Ο μάρτυρας Λιάκουρας (ληστεία Τράπεζας Εργασίας Περιστερίου) πρόσφερε ένα ακόμα παράδειγμα για το πώς γίνονταν οι αναγνωρίσεις στο ανακριτικό γραφείο το καλοκαίρι-φθινόπωρο του 2002. Πήγε στον ανακριτή έχοντας δεχτεί έναν ορυμαγδό «πληροφοριών» από τα ΜΜΕ. Ετσι, γνώριζε ότι η ληστεία αυτή χρεωνόταν στη 17Ν. Εκανε μια ολόκληρη συζήτηση με τον ανακριτή. Του ξεκαθάρισε ότι ο σωματότυπος ενός από τους δράστες θα μπορούσε να είναι του Χρ. Ξηρού, αλλά δε μπορεί να τον αναγνωρίσει. Ζήτησε να του δείξουν φωτογραφίες του ’90 που έγινε η ληστεία, αλλά του έδειξαν μόνο τις πρόσφατες. Δεν αναγνώρισε κανένα. Ξέρετε τι γράφτηκε στην κατάθεσή του; «Μου είναι αδύνατο να θυμηθώ μετά από 12 χρόνια χαρακτηριστικά των δραστών, εκτός από την περίπτωση του Χριστόδουλου Ξηρού τον οποίο είδα στην τηλεόραση και στη φωτογραφία που μου επιδεικνύετε, ο οποίος νομίζω τότε είχε ένα μουστάκι»! Ξέρετε ποιο ήταν το νόημα της θέσης του, όπως το ξεκαθάρισε και στην πρώτη δίκη και τώρα; Οτι «υπό προϋποθέσεις και αν αποδειχθεί ότι αυτοί είναι, θα μπορούσε αυτός ο άνθρωπος να είναι ο Χρ. Ξηρός»! Οπως διευκρίνισε ο μάρτυρας, θα μπορούσε να είναι και ο Δαναλάτος ή οποιοσδήποτε άλλος με τέτοιο σωματότυπο. Πήγαν να τον κάνουν «αναγνωριστή», χωρίς να έχει τέτοια τοποθέτηση!
Ο κ. Λιάκουρης, προς τιμήν του, ξεκαθάρισε απόλυτα τα πράγματα: «Να το πω αυτό το πράγμα, γιατί νομίζω ότι είναι κρίσιμο: Ουδέποτε έχω αναγνωρίσει συγκεκριμένο πρόσωπο. Αυτό που είπα στον ανακριτή, τη δεύτερη φορά που με κάλεσε, είναι ότι υπό προϋποθέσεις και αν ισχύουν αυτά τα πράγματα και αν αυτοί οι άνθρωποι ήταν μέσα στην Τράπεζα Εργασίας, ο άνθρωπος αυτός θα ταίριαζε με τη συγκεκριμένη θέση που είχα πει».
Νομίζουμε ότι η υπόθεση αυτή είναι από τις χαρακτηριστικές εκείνες περιπτώσεις που από τις καταθέσεις των μαρτύρων δε μπορεί να σχηματιστεί όχι άποψη για την ουσιαστική αλήθεια, αλλά ούτε καν μια δικανική αλήθεια που να στέκεται στα πόδια της και να μην αποτελεί ετοιμόρροπη κατασκευή. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τη ληστεία στα ΕΛΤΑ Βύρωνα. Ο Α. Κωνσταντάκης με λίγα λόγια συνόψισε αυτή την πραγματικότητα: «Με βάση το αποδεικτικό υλικό το οποίο έχουμε, είναι αδύνατο να καταλήξουμε πέραν πάσης αμφισβητήσεως για τα πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν και στις δυο αυτές ληστείες και να φτάσουμε στην ταυτοποίηση. Οι μάρτυρες είναι προφανές ότι δε μπορούν να μας βοηθήσουν, είναι επίσης προφανές ότι δε μπορούμε να δεχθούμε τις προανακριτικές, διότι συγκρούονται με την πραγματικότητα. Πώς θα πούμε τώρα ότι είναι έγκυρη και ορθή και αληθής η προανακριτική του Χριστόδουλου, που λέει ότι ήταν 5 τα άτομα και από εκεί τα έχει πάρει η απόφαση και 4 μπήκαν μέσα, όταν αυτό έχει καταρριφθεί από το σύνολο των προσώπων που ήταν αυτόπτες μάρτυρες σ’ αυτή τη ληστεία, από το διαβιβαστικό της Ασφάλειας, από την ΕΔΕ, τα πάντα, που ομιλεί για τρεις εκ των οποίων οι δύο μπήκαν μέσα;».
Στη συνέχεια ακολούθησαν σχόλια συνηγόρων για τις υποθέσεις Μαρινόπουλου και Καψαλάκη. Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε η ενέργεια του συνηγόρου του Τζωρτζάτου, Ι. Μυλωνά, που δεν περιορίστηκε να υπερασπιστεί τη θέση του πελάτη του στην υπόθεση Καψαλάκη (έχει καταδικαστεί ως αυτουργός και υποστηρίζει ότι δεν ήταν εκεί), αλλά ζήτησε να σηκωθούν οι Δ. Κουφοντίνας και Π. Τσελέντης, για να συγκριθούν τα ύψη τους, επειδή –σύμφωνα με τη μαρτυρία Καψαλάκη- ο πιο κοντός πυροβόλησε. Ο Τσελέντης σηκώθηκε, όμως ο Δ. Κουφοντίνας απαξίωσε να σηκωθεί και έτσι η… σεμνή τελετή ουδέποτε έλαβε χώρα. Αργότερα, ο Κουφοντίνας σχολίασε με δηκτικό τρόπο το γεγονός: «Δεν γνώριζα ότι υπάρχει το άρθρο 211α, δεν γνωρίζω καλά νομικά και δεν ξέρω αν υπάρχει και το άρθρο 211δ όπου «δ» σημαίνει δικηγόροι». Το άρθρο 211α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαγορεύει τη χρήση καταθέσεων κατηγορούμενου σε βάρος συγκατηγορούμενου. Υπ’ αυτό το πρίσμα γίνεται κατανοητή η «μπηχτή» Κουφοντίνα.