Με μια σημαντική δήλωση του Χρ. Ξηρού, την οποία ακολούθησαν τοποθετήσεις του προέδρου και της εισαγγελέα, εμφανώς ενοχλημένων (φαινόταν στο ύφος και στον τόνο της φωνής τους), ξεκίνησε η συνεδρίαση. Ιδού ο πλήρης διάλογος:
Χρ. Ξηρός: Κύριε πρόεδρε, θέλω να κάνω μια δήλωση, έχω το λόγο; Την έχω γραπτή τη δήλωση. Δε θα μπω στον πειρασμό να τη χαρακτηρίσω, αν είναι έγγραφο ή πραγματογνωμοσύνη. Αυτό το αφήνω σε σας.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν έχω λόγους να μιλήσω για τα πειστήρια, γιατί δεν με αφορούν, αφού για μένα όχι απλώς δεν βρέθηκε, όπως είναι φυσικό, κανένα πειστήριο, αλλά αντιθέτως υπάρχουν πλήθος πειστηρίων που με αθωώνουν. Ομως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Μετά από οχτώ μήνες διαδικασίας έχετε δείξει πλέον τα χαρτιά σας ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, τα νύχια σας. Εχουμε καταλάβει ακόμη και οι πλέον δύσπιστοι, ότι ο μοναδικός στόχος σας δεν είναι να ερευνήσετε την αλήθεια και να δικάσετε, αλλά πάση θυσία να περισώσετε το τερατούργημα της πρωτόδικης απόφασης και να μας καταδικάσετε εκ νέου σε βαριές ποινές χωρίς κανένα στοιχείο.
Σας παρακολουθούμε όλους αυτούς τους μήνες της λεγόμενης αποδεικτικής διαδικασίας, όπου έρχονται οι μάρτυρες – οι δικοί σας μάρτυρες – της κατηγορίας και ανατρέπουν τους σχεδιασμούς σας, τσακίζουν την κατηγορία και διαψεύδουν πανηγυρικά τις δήθεν ομολογίες. Είδαμε να τηρείτε σιγήν ιχθύος όταν κατατροπωνόταν η κατηγορία. Είδαμε να προσπαθείτε απελπισμένα να περισώσετε ό,τι είναι δυνατόν, πετώντας στα σκουπίδια κάθε ψήγμα λογικής. Είδαμε την απόγνωση στα πρόσωπά σας, όταν κατέρρεαν οι στημένες αναγνωρίσεις, όταν ξεσκεπάζονταν οι ελεεινοί ψευδομάρτυρες. Σας ακούσαμε να ειρωνεύεστε ή και να απειλείτε μάρτυρες που αποκάλυψαν τα όργια του «έντιμου» εφέτη ανακριτή και έδειξαν το στήσιμο της κατηγορίας και της φάμπρικας των επιλεγμένων αναγνωριστών.
Αλλωστε, σας το είπε ευθέως ο εκπρόσωπος των νεοναζί αμερικανών και λοιπών εγκληματιών πολέμου, ότι «αυτή η δίκη δεν είναι δίκη μαρτύρων, είναι δίκη πειστηρίων και ομολογιών». Καταλαβαίνει πολύ καλά ο καλοπληρωμένος κ. καθηγητής, ότι αφού οι μάρτυρες οδηγήθηκαν εκεί που τους άξιζε, δηλαδή στον Καιάδα, χωρίς πειστήρια η δίκη αυτή θα κατέρρεε. Όμως, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι τα πειστήρια είναι όπως θέλετε να τα παρουσιάσετε, δεν σας προσφέρουν καμία ουσιαστική απόδειξη, σε καμία περίπτωση για παράδειγμα δεν συνδέουν άτομα με ενέργειες. Παρολαυτά, είστε υποχρεωμένοι να τα κρατήσετε πάση θυσία, για λόγους εντυπώσεων. Αυτό ακριβώς σας υπέδειξε άλλωστε και ο κ. εκπρόσωπος. Διότι χωρίς μάρτυρες, με μετέωρα και ύποπτα πειστήρια, με κατασκευασμένες και αντικρουόμενες «ομολογίες», που διαψεύδονται σε κάθε τους βήμα, δεν μπορείτε φυσικά να πείσετε κανέναν ότι κάνετε όχι δίκαιη δίκη αλλά ούτε καν κάτι που να σχετίζεται έστω και αμυδρά με τη δικαιοσύνη ή με την κοινή λογική.
Οπως όλα δείχνουν, οδηγούμεθα σε μια καθ’ υπόδειξιν προειλημμένη απόφαση που δεν θα έχει τίποτα να ζηλέψει απ’ το ανδραγάθημα του Μαργαρίτη, το οποίο με ευλαβική προσήλωση προσπαθείτε να επαναλάβετε σε κάθε του λεπτομέρεια. Και δικαιούμεθα να πιστεύουμε ότι είστε απλοί διεκπεραιωτές όταν μέχρι τώρα:
– Απορρίψατε ασυζητητί όλα τα αιτήματά μας για κλήση αυτοπτών μαρτύρων κατηγορίας, γιατί όχι μόνο κονιορτοποιούν την κατηγορία, αλλά ανατρέπουν και διαψεύδουν και τις δήθεν ομολογίες.
– Απορρίψατε συνοπτικά όλες ανεξαιρέτως τις ενστάσεις της υπεράσπισης.
– Προσπαθείτε με φαιδρά λογοπαίγνια και με δικολαβίστικα επιχειρήματα να περισώσετε τα έτσι κι αλλιώς πενιχρά και εντελώς έωλα πειστήρια
– Δεν μπαίνετε καν στον κόπο να κρύψετε τον πανικό σας μπροστά σε οποιοδήποτε στοιχείο τσεκουρώνει την κατηγορία.
Παρολαυτά, όμως, δεν θα σας κάνω τη χάρη να αποχωρήσω. Δεν θα φυγομαχήσω. Δεν θα σας κάνω τη ζωή πιο εύκολη. Θα σας βόλευε να συνεχίσετε στα μουλωχτά το θεάρεστο έργο σας, να εκτελέσετε αθόρυβα τη διατεταγμένη υπηρεσία σας με όσο γίνεται λιγότερο ή και με χωρίς αντίλογο. Οχι, κυρία εισαγγελέα , που το καθεστώς, χωρίς καν να κρύβεται, σας έδωσε την καραμελίτσα του αρεοπαγίτη μεσούσης της δίκης, για να ενισχύσει την αποφασιστικότητα όλων σας και να προλάβει τυχόν απώλειες. Οχι, κύριοι δικαστές εντός εισαγωγικών. Δεν θα οδηγηθώ για δεύτερη φορά «ως πρόβατο επί σφαγή», χωρίς να μιλήσω. Θα καθίσω εδώ να σας τα λέω και να τα ξαναλέω όσο διαρκεί η μάχη.
Πρόεδρος: Κύριε Ξηρέ, ως κατηγορούμενος έχετε δικαίωμα να ‘χετε τις απόψεις σας, να προβάλλετε τους ισχυρισμούς σας. Ομως ο τρόπος με τον οποίο απευθύνεστε στο δικαστήριο δεν είναι ο προσήκων και δε νομίζω ότι οφελεί την υπόθεσή σας. Εάν συνεχίσετε να βάλλετε τόσο κατά δικηγόρων όσο και κατά του δικαστηρίου με τον τρόπο με τον οποίο εσείς πρόσφατα απευθυνθήκατε, είμαι υποχρεωμένος να σας υπενθυμίσω ότι το δικαστήριο θα σας αποβάλλει από την αίθουσα.
Χρ. Ξηρός: Μήπως θα με βάλλετε και φυλακή;!!!
Εισαγγελέας: Να το ξαναπώ, κύριε Ξηρέ, καταρχήν δεν μου έδωσε εμένα κανένα καθεστώς προαγωγή. Η Ελλάδα είναι δημοκρατία, δεν έχει κανένα καθεστώς. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο που με προήγαγε σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν με προήγαγε ούτε εξαιτίας αυτής της δίκης ούτε από τίποτ’ άλλο. Με προήγαγε απ’ την πορεία μου στο χώρο αυτόν 30 χρόνια. Λοιπόν, τέλος, και δε θέλω να ξανακουστεί σ’ αυτή την αίθουσα αυτή η λέξη που λέτε.
Χρ. Ξηρός: Να ξεκαθαρίσω και γω ένα πράγμα. Καταρχήν, δεν έχω προσωπικά με κανέναν σας. Είστε ένα ταξικό δικαστήριο και ακριβώς αυτό το πράγμα που είστε αυτό και μας δείχνετε. Και γω είμαι ένας ταξικός αντίπαλος και είμαι από την άλλη πλευρά. Δεν είναι προσωπικό το θέμα. Αλλά χαίρομαι ιδιαίτερα που με αντιμετωπίζετε σαν αυτό που είμαι ακριβώς, δηλαδή σαν ταξικό αντίπαλο, και μου απαντάτε με πολιτικά επιχειρήματα, όπως σας απαντάω και γω.
Στη συνέχεια, ο συνήγορος του Καρατσώλη Γ. Μαντζουράνης επανέφερε το αίτημα να προσκομιστούν οι εκθέσεις ταυτοποίησης αποτυπωμάτων, στις οποίες αναφέρεται σε δυο αποφάσεις του το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο πρόεδρος επανήλθε στην τελευταία από τις απόψεις που είχε εκφράσει στην προηγούμενη συνεδρίαση, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν τέτοιες εκθέσεις και εκ παραδρομής αναφέρθηκαν ως τέτοιες από το προηγούμενο δικαστήριο. Η εισαγγελέας προσπάθησε να κλείσει το θέμα στη στενή δικονομική του διάσταση: Στα αναγνωσθέντα έγγραφα δεν υπάρχουν τέτοιες εκθέσεις. Ο Μαντζουράνης, όμως, είχε έτοιμη την απάντηση, που ανάγκασε την κ. Κουτζαμάνη να σιωπήσει: Προχθές ο Γιαννακούρης, ως μάγος, έβγαλε από το καπέλο του και κατέθεσε στο δικαστήριο έγγραφα που ούτε στον ανακριτή είχαν σταλεί ούτε στο πρώτο δικαστήριο είχαν κατατεθεί. Γιατί, λοιπόν, να μην έχει και άλλα έγγραφα που να τα έχει αποκρύψει και αυτά; Η άποψη του συνηγόρου ήταν καθαρή: Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκανε λάθος. Παγιδεύτηκε από την Αντιτρομοκρατική, που το διαβεβαίωσε ότι έχουν γίνει εκθέσεις ταυτοποίησης αποτυπωμάτων και γι’ αυτό πρέπει να εξετάσει τον Γιαννακούρη.
Το δικαστήριο, με διάσκεψη επί της έδρας (!), απέρριψε το αίτημα, διότι «από κανένα στοιχείο (sic!) δεν προέκυψε ότι υπάρχουν τέτοια έγγραφα». «Ηταν ομόφωνη η απόφαση;» ρώτησε ο Μαντζουράνης. «Ακούσατε να ανακοινώνεται μειοψηφία;», απάντησε ο πρόεδρος. «Το ρωτάω γιατί είδα ότι οι ακριανοί δεν ρωτήθηκαν», έκλεισε με δηκτικό τρόπο τη συζήτηση ο συνήγορος.
Ο Μαντζουράνης σφυροκόπησε τον Γιαννακούρη επί μιάμιση ώρα, αναφερόμενος και σε δικονομικά ζητήματα και σε ζητήματα ουσίας. Και επειδή ήταν πολλές οι φορές που τον έφερε σε αδιέξοδο (για πρώτη φορά ο Γιαννακούρης απαντούσε κομπιάζοντας και όχι κομπάζοντας, έκανε μεγάλες παύσεις και μιλούσε σε εξαιρετικά χαμηλό τόνο), είδαμε τον πρόεδρο να παρεμβαίνει διαρκώς, προσπαθώντας να προστατεύσει το μάρτυρα. Τι αποδείχτηκε; Οτι μιλάμε για το βασίλειο της αυθαιρεσίας. Η κατάληξη ήταν… παπικού τύπου: Αφού σας το λέω εγώ, πρέπει να το δεχτείτε! Γιατί δεν κάνατε ποροσκοπία (ασφαλέστατη συμπληρωματική μέθοδος ταυτοποίησης αποτυπωμάτων); ρωτούσε ο Μαντζουράνης. Τι να την κάνω, όταν έχω τρία αποτυπώματα; απαντούσε ο Γιαννακούρης. Αμα θέλετε, υποβάλλετε αίτημα στο δικαστήριο, να κάνω τώρα, εδώ (!!!) συμπλήρωνε, μπλοφάροντας. Γιατί ποροσκοπία σε αποτύπωμα που έχει υποστεί επεξεργασία με νινυδρίνη δε γίνεται, όπως τουλάχιστον έλεγε ο ίδιος στο πρωτόδικο, αλλά και στη δεύτερη δίκη για τον ΕΛΑ.
Λίγο αργότερα, την ώρα που ρωτούσε η υπεράσπιση του Βασ. Ξηρού, ο Γιαννακούρης έβγαλε από το φάκελό του ένα καινούργιο έγγραφο, λέγοντας ότι πρόκειται για για αποτυπώματα σε έναν επιστολικό φάκελο του 1981. Οταν ο πρόεδρος κατάλαβε ότι πρόκειται για καινούργιο έγγραφο, τον έκοψε και του υπέδειξε ήρεμα και καθόλου ενοχλημένος να μην το χρησιμοποιήσει, γιατί δεν έχουν λάβει γνώση οι συνήγοροι. «Αφήστε τον να κάνει και κάνα λάθος, μην τον προστατεύετε», σχολίασε δηκτικά ο Γ. Μαντζουράνης, για να συμπληρώσει: «Είναι εικόνα αστυνομίας αυτή; Να έρχεται μετά τόσο καιρό και να φέρνει έγγραφα που έως τώρα τα έκρυβε;». «Μπορεί να είναι μεταγενέστερο», απάντησε ο πρόεδρος, αναλαμβάνοντας αυτός να προστατέψει το κύρος της Αστυνομίας. Ο Γιαννακούρης «το παπί».
Και όμως, αυτό το περιστατικό, που πέρασε ξώφαλτσα, δείχνει χαρακτηριστικά τον τρόπο που η Ασφάλεια χειρίστηκε τα πειστήρια. Σαν μια ανεξάντλητη δεξαμενή, από την οποία ανασύρει ό,τι γουστάρει, όποτε γουστάρει και το στέλνει στα (πρόθυμα να το υιοθετήσουν) δικαστήρια, κάθε φορά που η στήριξη της κατηγορίας αντιμετωπίζει προβλήματα. Ας θυμηθούμε: Εστειλαν γραφολογικές εξετάσεις και εκθέσεις ελέγχου κλειδιών, μήνες μετά την έναρξη της πρώτης δίκης. Στην αρχή της δεύτερης δίκης έστειλαν άλλη έκθεση για κλειδιά, που πήγε να τη «χώσει» στη δικογραφία η εισαγγελέας. Αντέδρασαν οι συνήγοροι και η έκθεση έγινε «γαργάρα» (η εισαγγελέας ουδέποτε την επανέφερε). Στην πρώτη δίκη για τον ΕΛΑ δεν έστειλαν το «πειστήριο» με τα περιβόητα αποτυπώματα του Αγαπίου και της Αθανασάκη και το δικαστήριο απεφάνθη ότι «αφού δεν προσκομίστηκε, δεν υπάρχει». Στη δεύτερη δίκη για τον ΕΛΑ εμφανίστηκε ο Γιαννακούρης κουβαλώντας αυτό το «πειστήριο» και δηλώνοντας… αθώα «δεν μου το ζήτησαν, γι’ αυτό δεν το έστειλα» (υπόψη, ότι το πρώτο δικαστήριο είχε ζητήσει όλα τα πειστήρια και είχαν αποσταλεί και επιδειχτεί). Τώρα, εμφανίστηκε ο Γιαννακούρης κουβαλώντας νέα (ή νέες) έκθεση ταυτοποίησης αποτυπωμάτων. Και μόνο αυτή η συμπεριφορά αρκεί για να χαρακτηρίσει παντελώς αναξιόπιστα (χρησιμοποιούμε την πιο κομψή διατύπωση που μπορούμε να βρούμε). Για μας τα πράγματα είναι καθαρά: Αποτυπώματα στις γιάφκες μπορεί να έχουν βρεθεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αυτά… συμπληρώθηκαν και εμπλουτίστηκαν. Για να στηριχτεί η κατηγορία, φυσικά.
Οταν άρχισε να ρωτάει ο Α. Κωνσταντάκης, ο Γιαννακούρης εμφανίστηκε έτοιμος να πλασάρει μια καινούργια θέση. Γνώριζε ότι ο Κωνσταντάκης θα τον στρίμωχνε, βάσει των διαμειφθέντων στη δεύτερη δίκη ΕΛΑ και, όπως αποδείχτηκε, το φέρει βαρέως που σε εκείνη τη δίκη η αυθντία του στραπατσαρίστηκε άγρια. «Μπορεί να μεταφερθεί ένα αποτύπωμα;», ρωτάει ο συνήγορος. «Τι εννοείται με τη λέξη μεταφορά;», προσπαθεί να ξεφύγει ο Γιαννακούρης. Ο συνήγορος επανέρχεται με ένα παράδειγμα: «Αν εγώ πιάσω ένα ποτήρι και αφήσω το αποτύπωμά μου, μπορεί κάποιος να το πάρει και να το αποθέσει κάπου αλλού;». «Με τι μέθοδο;», εξακολουθεί να προσπαθεί να ξεφύγει ο Γιαννακούρης. «Με οποιαδήποτε μέθοδο», απαντά ο Κωνσταντάκης. «Αμα έχει χρησιμοποιηθεί σούπερ γκλου δε γίνεται», ντριπλάρει ο Γιαννακούρης και μας αφήνει όλος ξερούς. Η σούπερ γκλου είναι υλικό που χρησιμοποιούν οι ασφαλίτες στη διερεύνηση αποτυπωμάτων. Τι δουλειά έχει με την υπόθεση του ποτηριού, που ανέφερε ο συνήγορος; Κάποιος που πιάνει ένα ποτήρι, δεν το περνάει μετά και με… σούπερ γκλου, για να μη μπορούν να του πάρουν το αποτύπωμα και το μεταφέρουν! Μη τρελαθούμε κιόλας.
«Μπορεί να κατασκευαστεί σφραγίδα αποτυπώματος και να μεταφερθεί το αποτύπωμα σε άλλη επιφάνεια;», επανέρχεται με νέο ερώτημα ο Κωνσταντάκης. Και τότε ο Γιαννακούρης κάνει τη μεγάλη στροφή: «Αυτό δεν είναι μεταφορά. Φτιάχνετε εξ υπαρχής κάτι»!!! Παραδέχεται, δηλαδή, ότι μπορεί να κατασκευαστεί πλαστό αποτύπωμα! Για πρώτη φορά! Σπεύδει μάλιστα να παραπλανήσει το δικαστήριο: «Επειδή είχε γίνει μια παρουσίαση σε άλλη δίκη και το δικαστήριο ζήτησε να με φωνάξουν, αλλά οι συνήγοροι όλοι μαζί το αρνήθηκαν…». Ο Κωνσταντάκης τον επαναφέρει αμέσως: «Μην προσπαθείτε να παραπλανήσετε το δικαστήριο. Ο εισαγγελέας πρότεινε να κληθείτε και το δικαστήριο με ομόφωνη απόφασή του απέρριψε το αίτημα και δέχτηκε αυτά που παρουσίασε ένας από τους κατηγορούμενους» (σ.σ. ο Χρ. Τσιγαρίδας είχε κάνει τη σχετική παρουσίαση). Ο Γιαννακούρης κάνει γαργάρα το συγκεκριμένο και επανέρχεται ζητώντας από το δικαστήριο, αν γίνει άλλη τέτοια παρουσίαση, να τον φωνάξουν να είναι κι αυτός μπροστά. Γιατί το φέρει τόσο βαρέως; Γιατί προσπάθησε να παραπλανήσει εκείνο το δικαστήριο, λέγοντάς τους ότι δε μπορεί να γίνει μεταφορά αποτυπωμάτων. Και όταν ο Τσιγαρίδας έφτιαξε ένα σφραγιδάκι με απλά μέσα του εμπορίου και έδειξε πως μπορεί ένα αποτύπωμα να τοποθετηθεί σ’ ένα φύλλο χαρτί, όταν οι δικαστές είδαν παραστατικά μπροστά τους πώς αυτό γίνεται, οι δικαστές πείστηκαν ότι ο Γιαννακούρης τους παραμύθιαζε και γι’ αυτό αρνήθηκαν να τον ξανακαλέσουν, όπως πρότεινε ο εισαγγελέας. Ηταν πολύ χοντρό το παραμύθι. Μάλιστα, είχαν και ένα άλλο δεδομένο εκείνοι οι δικαστές. Ο Γιαννακούρης τους διαβεβαίωνε ότι η εξερεύνηση με νινυδρίνη είναι πολύ καινούργια μέθοδος (της δεκαετίας του ’90) και ένας συνήγορος έφερε το σύγγραμμα του Σταθέα του 1973, το οποίο αναφέρεται στη μέθοδο της νινυδρίνης.
Αφού, λοιπόν, παραδέχτηκε (για πρώτη φορά, το ξαναλέμε) ότι μπορεί να κατασκευαστεί αποτύπωμα «εξ υπαρχής», πάει να το γυρίσει αλλού. Οτι υπάρχουν επιφάνειες στις οποίες δε μπορεί να γίνει πλαστογράφηση αποτυπωμάτων χωρίς να διαπιστωθεί και υπάρχουν επιφάνειες που αυτό είναι εύκολο να γίνει. Καινούργιο συμπλήρωμα και αυτό. Για πρώτη φορά το λέει. Μέχρι και ο πρόεδρος, που είχε δείξει απεριόριστη υπομονή και διάθεση προστασίας του Γιαννακούρη, αναγκάζεται να του διαβάσει απόσπασμα από την κατάθεσή του στην πρώτη δίκη, που έλεγε ότι «κανένα αποτύπωμα έως τώρα δεν έχει πλαστογραφηθεί χωρίς να γίνει αντιληπτό». Επειδή είναι έξυπνος άνθρωπος, ο Γιαννακούρης καταλαβαίνει ότι η αξιοπιστία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα και προσπαθεί και πάλι να το γυρίσει αλλού: στην ποροσκοπία, με την οποία μπορεί να διαπιστώσει αν ένα αποτύπωμα είναι πραγματικό ή πλαστό. Ομως, όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί, για κανένα αποτύπωμα δεν έκανε ποροσκοπία. «Αν ο δράστης της πλαστογράφησης και ο ελέγχων είναι το ίδιο πρόσωπο, τι αξία έχει αυτό;», ρωτάει ο Α. Κωνσταντάκης. «Θέλετε να πάμε τώρα στην ποροσκοπία;», μπλοφάρει και πάλι ο Γιαννακούρης. Ομως στην πρώτη δίκη (αυτό είναι καταγραμμένο στα πρακτικά) ο Κ. Παπαδάκης τον πίεζε ιδιαίτερα πάνω σ’ αυτό το ζήτημα της ποροσκοπίας και ο Γιαννακούρης ούτε μια φορά δεν έθεσε το ίδιο ερώτημα. Η μπλόφα βγήκε από τις ανάγκες του στριμώγματος που έφαγε σ’ αυτή τη δίκη. Παραθέτουμε παρακάτω ένα μικρό απόσπασμα από τα πρακτικά της 9.6.2003, που φαίνεται καθαρά ότι ο Γιαννακούρης προσπαθεί να αποφύγει την κουβέντα για ποροσκοπία, επικαλούμενος απλά την… αυθεντία του («εγώ ξέρω, εσείς όχι»). Πουθενά δε λέει «αφού το αμφισβητείτε, φέρτε μου να κάνω ποροσκοπία να τελειώνουμε». Αλλωστε, αν μπορούσε να το κάνει, θα το είχε κάνει στο διάστημα που μεσολάβησε, για να βουλώσει τα στόματα όσων αμφισβητούν:
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Εγινε κατανοητό ότι μπορεί να κατασκευαστεί αποτύπωμα όταν κάποιος έχει το γνήσιο. Πάω στο δεύτερο, στο θέμα του ιδρώτα. Κάτι είπατε για πόρους. Κάνατε ποροσκοπία στα αποτυπώματα του Τζωρτζάτου;
Ι. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΡΗΣ: Οχι.
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Πως διαπιστώσατε αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν πόροι; Δηλαδή όταν υπάρχει αμφισβήτηση τέτοια, προφανώς θα εφαρμόσετε ποροσκοπική μέθοδο. Τι θα κάνατε δηλαδή αν φέρνατε αυτό σήμερα για να φέρετε αύριο πραγματογνωμοσύνη;
Ι. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΡΗΣ: Ξέρω κάτι που δεν ξέρετε κ. συνήγορε.
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Πολλά ξέρετε που δεν ξέρω εγώ, δεν γεννάται θέμα και αυτό είναι το πρόβλημα.
Λίγο μετά, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γ. Γκουντούνα, ο οποίος επίσης τον στρίμωξε, ο Γιαννακούρης άφησε τη θεωρία της δυνατότητας κατασκευής εξ υπαρχής αποτυπώματος και επανήλθε στα παλιά: «Είναι εντελώς απρόσφορη η τοποθέτηση αποτυπώματος με σφραγίδα». Οταν δε ο συνήγορος του διάβασε το βιβλίο του Σταθέα, που από τότε αναφέρει ότι υπάρχει τέτοια δυνατότητα και μάλιστα έχει γίνει πλαστογράφηση αποτυπωμάτων με σφραγίδα ή με πλαστικά γάντια, αυτοσχεδίασε και πάλι. Ο Σταθέας δε γνώριζε το 1973 τις σημερινές μεθόδους διερεύνησης με λέιζερ και πολιλάιτ! Ομως, αυτός ο ίδιος διαβεβαίωνε ότι ποτέ δεν ήταν δυνατή η πλαστογράφηση αποτυπωμάτων (άρα και την εποχή που έγραφε το βιβλί του ο Σταθέας). Ακόμη, αυτός ο ίδιος επί τρεις μέρες δεν έλεγε τίποτα για λέιζερ και πολιλάιτ, αλλά επέμενε ότι μόνο το εξασκημένο μάτι των «εξερευνητών» της υπηρεσίας του χρησιμοποιήθηκε για να ταυτοποιηθούν τα συγκεκριμένα αποτυπώματα. Με άλλα λόγια, την πιθανότητα πλαστότητας ουδέποτε την εξερεύνησαν, γιατί έτσι κι αλλιώς δε μπορούν να το κάνουν. Αν μπορούσαν, θα το έκαναν, για να βουλώσουν τα στόματα αυτών που τους αμφισβητούν.
Η συνεδρίαση έκλεισε με σχολιασμούς των συνηγόρων υπεράσπισης.