Η συνεδρίαση ξεκίνησε με τους μάρτυρες υπεράσπισης του Παύλου Σερίφη. Συνάδελφοί του από τη δουλειά στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», γείτονες, συγχωριανοί του, συγγενείς του, φίλοι κολλητοί, μίλησαν για την προσωπικότητά του και την πορεία του στη ζωή. Ενας άνθρωπος που δε γνώρισε γονείς (ορφάνεψε σε ηλικία 2 ετών), που πήγε μετανάστης στη Γερμανία, που γύρισε στην Ελλάδα και δούλευε σε δυο δουλειές για να επιβιώσει (σερβιτόρος και ταξιτζής), που υπέστη ένα φοβερό τροχαίο ατύχημα το 1980 και κατάφερε να γλιτώσει τη ζωή ύστερα από πολύμηνη μάχη στο ΚΑΤ, όχι όμως και το ένα του χέρι, που προσελήφθη ως ανάπηρος τηλεφωνητής στο Παίδων στη συνέχεια. Ενας άνθρωπος ήσυχος, αλτρουϊστής, οπαδός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ήπιος, που απεχθανόταν τη βία και καταδίκαζε τις ενέργειες των ένοπλων οργανώσεων.
Φυσικά, δεν ήταν δυνατό να μην αμφισβητηθούν και αυτοί οι άνθρωποι. Για παράδειγμα, ο θείος του Ανδρέας Σερίφης, που τον φιλοξένησε στη Γερμανία. Ενώ ο άνθρωπος ήταν σαφής, ότι τον φιλοξένησε το διάστημα 1972-76, η εισαγγελέας τον αμφισβητούσε και του έλεγε ότι ο Παύλος λέει ότι επέστρεψε το 1975 (το σενάριο, βλέπετε, τον έχει τοποθετήσει στην πρώτη ενέργεια της 17Ν, την εκτέλεση του σταθμάρχη της CIA Ρ. Ουέλς). Μολονότι ο μάρτυρας ήταν σαφής ότι θυμάται πως στο σπίτι του στη γερμανία ο ανηψιός του έμεινε τέσσερα χρόνια, η εισαγγελέας επέμενε να τον παγιδεύει: Μα ’72-’75 είναι τέσσερα χρόνια. Τι κι αν ο μάρτυρας ανέφερε ότι ο Παύλος πήγε στη Γερμανία Οκτώβρη του ’72, οπότε η τετραετία οδηγεί στα μισά τουλάχιστον του ’76! Η εισαγγελέας είχε τη δική της άποψη. Κατέθετε φίλος κολλητός του, συγκάτοικός του επί 13 χρόνια, ότι δεν υποψιάστηκε ποτέ τίποτα για ένταξή του σε κάποια οργάνωση και από την έδρα του διάβαζαν το καταστατικό της 17Ν για τους κανόνες συνωμοτικότητας. Μα εγώ ήμουν ο κολλητός του, θα ήμουν ο πρώτος που θα προσπαθούσε να εντάξει στην οργάνωση, αντέτεινε ο μάρτυρας, όμως μάλλον εις ώτα μη ακουόντων μιλούσε.
Τον φέρει το κατηγορητήριο να παίρνει λεφτά από τη 17Ν και οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι ζούσε πάντοτε φτωχικά, ότι ήταν επί ξύλου κρεμάμενος, ότι ο γιος του αναγκάζεται να δουλέψει για να μπορέσει να σπουδάσει, ότι το σπίτι το πήρε με δάνειο. Απάθεια από την έδρα. Το μόνο που μέτραγε για όλους είναι η προανακριτική του κατάθεση στην ανακρίτρια. Γι’ αυτό το τελευταίο ευθύνεται και η νέα υπερασπιστική γραμμή του Π. Σερίφη, που δεν έχει καταγγείλει ως προϊόν ψυχολογικών βασανιστηρίων την απολογία που έδωσε στις 2 τη νύχτα.
Μόλις τέλειωσαν οι μάρτυρες του Π. Σερίφη, επικράτησε χάος. Διότι το δικαστήριο, στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του εκπροσώπου των Αμερικανοβρετανών, είχε καλέσει μάρτυρες και άλλων κατηγορούμενων (Καρατσώλη και Τζωρτζάτου), που δε «χωρούσαν» όλοι στη συγκεκριμένη συνεδρίαση. Το χάος διευθετήθηκε χάρη στην καλή θέληση και τις αμοιβαίες υποχωρήσεις των συνηγόρων, όμως είναι δηλωτικό της τεράστιας πίεσης που ασκείται στη διαδικασία της εξέτασης των μαρτύρων υπεράσπισης, εν αντιθέσει με τη φάση των μαρτύρων κατηγορίας, όταν όλα ήταν χαλαρά και υπήρχαν συνεδριάσεις που τέλειωναν στις 11 η ώρα, λόγω απουσίας μαρτύρων.
Πριν τους μάρτυρες του Καρατσώλη κατέθεσε ο Γιάννης Φελέκης, μάρτυρας υπεράσπισης του Χρ. Ξηρού, ο οποίος τις επόμενες μέρες θα λείπει από την Αθήνα. Ο Φελέκης μίλησε για τον «φίλο μου τον “πατρίδα”, που μόνο μετά τη σύλληψή του έμαθα ότι λέγεται Χριστόδουλος Ξηρός», για έναν άνθρωπο γνωστό σε όλο τον κόσμο στα Εξάρχεια, που «ανήκε στο σταλινομαοϊκό ρεύμα, ενώ εγώ στο τροτσκιστικό», που επειδή ήταν «ντουλάπα» βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων. Επειδή άκουσα προηγούμενα το απόσπασμα από το καταστατικό της 17Ν – σημείωσε ο μάρτυρας – σας λέω ότι ο Χριστόδουλος θα ήταν ο πρώτος που θα είχε διαγραφεί από την οργάνωση, για να προστατευθεί αυτή. Γιατί ήταν ένα από τα πιο γνωστά στην Αστυνομία πρόσωπα εκείνη την εποχή.
Τα όσα κατέθεσε ο Φελέκης δεν άρεσαν καθόλου στην εισαγγελέα και τον «εκπρόσωπο», που έβαλαν μπροστά την καθιερωμένη φάμπρικα αμφισβήτησης, επινοώντας νέα επιχειρήματα». Η εισαγγελέας ρωτούσε επίμονα τον Φελέκη, αν ο Χριστόδουλος του είπε ποτέ ότι συνελήφθη ή προσήχη. Ο Φελέκης δεν θυμόταν (κι αυτό δείχνει ότι είναι ένας ειλικρινής μάρτυρας), αλλά σημείωνε πως και να συνέβαινε μάλλον δεν θα το συζητούσαν, γιατί αυτές οι μαζικές προσαγωγές ήταν ρουτίνα στα Εξάρχεια και δεν κάθονταν να τις συζητήσουν. Κάθε μέρα, ειδικά σε περιόδους όξυνσης, κάποιοι προσάγονταν στην Ασφάλεια. Πού έτεινε το επίμονο ερώτημα της εισαγγελέα; Στο ότι ο Φελέκης λέει ψέματα. Φυσικά, παρενέβη ο Χριστόδουλος και ανέφερε λίστα ολόκληρη από «ευαγή ιδρύματα» της Αστυνομίας στα οποία έχει «φιλοξενηθεί», ενώ ο Γ. Γκουντούνας δήλωσε ότι θα κάνουν αιτήσεις και θα ζητήσουν αντίγραφα από τα βιβλία συμβάντων της Αστυνομίας. Ο «εκπρόσωπος» επιστράτευσε άλλη σοφιστεία: Ο Χριστόδουλος ήταν πρότυπο και γι’ αυτό έπρεπε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, για να μπορεί να στρατολογήσει κόσμο! Υποστήριξε, δηλαδή, μια θεωρία εντελώς αντίθετη απ’ αυτή που υποστήριζε μέχρι τώρα. Και είχε δίκιο ο Γκουντούνας που παρατήρησε ειρωνικά: Δηλαδή έγινε στρατολόγος τώρα ο Χριστόδουλος;
Ενταση επικράτησε και κατά τη διάρκεια της εξέτασης των δύο πρώτων μαρτύρων υπεράσπισης του Κ. Καρατσώλη. Του συναδέλφου (και στη συνέχεια φίλου και κουμπάρου του) Ε. Πάλλη και της ιδιοκτήτριας του τυπογραφείο στο οποίο και οι δύο εργάζονταν Μ. Μαστραντώνη. Και οι δύο αυτοί μάρτυρες αναφέρθηκαν στην κλοπή χρησιμοποιημένων τσίγκων από το τυπογραφείο. Κλοπή που δεν την επινόησε η υπεράσπιση, μετά τη σύλληψη του Καρατσώλη (του αποδίδονται αποτυπώματα σε τσίγκους που βρέθηκαν σε γιάφκα της 17Ν), αλλά είχε καταγγελθεί αμέσως στην Αστυνομία και είχε σχηματιστεί δικογραφία. Σώνει και καλά να το αμφισβητήσουν και αυτό εισαγγελέας και «εκπρόσωπος». Αφού το «επιχείρημα» ότι την κλοπή μπορεί να την έκανε η 17Ν κατέπεσε λογικά (η οργάνωση δεν θα πήγαινε να κάνει κλοπή εκεί που εργαζόταν ένα μέλος της, το οποίο, στο κάτω-κάτω, αφού ήταν της δουλειάς μπορούσε να στείλει κάποιον ν’ αγοράσει τσίγκους από κάποιο κατάστημα), επιστρατεύτηκαν άλλα. Γιατί να κλέψουν τους τσίγκους, πόσα λεφτά είχαν οι τσίγκοι και άλλα τέτοια φαιδρά. Η Μαστραντώνη τους εξήγησε υπομονετικά όλη τη δουλειά, τα «επιχειρήματα» εξαντλήθηκαν και τότε η εισαγγελέας, πασχίζοντας μανιωδώς να βρει κάτι, κόλλησε: Γιατί ο σύζυγος της ιδιοκτήτριας ανέφερε στην Αστυνομία, όταν κατήγγειλε την κλοπή, ότι κλάπηκαν μεταλλικοί δίσκοι; Η μάρτυρας απάντησε με φυσικότητα και σιγουριά, ότι αποκλείεται ο σύζυγός της να χρησιμοποίησε τέτοιον όρο και ότι έτσι πρέπει να το έγραψε ο αστυνομικός που δεν ξέρει. Κι ενώ η εισαγγελέας εξακολουθούσε να ρωτάει, παρενέβη ο συνήγορος Γ. Μαντζουράνης, που έριξε μια ματιά στα έγγραφα, και είπε ότι ο όρος «μεταλλικοί δίσκοι» δεν υπάρχει πουθενά.
Να βοηθήσουμε εμείς την κ. Κουτζαμάνη, για να μην εκτίθεται άδικα. Αν θυμόμαστε καλά, τον όρο μεταλλικοί δίσκοι χρησιμοποίησε ένας αξιωματικός από την Ασφάλεια που κατέθεσε για τα πειστήρια. Σε κανένα τυπογραφείο, επίπεδο ή κυλινδρικό, δεν υπάρχουν μεταλλικοί δίσκοι. Υπάρχουν τσίγκοι, σε σχήμα παραλληλόγραμμου, καθορισμένων διαστάσεων μάλιστα, και τυπογραφικοί κύλινδροι στους οποίους τυλίγονται οι τσίγκοι κατά τη διαδικασία της εκτύπωσης. Οι χρησιμοποιημένοι τσίγκοι πωλούνται ως μέταλλο και «κόβουν λεφτά». Τελεία και παύλα. Γεγονός είναι ότι από το τυπογραφείο που εργαζόταν ο Καρατσώλης κλάπηκαν χρησιμοποιημένοι τσίγκοι και η κλοπή καταγγέλθηκε αμέσως, σε ανύποπτο χρόνο. Μπορεί κανείς να μας βεβαιώσει ότι τα φερόμενα ως αποτυπώματα του Καρατσώλη σε τσίγκο που βρέθηκε σε γιάφκα της 17Ν δεν είναι τα αποτυπώματα που άφησε πιάνοντας εκατοντάδες τσίγκους στο τυπογραφείο που δούλευε; Είναι πραγματικά ευτυχής σύμπτωση που στο συγκεκριμένο τυπογραφείο έγινε κλοπή τσίγκων. Γιατί θα μπορούσε να μη γίνει και ο Καρατσώλης να προσπαθεί μάταια να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας.
Η Φωτεινή Φάρα, φίλη και συνάδελφος των Κωστάρη και Καρατσώλη στο μεσιτικό γραφείο που εργάζονταν, δεν περιορίστηκε μόνο στη σκιαγράφηση της προσωπικότητας των φίλων της, του Ηρακλή και του Κώστα, όπως τους αποκαλούσε. Παρουσίασε στο δικαστήριο τον τρόπο με τον οποίο αυτή έφτασε στο σημείο να απορρίψει τις κατηγορίες και να έρθει ως μάρτυρας υπεράσπισης των συναδέλφων της. Αν δεν είχα πειστεί, δεν θα ήμουν σήμερα εδώ, είπε με έμφαση. Αρχισα να ψάχνω –είπε- τις ατζέντες μου. Γιατί δε μπορούσε να χωρέσει το μυαλό μου ότι τα παιδιά, που δούλευαν όλη μέρα, που είχαν οικογένειες, φίλους, είχαν και μια άλλη δραστηριότητα. Και εξήγησε ότι είναι αυτή που βρήκε ότι την ώρα που στον Καρατσώλη αποδίδεται συμμετοχή σε μια ληστεία, αυτός έδειχνε ένα οικόπεδο σε πελάτη του μεσιτικού γραφείου. Κι ότι την ώρα που στον Κωστάρη αποδιδόταν συμμετοχή στην εκτέλεση Σόντερς (στη συνέχεια έφυγε αυτή η κατηγορία) και συμμετοχή σε μια ληστεία, αυτός ήταν σε δουλειά μαζί της (και απ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία απαλλάχτηκε ο Κωστάρης).
Περιττεύει να πούμε τι χαρακτήρα πήρε η επίθεση σ’ αυτή τη μάρτυρα. Λυσσώδη θα τον χαρακτηρίζαμε. Οι εισαγγελείς δεν την άφηναν καν να απαντήσει στα ερωτήματα, να προλάβει να εξηγήσει τη σκέψη της. Και όμως, η μάρτυρας ήταν σαφής και ακλόνητη στα πάντα. Και στον τρόπο που δουλεύει το μεσιτικό γραφείο και στην ημερομηνία και ώρα που έγινε το ραντεβού του Καρατσώλη με τον συγκεκριμένο πελάτη και γι’ αυτό δε θα μπορούσε να είναι στη ληστεία. Αλλωστε, το ραντεβού ήταν γραμμένο στην ατζέντα του Καρατσώλη, που κατασχέθηκε από το σπίτι του Καρατσώλη. Και ποιο ήταν το πρόβλημα; Οτι στην ατζέντα του Καρατσώλη έφραφε 4 η ώρα, ενώ το ραντεβού έγινε 2:30! Λες και δε μπορούσε με ένα τηλεφώνημα να πάει το ραντεβού λίγο πιο μπροστά. Λες και αν ο Καρατσώλης ήθελε την ίδια μέρα να συμμετάσχει σε ληστεία, θα έβαζε ραντεβού με πελάτες. Και το πιο σημαντικό: λες και δεν υπάρχει η κατάθεση του πελάτη στο πρώτο δικαστήριο, που δε θυμόταν ημερομηνία αλλά θυμόταν όλα τα άλλα στοιχεία (ημέρα της εβδομάδας, ώρα, τόπο ραντεβού, τόπο οικοπέδου) και επιπλέον θυμόταν ότι ο Καρατσώλης του πρότεινε να του δείξει και άλλα οικόπεδα, επειδή το πρώτο δεν τον ενδιέφερε.
Επειδή, λοιπόν, η μάρτυρας ήταν σαφής και ακλόνητη, επειδή οι απαντήσεις της δίνονταν με τον πιο φυσικό τρόπο, ο αναπληρωτής εισαγγελέας επιστράτευσε το ύστατο «επιχείρημα»: Πώς είναι δυνατόν να θυμόσαστε μετά από τόσα χρόνια; Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Χρ. Ξηρό, ο οποίος διέκοψε και απευθυνόμενος στους εισαγγελείς τους ρώτησε γιατί δεν έκαναν την ίδια ερώτηση και στους μάρτυρες κατηγορίας. Απάντηση, φυσικά, δεν πήρε, γι’ αυτό και επανήλθε με ένα σχόλιο μετά το τέλος της κατάθεσης της μάρτυρα. Κατηγόρησε τους εισαγγελείς για επίδειξη ακραίας μεροληψίας. Θύμισε ότι τα γεγονότα που επικαλέστηκε η συγκεκριμένη μάρτυρας είναι πρόσφατα (αφορούσαν το 2001-2002) και ότι τη μνήμη της υποβοήθησε η ατζέντα της και η ατζέντα του γραφείου, ενώ αυτά που κατέθεταν οι διάφοροι κραγμένοι ψευδομάρτυρες (τους ανέφερε έναν προς έναν) συνέβησαν πριν από 20 χρόνια. Και όμως, ούτε πίεση δέχτηκαν ούτε ερωτήσεις για το πώς γίνεται να θυμούνται τους έγιναν. Κατέληξε καταγγέλλοντας τους εισαγγελείς ότι δεν τους κινεί το πάθος για την ανεύρεση της αλήθειας, όπως λένε.
Τα πράγματα τα ξεκαθάρισε ακόμα περισσότερο ο ιδιοκτήτης του μεσιτικού γραφείου Θεόδωρος Θάνος, που ακολούθησε. Κατέθεσε το όνομα του ιδιοκτήτη του οικοπέδου, παλιού πελάτη του γραφείου του, που δεν δημιουργούσε κανένα κίνδυνο απώλειας της μεσιτικής αμοιβής (η αμφισβήτηση εγειρόταν, επειδή δεν υπήρχε εντολή από τον πελάτη). Οσο για τον κίνδυνο απώλειας της αμοιβής από τον αγοραστή, ο Θάνος κατέθεσε το σχετικό νόμο που έχει τροποποιηθεί και προβλέπει καταβολή της αμοιβής ακόμα και με προφορική εντολή προς τον μεσίτη.
Η ένταση συνόδευσε από την πρώτη στιγμή την κατάθεση Θάνου. Γιατί έκανε αναφορά στους πελάτες του γραφείου του και είπε ότι ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και ανώτεροι δικαστικοί. Αυτό δεν άρεσε και τόσο, γιατί βέβαια δεν συμβιβάζεται και τόσο η ιδιότητα του δικαστικού με την αγορά οικοπέδων και διαμερισμάτων στα πανάκριβα βόρεια προάστεια που δραστηριοποιείται το γραφείο του Θάνου. Η κορύφωση ήρθε όταν ο μάρτυρας κάποια στιγμή χαρακτήρισε ψευδομάρτυρα τον Μπερετάνο. Η εισαγγελέας και η εκ δεξιών του προέδρου εφέτης μόρφασαν ειρωνικά, ο Γ. Μαντζουράνης στηλίτευσε το γεγονός (η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει και να φαίνεται τίμια, παρατήρησε), επικράτησε ένταση και ο πρόεδρος πήρε διάλειμμα, 25 λεπτά πριν το τέλος της συνεδρίασης. Μετά το διάλειμμα, η Κ. Σταμούλη ζήτησε το λόγο και είπε ότι η εισαγγελέας κάνει χειρονομίες με αποτέλεσμα οι μάρτυρες, που δεν έχουν δικαστηριακή εμπειρία, να «κομπλάρουν». «Εκανα καμιά χειρονομία που να σας φόβισε;», ρώτησε η εισαγγελέας το μάρτυρα. «Εμένα δε μπορεί να με φοβίσει κανένας», απάντησε ο Θάνος. «Εκείνο που είδαμε όλοι είναι η ειρωνία και η απαξίωση», σχολίασε ο Κουφοντίνας. «Είμαι γελαστός άνθρωπος», δικαιολογήθηκε η εισαγγελέας. «Εκείνο που είπα είναι ότι δε μπορώ να γίνω σαν τον Μπερετάνο, ότι δε θέλω κάποιος να με πει Μπερετάνο», έκλεισε τη συζήτηση ο Θάνος.
Σε λίγο προέκυψε νέα εντολή, καθώς ο Αναγνωστόπουλος ξεκίνησε να υποβάλει ερωτήσεις στο μάρτυρα, ενώ δεν έχει καταθέσει παράσταση πολιτικής αγωγής για καμιά από τις ενέργειες που κατηγορείται ο Καρατσώλης. Ο Γ. Μαντζουράνης υπέβαλε αίτημα στο δικαστήριο να απαγορευτεί στον Αναγνωστόπουλο να υποβάλει ερωτήσεις, διότι διαφορετικά προκύπτει απόλυτη ακυρότητα. Το εκπληκτικό είναι ότι η εισαγγελέας υποστήριξε ότι δεν ακούστηκε η ερώτηση του Αναγνωστόπουλου, για να διαπιστωθεί αν αφορούσε τον Καρατσώλη ή τον Κωστάρη (για τον δεύτερο έχει καταθέσει παράσταση πολιτικής αγωγής). Με έκπληξη και ο Μαντζουράνης και ο μάρτυρας της υπενθύμισαν ότι έκανε σειρά ερωτήσεων που αφορούσαν τον τρόπο λειτουργίας του μεσιτικού γραφείου, αλλά αυτή επέμενε ότι αυτές οι ερωτήσεις έγιναν στην προηγούμενη μάρτυρα (τόσο καλά παρακολουθούσε τη διαδικασία!). Οταν κατάλαβε τι έχει γίνει, περιορίστηκε να επαναλάβει τα επιχειρήματα του Αναγνωστόπουλου: ότι ο Καρατσώλης επιβαρύνει τον Κωστάρη και γι’ αυτό η πολιτική αγωγή κατά του Κωστάρη δικαιούται να υποβάλει ερωτήσεις και στους μάρτυρες του Καρατσώλη!
Ο Θάνος, όμως, είχε και άλλο πρόβλημα. Κατηγόρησε στα ίσια τον Αναγνωστόπουλο ότι λέει ψέματα, γιατί αυτός είχε υποστηρίξει, σε ερώτηση προς την προηγούμενη μάρτυρα, ότι γνωρίζει αγωγή που έχει κάνει σε πελάτη του το γραφείο Θάνου. Στα 31 χρόνια που διατηρώ το γραφείο –είπε- έχω κάνει όλες κι όλες πέντε αγωγές και απ’ αυτές καμία δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ο κ. Αναγνωστόπουλος, γιατί δεν αφορά πελάτη του. Θυμωμένος, μάλιστα, προκάλεσε τον Αναγνωστόπουλο να του δείξει μια αγωγή ή να του πει ένα όνομα κι αυτός εσιώπησε. Τελικά, επειδή η ώρα πήγε 3:30, τη λύση έδωσε η διακοπή.