Η μέρα των συνηγόρων υπεράσπισης της Αγγελικής Σωτηροπούλου, που κλήθηκαν για δεύτερη φορά να επιτελέσουν ένα άχαρο έργο. Να μιλήσουν για τα αυτονόητα, να προσπαθήσουν να αποδείξουν τα αυτονόητα.
Η Δάφνη Βαγιανού αναφέρθηκε καταρχάς στο διεθνές πλαίσιο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και στις αλλαγές που επέφερε στις νομοθεσίες και στον τρόπο εφαρμογής του Δικαίου. Στην αμφισβήτηση του ίδιου του πυρήνα του αστικού ποινικοδικαικού συστήματος. Σε ό,τι αφορά την κατηγορία κατά Σωτηροπούλου, η συνήγορος υποστήριξε ότι η έφεση των εισαγγελέων έπρεπε να απορριφθεί ως μη αιτιολογημένη. Γιατί ενώ στην πρώτη δίκη έχουν κατατεθεί τόσα πράγματα, το μόνο που επικαλείται η έφεση είναι το αποτύπωμα στη Δαμάρεως και το ότι η Σωτηροπούλου επί δεκαετία υπήρξε σύντροφος δυο κορυφαίων στελεχών της Οργάνωσης! Δηλαδή, έγινε έφεση σε μια απόφαση που ως προς τη Σωτηροπούλου ήταν πλήρως αιτιολογημένη και αναφερόταν σε όλο τον πλούτο των αποδεικτικών μέσων που παρουσιάστηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη.
Στη συνέχεια, η συνήγορος (εδώ άρχισε το άχαρο έργο) ασχολήθηκε με όλες τις πτυχές της υπόθεσης, εστιάζοντας στις δυο ψευδομάρτυρες που χρησιμοποιήθηκαν για να θεμελιωθεί εμπλοκή της Σωτηροπούλου στη 17Ν. Ξετίναξε όλες τις απιθανότητες και τους παραλογισμούς που περιλάμβάνονταν στις δυο ψευδομαρτυρικές καταθέσεις, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ή φαντασιόπληκτοι ή κατασκευασμένοι μάρτυρες ήταν. Εκείνο που έχει σημασία είναι το περιβάλλον που δημιούργησε τέτοιους μάρτυρες που κατέθεσαν εξ ολοκλήρου φανταστικά περιστατικά. Το περιβάλλον της τρομοϋστερίας, του κυνηγιού μαγισσών, της δαιμονοποίησης ανθρώπων, της ενοχοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων.
Η Γιάννα Κούρτοβικ διευκρίνισε αρχικά, ότι ο Δ. Κουφοντίνας έχει δώσει εντολή στους συνηγόρους του να μην αγορεύσουν και αυτή του η εντολή είναι σεβαστή. Η ίδια, όμως θεώρησε χρέος της να τοποθετηθεί εισαγωγικά για το σύνολο της υπόθεσης, αφιερώνοντας μερικά λόγια στον Δ. Κουφοντίνα.
Μίλησε λοιπόν για την εμφάνιση Κουφοντίνα στα σκαλιά της ΓΑΔΑ, στις 5 Σεπτέμβρη του 2002, την οποία χαρακτήρισε ως την «τελευταία εντυπωσιακή ενέργεια της Οργάνωσής του», με την οποία καταρράκωσε όλο το σκηνικό του τρόμου, όλα εκείνα που είχαν στηθεί εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 2002. Ανέτρεψε τη μεγαλύτερη διωκτική επινόηση που είχε ποτέ γίνει. Εμφανιζόμενος, ανέλαβε την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής του στη 17Ν και κάλεσε τους ανθρώπους που είχαν συλληφθεί να διεκδικήσουν και να ανακτήσουν την αξιοπρέπειά τους. Γιατί η διωκτική επινόηση είχε οδηγήσει στην καταρράκωση όχι μόνο κάποιων ανθρώπων, που στο κάτω-κάτω μπορεί να μην είχαν καμιά σχέση με την Οργάνωση, αλλά «αλλά του ίδιου του περιεχομένου, της ίδιας της ιδεολογίας η οποία οπλίζει το χέρι των εξεγερμένων, των ίδιων των αξιών που οδηγούν τους ανθρώπους στα πεδία της μάχης, με δίκαια ή με άδικα μέσα, με μέσα που συμφωνείτε ή δεν συμφωνείτε, αυτό είναι μια άλλη ιστορία».
Παλέψαμε στη δίκη –είπε η συνήγορος- χωρίς να διεκδικήσουμε τίποτα, χωρίς να υποβάλουμε καμιά ένσταση για τον Δ. Κουφοντίνα, γιατί το Δίκαιο δεν είναι ουδέτερο και ξέραμε πολύ καλά από τι δικαστήριο δικάζεται ο Δ. Κουφοντίνας. «Γιατί το πιστεύουμε και ξέρουμε, ότι όταν πλήττεται το κράτος στον πυρήνα της εξουσίας του, όταν αμφισβητείται το κρατικό μονοπώλιο της βίας, τότε δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για την απόδοση Δικαίου, δεν υπάρχει επίπεδο, δεν υπάρχει στάδιο απονομής Δικαιοσύνης. Γιατί το Δίκαιο, κύριοι δικαστές, δεν είναι ουδέτερο. Το Δίκαιο είναι εργαλείο περιφρούρησης της αυθεντίας της εξουσίας και σαν τέτοιο το ορίζει ουσιαστικά το σύστημα, σαν τέτοιο το υπηρετείτε κι εσείς. Θέλετε ή μη! Είναι δύσκολο να διαφοροποιηθείτε, είναι δύσκολο να αποστείτε από αυτή του τη λειτουργία».
Η μόνη ένσταση που υπέβαλε ο Δ. Κουφοντίνας ήταν αυτή που αφορούσε τον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης και ό,τι σχετίζεται μ’ αυτό. «Εδωσε τη μάχη ο Δημήτρης Κουφοντίνας μέσα σε αυτή την αίθουσα, όχι για να διεκδικήσει κάποια ψίχουλα δικαιότητας από το σύστημα, όχι για να σας πείσει για κάποια ελαφρυντικά, όχι για δικονομικές εγγυήσεις, όχι για πράγματα που θα ήταν περιττά προσχήματα για ένα άνθρωπο ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη της δράσης του και διεκδικεί το δίκιο του αγώνα του, αλλά για να σας πείσουμε ότι οι κοινωνικές αντιθέσεις παράγουν πολιτική σύγκρουση. Παράγουν πολιτική σύγκρουση και στη σύγκρουση αυτή το κράτος –που είναι πάντα το ισχυρότερο- δεν είναι πάντα ο νικητής».
Το τίμημα για τον Δ. Κουφοντίνα απ’ αυτή τη στάση του ήταν βαρύ. Δεν είναι μόνο τα 13 ισόβια. Προσπάθησαν να τον απαξιώσουν. Τον είπαν «κτήνος», τον είπαν «αιμοσταγή δολοφόνο», η μητέρα του παιδιού του είναι η μόνη που μπήκε φυλακή, για το ανήλικο παιδί του ζητήθηκε εγκλεισμός σε ίδρυμα. Σαν νέες Φρειδερίκες ορισμένοι επώνυμοι ζητούσαν ένα ίδρυμα για το παιδί του επαναστάτη.
Δίπλα σ’ όλα αυτά, προστέθηκε μια εκστρατεία σπίλωσης και συκοφάντησης από άλλα κέντρα, που δεν έχουν σχέση με το δικαστήριο, δεν έχουν σχέση με την εξουσία. Μια εκστρατεία σπίλωσης που ξεκίνησε από ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σ’ αυτή την αίθουσα, για δικούς τους ακατανόητους λόγους. Βρομερές επιστολές, με ταπεινά και άθλια επιχειρήματα, άρχισαν να δημοσιεύονται κι ένα λαθρόβιο έντυπο άρχισε να κυκλοφορεί, με σκοπό να χτυπήσει όχι μόνο τον Δ. Κουφοντίνα, αλλά και μένα ως υπερασπιστή του. Ο,τι τον αγγίζει έπρεπε να χτυπηθεί. Εγινε ακόμα και το πρωτοφανές: ένας δικηγόρος να πάρει το λόγο και να αφιερώσει μεγάλα κομμάτια της αγόρευσής του για να χτυπήσει τον Δ. Κουφοντίνα, κατηγορώντας τον ότι «συνεργάστηκε για να σώσει τη γυναίκα του και το παιδί του». Διαμαρτυρόμενος, φαντάζομαι μέσα του, γιατί η γυναίκα του έμεινε μόνο 15 μήνες στη φυλακή, διαμαρτυρόμενος φαντάζομαι μέσα του, στο βάθος της ψυχής του, γιατί δεν δικάζεται και ο γιος του. «Υποτασσόμενος σε μια γραμμή που λέει υποκριτικά και δόλια ότι, για να μην είναι συνεργαζόμενος, για να μην έχει τη ρετσινιά ο Δημήτρης Κουφοντίνας, θα πρέπει να δώσει στοιχεία από τη δράση της Οργάνωσής του -για την οποία έφαγε τα 13 ισόβια στο δικαστήριό σας- να συμβάλλει σε καταδίκες ανθρώπων, να “δώσει” -όπως λέμε- συγκατηγορούμενούς του, να εκλιπαρεί για την αθωότητά του και να πάρει επιπλέον πάνω του όλα όσα βαραίνουν τους συγκατηγορούμενούς του για να απαλλαγούν αυτοί από αυτά. Τόσο ηθικά, τόσο επαναστατικά, τόσο τίμια, τόσο στέρεα». Το να ‘σαι δικηγόρος –σημείωσε η Γ. Κούρτοβικ- είναι επάγγελμα. Το να ‘σαι συνήγορος υπεράσπισης είναι λειτούργημα. Για να ‘σαι δικηγόρος θέλει μόνο να έχεις φιλοδοξίες, για να είσαι συνήγορος πρέπει να έχεις αξίες. Πέρασαν απ’ αυτή την αίθουσα άνθρωποι που τίμησαν το λειτούργημα του συνηγόρου και άνθρωποι που παρέμειναν δικηγόροι, απλοί εκτελεστές εντολών. Εγώ λυπάμαι γι’ αυτούς, που επέλεξαν να είναι απλοί εντολοδόχοι, ζήλωσαν τη δόξα του καταδότη και υπηρέτησαν άνομα σενάρια, όποιων κι αν ήταν αυτά τα σενάρια.
Ο Δ. Κουφοντίνας έμεινε στη θέση του, έδωσε τη μάχη του, υπερασπίστηκε την τιμή και την ιστορία του και θα μείνει στη συνείδηση της κοινωνίας ως ο πρωταγωνιστής αυτής της υπόθεσης, όχι γι’ αυτό που θα του καταλογίσετε, αλλά γι’ αυτό που σηματοδότησε με τη στάση του από τότε που πρωτοανέβηκε τα σκαλιά του Εφετείου μέχρι σήμερα. Η Γ. Κούρτοβικ θύμισε αυτό που έγραψε ο καθηγητής Κ. Μπέης για τον Δ. Κουφοντίνα. Οτι κάποτε, όταν καταλαγιάσουν τα πάθη, η Ιστορία θα τιμήσει το ευγενικό ήθος ενός ουτοπικού επαναστάτη, στους δικούς μας καιρούς, που όντως δεν προσφέρονται για λαϊκούς ήρωες. «Αυτή είναι μια ετυμηγορία, κύριοι δικαστές, μια ετυμηγορία ηθική. Εμείς στεκόμαστε σε αυτήν. Οταν καταλαγιάσουν οι καπνοί όλης αυτής της ιστορίας, υπάρχει ένα άλλο Δίκαιο και μια άλλη αλήθεια, η οποία είναι αυτή που μένει».
Ηταν απαραίτητη αυτή η παρέκβαση της Κούρτοβικ και της αξίζουν συγχαρητήρια που δε μάσησε τα λόγια της, αλλά έδωσε την πρέπουσα απάντηση στους λασπολόγους. Στον Γιωτόπουλο, στον εντολοδόχο του δικηγόρο και στον ολιγάριθμο (σε ταξί χωρούν όλοι μαζί) εσμό των κολαούζων του, που συσπειρώνεται γύρω από το λαθρόβιο έντυπο που χρηματοδοτεί η νεόκοπη μεγαλοεκδότης.
Στη συνέχεια, η Γ. Κούρτοβικ αναφέρθηκε στην εικόνα της δίκης. Στην απόρριψη όλων των ενστάσεων της υπεράσπισης. Στην προστασία των κραυγαλέων ψευδομαρτύρων-αναγνωριστών, που ούτε ένας τους δεν αμφισβητήθηκε από την έδρα. Στην επικύρωση των προανακριτικών απολογιών, ακόμη και αυτών του ημιθανούς Σάββα Ξηρού στην Εντατική του Ευαγγελισμού. Στο τέλος, συνόψισε τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τις μαρτυρικές καταθέσεις σε βάρος της Αγγ. Σωτηροπούλου, αναδείκνύοντας εκείνα τα στοιχεία τους που δείχνουν ότι επρόκειτο για καταθέσεις εμφανώς κατευθυνόμενες, που οφείλονται σε μίσος που απορρέει από τη δαιμονοποίηση της Σωτηροπούλου. Τέλος, η συνήγορος αναφέρθηκε αναλυτικά στα νομικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με το αδίκημα της «συμμετοχής» (τρομονόμος), εν σχέσει με την κατηγορία κατά Σωτηροπούλου, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και με βάση την πιο κατασταλτική ερμηνεία του τρομονόμου δε μπορεί να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία κατά της Αγγελικής, γιατί ξεπερνιούνται και τα πιο ακραία όρια διεύρυνσης του αξιοποίνου.
«Προκήρυξη της καθεστηκυίας τάξης», χαρακτήρισε η Γ. Κούρτοβικ την πρωτόδικη απόφαση, θυμίζοντας τον εύστοχο χαρακτηρισμό που είχαν δώσει οι Κ. Κατή και Π. Στάθης στο δικό τους σχολιασμό στην «Ελευθεροτυπία». Ο κύκλος των οργανώσεων ένοπλης πάλης που γέννησε η δικτατορία και η μεταπολίτευση έκλεισε, κατέληξε η συνήγορος. Εσείς όμως με την απόφασή σας δε μπορείτε να συμβάλλετε στο κλείσιμο αυτού του κύκλου. «Τα ιστορικά κεφάλαια δεν κλείνουν μέσα στα δικαστήρια, δεν κλείνουν με δικαστικές αποφάσεις. Δεν κλείνουν με δικαστικές αποφάσεις, που ασκούν από την πλευρά τους τη δική τους βία, περίσσια βία. Δεν μπορεί να κλείσει, να τελειώνει αυτή η υπόθεση με τη δική σας και μόνο απόφαση. Δεν μπορείτε με καταδίκες, που δεν νομιμοποιούνται στη συνείδηση της κοινωνίας, να ελπίζετε ότι μπορείτε να γράψετε το τέλος και να χαρίσετε στην κοινωνία την επούλωση των πληγών, που γέννησε η δράση, που γέννησαν και τα αίτια που προκάλεσαν τη δράση».
Απευθυνόμενη στον πρόεδρο, που συνταξιοδοτείται και μόνο γι’ αυτό, η Γ. Κούρτοβικ είπε ότι επέδειξε σεμνότητα, σεβασμό προς τους κατηγορούμενους και τους δικηγόρους, υπομονή και μετριοπάθεια, η οποία είναι αρετή δικαιότητας, αρετή Δικαιοσύνης και αυτό τον τιμά.