευγαλέα στο δρόμο ή από τον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας κάποιον και τον θυμόνταν. Εκεί, άκρα του τάφου σιωπή. Εδώ, η αποθέωση της υποκρισίας.
Κύριε πρόεδρε, σ’ αυτή τη δίκη έχουμε δει ως τώρα και θα δούμε και στη συνέχεια, όχι μόνο την αντιστροφή του τεκμηρίου αθωότητας, όπου ο κατηγορούμενος πρέπει ν’ αποδείξει την αθωότητά του και όχι η κατηγορία την ενοχή του, δεν είδαμε μόνο την αντιστροφή της αρχής ότι οι αμφιβολίες είναι υπέρ του κατηγορουμένου –εδώ πέρα όλες οι αμφιβολίες παίρνονται κατά του κατηγορουμένου-, είδαμε και την ανατροπή της κοινής λογικής. Είδαμε το κοινό μέτωπο εισαγγελίας – πολιτικής αγωγής να χτυπάει μια στο καρφί και μια στο πέταλο, αν ήταν στις 2:30, αν ήταν στις 4:00, μην έχοντας κάποια σταθερή θέση, προσπαθώντας να ανατρέψει τα πάντα.
Oμως, όποιος γνωρίζει στοιχειωδώς πώς γίνονται αυτές οι ενέργειες, αλλά και όσοι είναι εξοπλισμένοι με την κοινή λογική γνωρίζουν ότι για να γίνει μια τέτοια περίπλοκη ενέργεια χρειάζεται πολύωρη προετοιμασία πιο πριν, που αφορά τόσο για την προετοιμασία των ανθρώπων που θα πάρουν μέρος όσο και για την προετοιμασία των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ενέργειας (τοποθέτηση οχημάτων διαφυγής κ.λπ.). Και επιπλέον, και μετά την ενέργεια χρειάζεται κάποιος χρόνος αποπροετοιμασίας, ας χρησιμοποιήσω αυτόν τον αδόκιμο όρο. Επιπλέον, γνωρίζουμε όλοι – στην Ελλάδα βρισκόμαστε – ότι οι δημόσιες υπηρεσίες δεν δουλεύουν με το ρολόι. Οταν προγραμματίζεις μια τέτοια ενέργεια πάντοτε υπάρχει μια γκάμα μιας ώρας πάνω-κάτω, για να πραγματοποιηθεί.
Χρ. Ξηρός: Είναι φενερό ότι, μετά τις καταθέσεις αυτών των μαρτύρων, ειδικότερα της κ. Φάρα και του κ. Θάνου, έχουμε μια πανηγυρική διάψευση ομολογημένης πράξεως. Εχουμε δηλαδή μια κατάρρευση ομολογίας εις βάρος του ίδιου του εαυτού του, κάποιου κατηγορουμένου, και έχουμε επιβεβαίωση των ισχυρισμών που προβάλλω και εγώ από την πρώτη στιγμή της δίκης, ότι είναι κατασκευασμένες οι ομολογίες. ΟΛΕΣ! Ολες οι ομολογίες, όχι μόνο η δική μου. Και είμαστε στο Α ακόμα των μαρτύρων υπερασπίσεως, έχετε πολλά να δείτε αυτές τις μέρες.
Πρόεδρος: Αναφορικά μ’ αυτό που είπε ο κ. Κουφοντίνας, περί μετώπου της εισαγγελικής έδρας με την πολιτική αγωγή, τις προάλλες σημειώσατε ότι «σήμερα δεν έγινε καμία ερώτηση από την έδρα». Όταν κάνει ερωτήσεις η κ. εισαγγελεύς δεν είναι προς όφελος της υποθέσεως, δεν δίνει ερεθίσματα στους κυρίους κατηγορουμένους και τους υπερασπιστάς τους να αντικρούσουν ορισμένα στοιχεία ή να διαφωτίσουν κάποιες πτυχές που απομένουν σκοτεινές ή στο ημίφως; Γιατί λοιπόν βάλλετε κατά της εισαγγελικής έδρας λέγοντας ότι έχει ένα κοινό μέτωπο, όταν η εισαγγελία εισφέρει τις ανησυχίες της, τους προβληματισμούς της, τους οποίους εισπράττετε εσείς και δίνετε τις εξηγήσεις σας, εσείς και διά των κυρίων συνηγόρων σας.
Δ. Κουφοντίνας: Ολοι εδώ είμαστε, κύριε πρόεδρε, και τα είδαμε. Ειδικά εκείνη τη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσατε εσείς να επέμβετε, διότι υπήρξε και κατάχρηση δικαιώματος απ’ την εισαγγελία. Να ρωτάνε επανειλημμένα τα ίδια πράγματα, και μια και δύο και τρεις φορές. Το ίδιο και η πολιτική αγωγή. Οσο για το κοινό μέτωπο, το είδαμε όλοι και στην ειρωνεία και στην απαξία των μαρτύρων.
Νομίζουμε ότι δε χρειάζεται να κάνουμε κανένα δικό μας σχόλιο. Ο διάλογος είναι αποκαλυπτικός, και ως προς την καταγγελία Κουφοντίνα, και ως προς τις επισημάνσεις του για την ουσία της υπόθεσης, και ως προς την αμηχανία που προδίδει η απάντηση του προέδρου.
Αποκαλυπτικός για το στήσιμο της κατηγορίας ήταν και ο μάρτυρας Σπύρος Δημόπουλος, που κατέθεσε ότι 23 Δεκέμβρη του 1989, πρωί-πρωί, συνάντησε τον Καρατσώλη, μαζί με την μετέπειτα σύζυγό του (τότε είχαν δεσμό), στο φέρι-μποτ Ηγουμενίτσα-Κέρκυρα. Είναι η ημερομηνία που ο Καρατσώλης φέρεται να συμμετέχει στην απαλλοτρίωση όπλων από το στρατόπεδο του Συκουρίου. Καταλαβαίνετε τι τράβηξε ο μάρτυρας. Στο «χορό» αυτή τη φορά μπήκε και η εφέτης Γιαννούκου (σε ένδειξη αλληλεγγύης προς την εισαγγελέα, προφανώς). Ομως, ο Δημόπουλος υπήρξε ακλόνητος. Περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το ταξίδι του, τη συνάντηση με τον Καρατσώλη, τη συζήτηση που είχε μια ή δυο μέρες μετά με τον πατέρα του Καρατσώλη στο καφενείο του χωριού τους. Ποιο είναι το αντιφατικό εδώ; Το ότι η γυναίκα του Καρατσώλη έχει καταθέσει ότι τα Χριστούγεννα τα πέρασαν μαζί στην Αθήνα και την Πρωτοχρονιά πήγαν στην Κέρκυρα. Ομως, όπως επισήμανε ο Γ. Μαντζουράνης, αυτό ακριβώς αποδεικνύει ότι ο Καρατσώλης δεν έστησε κανένα άλλοθι. Αν ήταν στημένο, τότε θα υποστήριζαν τα ίδια ο ίδιος και η σύζυγός του. Μετά τη μαρτυρία του Δημόπουλου, είναι προφανές ότι εκείνος που θυμάται καλά είναι ο Καρατσώλης, ενώ η σύζυγός του θυμάται λάθος.
Στη συνέχεια, άρχισαν να καταθέτουν μάρτυρες υπεράσπισης του Χριστόδουλου Ξηρού.
Η παθολόγος Δέσποινα Καραμήτσου μίλησε για τον άνθρωπο που γνώρισε το 1976 στη Λάρισα, σ’ ένα μαθητικό στέκι. Τον «Χρήστο τον πτρίδα», όπως τον γνώριζαν όλοι. Τον γίγαντα με την καλή καρδιά, όπως τον αποκαλούσαν. Τον αγωνιστή της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή των αγώνων, στις αλυσίδες, εκεί που έπεφτε το ξύλο με την Αστυνομία. Τον άνθρωπο που παρέμεινε αισιόδοξος για το μέλλον του κόσμου και όταν τον συνάντησε χρόνια αργότερα στην Ικαρία, εκεί που ήταν η ψυχή της Ακαμάτρας. Οταν έμαθε ότι συνελήφθη, είπε μέσα της: «Αποκλείεται, είναι όλα προκατασκευασμένα». Οταν διάβασε την απολογία του θύμωσε πείστηκε ότι δεν την έγραψε αυτός, ούτε την υπαγόρευσε, αλλά κάποιοι την ετοίμασαν και τον έβαλαν να την υπογράψει. Διότι «δεν είναι μόνο η γλώσσα, που δεν είναι η γλώσσα του Χριστόδουλου, αλλά σ’ αυτή δεν υπάρχει τίποτα το πολιτικό. Είναι μια καταγραφή γεγονότων, σαν αστυνομικό δελτίο».
Απαντώντας σε ερωτήσεις της υπεράσπισης η μάρτυρα αναφέρθηκε σε πληθώρα περιστατικών πολιτικής δράσης της ίδιας με το Χριστόδουλο, που ήταν ο καθοδηγητής της από το ΚΚΕ(μ-λ) στην ΠΜΣΠ. Αναφέρθηκε σε περιστατικά συλλήψεών του και αποκάλυψε ότι στις αφισοκολλήσεις ήταν αυτός που έμενε για να τον πιάσει η Αστυνομία. Αναφέρθηκε και σε περιστατικά που τον είδε μελανιασμένο ύστερα από σύλληψη, σε συγκρούσεις στην Αθήνα, όπου ξαναβρέθηκαν η ίδια ως φοιτήτρια και ο Χριστόδουλος ως συνδικαλιστής του ΚΚΕ(μ-λ).
Κατέθεσε επίσης ο Δημήτρης Ξηρός, αδερφός του Χριστόδουλου. Πέρα από τα γνωστά πράγματα που ανέφερε για τον αδερφό του (κυρίως για την αγωνιστική του δράση) αναφέρθηκε στο δεκαπενταύγουστο του ’88 και στο πανηγύρι της Ακαμάτρας, ψυχή του οποίου ήταν ο Χριστόδουλος. Βρέθηκε για μοναδική φορά στη ζωή του σ’ αυτό το πανηγύρι και βοήθησε μάλιστα, γιατί εκείνη τη χρονιά υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στην Ικαρία (τις άλλες χρονιές εργαζόταν στη Θεσσαλονίκη, όπου εξακολουθεί να κατοικεί και να εργάζεται).
Συγκλονιστική ήταν η περιγραφή του μάρτυρα για τα όσα τράβηξε ο ίδιος, μαζί με τον αδερφό του Νίκο (τον Βασίλη, που επίσης πιάστηκε μαζί τους, δεν τον είδαν καθόλου) στην Ασφάλεια της Θεσσαλονίκης. Τον κρατούσαν με το ζόρι άυπνο επί 30 ώρες, δεν τον άφηναν να πιει νερό, του απαγόρευαν οποιαδήποτε επαφή με δικηγόρο. Τους ρωτούσε αν είναι κρατούμενος και του απαντούσαν αρνητικά. Μόλις πήγαινε να φύγει, τον γυρνούσαν πίσω. Στο τέλος, μαζί με τον αδελφό του Νίκο, τους κατέβασαν με μια σκάλα στον ακάλυπτο, τους έβγαλαν από την πόρτα ενός ξενοδοχείου και με περιπολικό τους πήγαν στο σπίτι τους. Δεν ήθελαν να φανεί ότι τους κρατούσαν και τους ανέκριναν παράνομα. Και όμως, ουδείς από την έδρα συγκινήθηκε. Ο πρόεδρος φρόντισε καναδυό φορές να πει ότι ο μάρτυρας «περιγράφει την προσωπική του περιπέτεια». Λες και δεν υπάρχει καμιά συνάφεια, καμιά αναλογία, ανάμεσα σ’ αυτά που υπέστη ο Δημήτρης κι αυτά που υπέστησαν αρχικά ο Σάββας και στη συνέχεια ο Χριστόδουλος και ο Βασίλης (και ο Γεωργιάδης, βέβαια).