Με μάρτυρες υπεράσπισης του Πάτροκλου Τσελέντη ξεκίνησε η σημερινή διαδικασία (οι καταθέσεις όλων των μαρτύρων ολοκληρώθηκαν).
Ο Μηνάς Τσελέντης, μακρινός συγγενής του κατηγορούμενου και στενός φίλος του αναφέρθηκε στην προσωπικότητά του και εξέφρασε την αντίθεσή του σε κάθε μορφή βίας, μολονότι δήλωσε αριστερός που βασανίστηκε μάλιστα επί χούντας. Τα νεότερα παιδιά -είπε- μπήκαν σε οργανώσεις βίας, κάνανε λάθη και μάλιστα χοντρά. Η εκτίμησή του είναι ότι ο Τσελέντης υπήρξε ιδεαλιστής αριστερός και έχει μετανιώσει για τη συμμετοχή του στη 17Ν, ζήτησε δε από το δικαστήριο να τον κρίνει με επιείκεια, γιατί «τα 25 χρόνια είναι πολλά». Ο Π. Τσελέντης «είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί, έχει μια γυναίκα, αφήστε τον να κάνει και ένα παιδί. Δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο για την κοινωνία». Απαντώντας σε ερωτήσεις της υπεράσπισης, ο Μ. Τσελέντης τόνισε ότι ο Πάτροκλος δε θα μπορούσε ποτέ να πάει να καταδώσει τους συντρόφους του για να εισπράξει λεφτά κι ας ήταν πολλά τα λεφτά των επικηρύξεων κι ας εργαζόταν ο ίδιος σκληρά για να ζήσει.
Ο εκδότης της «Αυριανής» και ιδιοκτήτης του «Αlter» Γιώργος Κουρής είπε τα δικά του («στην εποχή μας μόνο παλαβοί άνθρωποι μπορούν να νομίζουν ότι με τη βία θ’ αλλάξουν την κοινωνία», «εμείς οι Κεφαλλονίτες είμαστε λίγο τρελοί, είναι το νερό»), έκανε όμως και μερικές ενδιαφέρουσες επισημάνσεις, πέρα από τις αναφορές στην οικογένεια Τσελέντη, μιας από τις καλύτερες της Κεφαλονιάς, όπως είπε. Σταχυολογούμε μερικά: «Αυτά τα φαινόμενα είναι πολιτικά». «Καμιά φορά η κρατική βία οδηγεί ορισμένους ανθρώπους, ενθουσιώδεις, συναισθηματικούς, να κάνουν πράξεις που δεν είναι σωστές». «Κάνω έκκληση στα μέλη της 17Ν να αποκηρύξουν τη βία. Ομως και μερικά από τα θύματα προκάλεσαν πολύ. Κι αν η Δικαιοσύνη λειτουργούσε σωστά, πολλοί απ’ αυτούς δεν θα είχαν πάρει τα όπλα. Εγώ δεν πιστεύω ότι κανένας απ’ αυτούς είναι παραδόπιστος. Γιατί αν ήταν παραδόπιστος θα έβρισκε αλλού τα λεφτά». «Να σταματήσουν οι κλέφτες, για να σταματήσουν κι αυτοί αυτά που κάνανε». «Δε λέω ότι κάνανε καλά, όμως η Πολιτεία πρέπει να συγχωρεί. Να μην επαναληφθεί αυτό που έγινε μετά τον εμφύλιο, που όταν οι άλλοι έχτιζαν εργοστάσια, εμερίς χτίζαμε φυλακές και δώσαμε τα χέρια μετά από 50 χρόνια». «Δώστε τους μια ευκαιρία. Ο κ. Κουφοντίνας είναι πιο χρήσιμος, δώστε του την ευκαιρία να γίνει σαν τον Κούρτσιο, να μεγαλώσει το παιδί του, τι το θέλετε να τον κλείσετε 25 χρόνια στη φυλακή;». «Δάσκαλος καλός ο κ. Κουφοντίνας, τον θέλω εγώ για δημοσιογράφο. Ετσι έγινε στην Ιταλία, δώστε τους την ευκαιρία. Δεν είναι παραδόπιστοι. Κάνω έκκληση στην ανθρωπιά σας. Να κοιτάξετε το συμφέρον του τόπου». «μεγαλύτερος εγκληματίας είναι ο Μπους. Αν μπορούσα θα τον έκλεινα σ’ ένα κελί».
Η σύζυγος του Π. Τσελέντη, υπάλληλος της ΥΠΑ αναφέρθηκε στην προσωπικότητα του συζύγου της και στη μετάνοιά του σε σχέση με τη συμμετοχή του στη 17Ν.
Η έκπληξη ήταν ο γνωστός ποινικολόγος Αλέξης Κούγιας, που δεν είχε καταθέσει στην πρώτη δίκη (του ζητήθηκε από τον Μηνά Τσελέντη να καταθέσει ως μάρτυρας του Πάτροκλου). Ο Κούγια ξεκίνησε με μια αναφορά στην αντίφαση που βίωσε ο ίδιος ως παιδί: η γιαγιά του εφτά χρόνια στη Μακρόνησο και ο πατέρας του χωροφύλακας. Στη δικτατορία -είπε- όποιος είχε την τύχη, το θάρρος και την προσωπικότητα να αποτελεί μέλος μιας επαναστατικής οργάνωσης αντιμετωπίζεται σήμερα ως ήρωας. Ομως τότε αυτός τράβηξε τα πάνδεινα. Είχε την τύχη και την ατυχία ταυτόχρονα. Οι άνθρωποι που πήραν ακραίες θέσεις -είπε- δεν κινήθηκαν από προσωπικά ελατήρια. Θυσίασαν καριέρες, ενώ πολλοί απ’ αυτούς ήταν γόνοι εύπορων οικογενειών.
«Ζωγράφισε» με τα καλύτερα χρώματα την ευρύτερη οικογένεια Τσελέντη και τον νηφάλιο και διαλεκτικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του Πάτροκλου, τον οποίο γνώρισε λίγο. Τον χαρακτήρισε μοναχικό και απόμακρο, μολονότι θα μπορούσε ακόμα και δήμαρχος να γίνει, γιατί έχαιρε γενικής εκτίμησης. Την εξήγηση έδωσε όταν πληροφορήθηκε τη σύλληψή του. Ο άνθρωπος αυτός -είπε- πίστεψε τόσο πολύ σε ιδανικά και αξίες που εμείς δε μπορούμε να προσεγγίσουμε. Είναι ο άνθρωπος που δε θα έκανε ποτέ τίποτα το ταπεινό. Είναι οι άνθρωποι που μένουν συνεπείς σε ορισμένα πράγματα που εμείς δε μπορούμε να καταλάβουμε.
Κατά τον Κούγια, ο Τσελέντης διέπραξε σοβαρές ποινικές παραβάσεις, όμως το να συμμετέχει στη 17Ν, σε μια κοινωνία που δυστυχώς ποτέ δεν απέδωσε κοινωνική δικαιοσύνη, που άφησε ατιμώρητο το έγκλημα του χρηματιστηρίου, που άφησε ανθρώπους χωρίς τίποτα μέσα τους να κυριαρχήσουν, ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ένιωσε ότι αυτή η ματοβαμμένη οργάνωση απέδιδε δικαιοσύνη για πράξεις που έμεναν ατιμώρητες. Μίλησε για άνθρωπο που σε τηλεοπτική εκπομπή γύρισε και είπε ενώπιον εκατομμυρίων τηλεθεατών «πού είναι ρε παιδιά η 17Ν;». Η οργάνωση αυτή ερχόταν να καλύψει ένα έλλειμμα. Η κατακλείδα του προς δικαστές και εισαγγελείς ήταν: «Ναι μεν τιμωρήστε τους αυτούς τους ανθρώπους, αλλά μη σκεφθείτε ποτέ ότι πρόκειται για κοινούς εγκληματίες». Μίλησε για «ταπεινότητα που κυριάρχησε στην πρώτη δίκη, να βλέπουμε κάποιους συνηγόρους πολιτικής αγωγής, που ήρθαν την πρώτη μέρα μόνο, όταν ήταν οι κάμερες». «Εμφανίστηκε δικηγόρος πολιτικής αγωγής για τον τοίχο του Πεντελικού και έκανε δηλώσεις για δολοφόνους. Στη δίκη της 17Ν ήρθε πολιτική αγωγή εγείροντας ηθικές αξιώσεις για τον τοίχο του Πεντελικού! Αιδώς Αργείοι!». «Από τη στιγμή που δικάζεις πραγματικά, πρέπει να λάβεις υπόψη σου και τις κοινωνικές ευαισθησίες. Δεν ζούμε σε μια τέλεια δημοκρατία, δεν είμαστε μια τέλεια κοινωνία. Μακάρι να υπήρχε μια τέλεια δημοκρατία».
Η εισαγγελέας ρώτησε αν, κατά την άποψη του μάρτυρα, η κοινωνία είδε τη 17Ν σαν ένα είδος τιμωρού. Ο Κούγιας απάντησε ότι όχι όλη η κοινωνία, αλλά ένα μέρος της κοινωνίας. Κατά την άποψή του, πλην μερικών σκεπτόμενων ανθρώπων που μπορούσαν να ιεραρχήσουν τα έννομα αγαθά, η υπόλοιπη κοινωνία, «ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού», είδε την τιμωρία κάποιων που είχαν διαπράξει αδικίες, «που πίναν το αίμα του ελληνικού λαού» στο όνομα της δημοκρατίας. Είδε ότι υπάρχουν κάποιοι που μπορούν να τους χτυπήσουν την πόρτα. Γι’ αυτό και πολλοί άρχισαν να προσλαμβάνουν σωματοφύλακες.
Αναφερόμενος στον Δ. Κουφοντίνα είπε: «Είναι δυνατόν κάποιος να ζει όλη του τη ζωή κυνηγημένος; Για σκεφθείτε, να έχεις οικογένεια, να έχεις ένα παιδί και να μη μπορείς να συμμετάσχεις στη ζωή με τον τρόπο που συμμετέχει ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Και επειδή υπήρξε μια ισοπεδωτική άποψη, ότι σκότωναν, λήστευαν και αυτό το έκαναν για να περνάνε καλά, τους παρουσίασαν σαν τεμπέληδες που το μόνο που έκαναν ήταν να περνάνε καλά, δε μπορώ ν’ αποκλείσω ότι κάποιος μπορεί να ήταν έτσι, όμως δε μπορείς να ζεις έτσι και να περνάς καλά. Αυτό οφείλει κανείς να τους το αναγνωρίσει. Δε μπορείς να τα ισοπεδώνεις. Εκείνο που προσπαθώ να αποδώσω είναι αυτό που εισέπρατε ο ελληνικός λαός και που εισέπραταν κι αυτοί, γιατί κι αυτοί δεν ήταν έξω από την κοινωνία. Είναι βέβαιο ότι λειτουργούσαν μ’ ένα είδος ηθικής ισορροπίας διαφορετικό απ’ αυτό που λειτουργούμε εμείς, αλλά δεν είναι έντιμο για την Ιστορία να ονομαστεί τρομοκρατική οργάνωση».
Ο αναπληρωτής εισαγγελέας πήρε τη σκυτάλη για να αμφισβητήσει τον ισχυρισμό Κούγια, ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας επιδοκίμαζε τις ενέργειεςτης 17Ν και αυτός του απάντησε με αναφορές στα τεράστια οικονομικά σκάνδαλα που έμειναν ατιμώρητα. Κι ενώ ο Κούγιας μιλούσε προφανέστατα για τα κίνητρα της δράσης της 17Ν, ο εισαγγελέας προσπαθούσε να πάει την κουβέντα στο αν αποδέχεται ή όχι την αφαίρεση ανθρώπινων ζωών. Η απάντηση ήταν σαφής: Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί ανθρώπινη ζωή, σημασία όμως έχει η αφετηρία. Το κίνητρο ήταν καθαρά ιδεολογικό. Ο Τσελέντης πίστευε ότι νουθετεί μια εξουσία που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τον ελληνικό λαό. Εκεί πιθανώς ανέστειλε τις αρχές του. Θεωρούσαν ότι αυτές οι ανθρώπινες ζωές, με τη δική τους άποψη, έπρεπε να αφαιρεθούν.
Ο «κύριος εκπρόσωπος» θέλησε να κάνει τη δική του σπέκουλα, ρωτώντας αν οι ανθρωποκτονίες διαχωρίζονται ανάλογα με το κίνητρο. «Δεν είναι ίδιος ο δολοφόνος που εκτελεί ένα συμβόλαιο θανάτου με τον δολοφόνο που σκοτώνει επειδή του βίασαν την κόρη», απάντησε ο Κούγιας. «Οι άνθρωποι αυτοί είναι βέβαιο ότι δεν είναι ψυχροί δολοφόνοι. Αν απομονώσουμε ψυχρά τις νομικές έννοιες, εσείς γνωρίζετε την ψυχική κατάσταση αυτού που νομίζει ότι έχει απέναντί του τον μεγαλύτερο εκμεταλλευτή; Αυτοί οι άνθρωποι δεν σκεφτόντουσαν να εκτελέσουν κάποιον για να πάρουν το μεροκάματο, σκεφτόντουσαν τι έχει κάνει αυτός. Και ορισμένοι απ’ αυτούς που σκότωσαν, επιτρέψτε μου να σας πω, και εμείς όλοι γνωρίζουμε τι ρόλο έπαιξαν στην ελληνική κοινωνία. Το κίνητρο γι’ αυτούς δεν είναι ταπεινό». Ο «εκπρόσωπος» επιχείρησε νέα σπέκουλα κάνοντας αναφορά στα πολιτικά κίνητρα ενός ναζιστή και ο Κούγιας υπήρξε κάθετα αντίθετος. Θύμισε τον Παναγούλη, που επιχείρησε ανθρωποκτονία και τιμάται σαν ήρωας. «Εμείς λέμε σήμερα ότι έχουμε δημοκρατία. Και η χούντα τότε μιλούσε για δημοκρατία και ο Παναγούλης ήταν τρομοκράτης. Εγώ δε θέλω να δικαιολογήσω τις πράξεις της 17Ν, αλλά όταν ορκίζεσαι πρέπει να βγάζεις τα εσώψυχά σου, να λες αυτά που συζητάς στο σπίτι σου. Δεν είναι ψυχροί δολοφόνοι».
Στη σημερινή συνεδρίαση κατέθεσε και ο συντάκτης της «Κόντρας» Γεράσιμος Λιόντος, ως μάρτυρας υπεράσπισης του Δ. Κουφοντίνα. Το πρώτο ζήτημα που πραγματεύτηκε ήταν η κατηγορία προς τον Κουφοντίνα ότι δεν ανέλαβε ποινικές ευθύνες. Θύμισε ότι οι ηγέτες των αστικών κομμάτων πάντοτε μιλούν για πολιτικές ευθύνες και ουδέποτε έχουν αναλάβει ποινικές, πράγμα που «ξεχνά» το δικαστήριο. Μίλησε για τα οικονομικά σκάνδαλα και την τύχη που έχουν τα δικαστικά αιτήματα στη Βουλή για ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, που αντιμετωπίζεται πάντοτε ως τμήμα της πολιτικής αντιπαράθεσης και οι δικαστές κατηγορούνται ότι εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα. Αναφέρθηκε ακόμα στο τεκμήριο αθωότητας, σύμφωνα με το ισχύον αστικό δίκαιο, για να καταλήξει: Δικό σας καθήκον είναι να αποδείξετε… Ο πρόεδρος παρατήρησε ότι ο μάρτυρας δε μπορεί να υποδεικνύει στο δικαστήριο το καθήκον του και ο Γ. Λιόντος του απάντησε εύστοχα: «Καλό είναι να τ’ ακούτε. Πειράζει; Γιατί ενοχλείστε; ».
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη δική του συμμετοχή στο κομμουνιστικό κίνημα από το 1968 και στην πρώτη πολιτική πραγματικότητα που διαπίστωσε. Στη συνεργασία των στελεχών του αστικού κρατικού μηχανισμού, περιλαμβανομένων των δικαστών, με τη χούντα. Αναφέρθηκε στον κοινωνικό ριζοσπαστισμό που αναπτύχθηκε εκείνα τα χρόνια και που μεταφέρθηκε και στις συνθήκες της μεταπολίτευσης, δεδομένου ότι και η βάση και το εποικοδόμημα παρέμειναν ανέπαφα. Μίλησε για το καθεστώς των πολιτικών διώξεων της μεταπολίτευσης. Για το φακέλωμα στο στρατό και τις διώξεις που και ο ίδιος υπέστη. Στο κλίμα εκείνης της εποχής -κατέληξε- η δράση οργανώσεων ένοπλης πάλης ήταν επιβεβλημένη. Κι αν με ρωτάτε τι έκανα εγώ, θα σας πω ότι δεν θα απαντήσω.
Εχουμε δημοκρατία στην Ελλάδα; ήταν το καίριο ερώτημα που έθεσε για να απαντήσει, με εκτεταμένες αναφορές στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Δεν υπάρχει πια -σημείωσε- ούτε η κανονικότητα στους όρους παραγωγής και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Οι εργάτες δεν έχουν ούτε την κανονικότητα των μηχανών. Για ποια δημοκρατία, λοιπόν, μιλάτε; Εχουμε μια αστική κοινοβουλευτική δικτατορία, που επιβάλλει τους όρους της. Και γι’ αυτή την περίοδο ακόμα δεν υπάρχει κανένας ηθικός φραγμός για το αν θα υπάρξουν οργανώσεις ένοπλης επαναστατικής βίας. Τότε βέβαια υπήρξε μια πλατιά αποδοχή από τα λαϊκά στρώματα, όμως η ύπαρξη των οργανώσεων δεν εξαρτάται απ’ αυτή την αποδοχή. Το κριτήριο είναι ότι ζούμε σε μια δημοκρατία για λιγότερο από το 5% του πληθυσμού. Ο πλούτος δυσθεώρητος και η κατανομή του άνιση. Αναφέρθηκε στα σκάνδαλα και στην ανάμιξη ακόμα και δικαστών σε σκάνδαλο καταπάτησης δασικών εκτάσεων στα βόρεια της Αττικής. Η έρευνα κατατέθηκε στον Δ. Λινό και ζητήθηκε ακρόαση, ουδείς τον κάλεσε να καταθέσει (πέρασε πάνω από χρόνο). Περιδιάβηκε περιληπτικά στο περιβόλι και άλλων σκανδάλων για να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι η αστική δημοκρατία «δεν περπατάει» και υπάρχει το ηθικό έρεισμα για την ανάπτυξη ένοπλης δράσης.
Εσείς βέβαια είσαστε έξω απ’ τον κόσμο και είναι επόμενο τέτοιες απόψεις να σας παραξενεύουν, να τις θεωρείτε ακραίες. Είναι δυνατόν να μιλάμε για αξία της ανθρώπινης ζωής και το δικαίωμα στη δουλειά να έχει καταργηθεί; Να κλείνουν τα εργοστάσια και να πηγαίνουν στα Βαλκάνια ή στην Κίνα για 3 ευρώ μεροκάματο. Αναφέρθηκε ακόμα στο ιστορικό της κατάργησης της θανατικής ποινής, που η Ελλάδα υποχρεώθηκε να το κάνει, εν μέσω ισχυρών αντιστάσεων από πολλούς βουλευτές.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην έρευνα που έκανε (έχει δημοσιευτεί στην «Κόντρα») για το ίδρυμα του καθηγητή Χαρ. Ρούσσου, με το οποίο ανταμείφθηκε για τις υπηρεσίες που προσέφερε ώστε να τελεστεί το έγκλημα του Ευαγγελισμού. Είναι τόσο δημοκράτης ο Ρούσσος, που ίδρυσε ένα πρωσοποπαγές ίδρυμα. Ισόβιος πρόεδρος ο ίδιος, ισόβιος πρόεδρος μετά ο γιος του!
Σε ό,τι αφορά τη νομιμοποίηση της δράσης της 17Ν, ανέφερε ότι και το 1946, όταν το ΚΚΕ ξεκίνησε ένοπλο αγώνα, είχαμε συνθήκες αστικής κοινοβουλευτικής δικτατορίας. Και σε κείνες τις συνθήκες, ο Μπελογιάννης δικάστηκε ως κατάσκοπος και όχι ως πολιτικό πρόσωπο.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του Γ. Γκουντούνα (εκπροσωπούσε τον Δ. Κουφοντίνα), ο Γ. Λιόντος είχε την ευκαιρία να αναφερθεί σε πολιτικές υποθέσεις του παρελθόντος (παράνομων στελεχών του ΚΚΕ), στις οποίες δόθηκε πολιτική λύση. Αυτές οι υποθέσεις λύνονται πολιτικά και όχι σε ποινικά δικαστήρια, κατέληξε. Διευκρίνισε ακόμα, ότι η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης είναι παράδοση στο επαναστατικό κίνημα, για τα μέλη των επαναστατικών οργανώσεων, ένοπλων ή μη. Εφερε μάλιστα παραδείγματα από την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον Δ. Κουφοντίνα είχε τεράστια ανταπόκριση στον ελληνικό λαό. Ακόμα και εκείνοι που δε συμφωνούν με τη δράση του, τη χαρακτήρισαν σαν μια πολύ θαρραλέα και περήφανη στάση. Και απόλυτα κατανοητή. Μόνο όσοι δε θέλουν δεν την κατανοούν. Με σκοπό να ακυρώσουν τον αντίκτυπο που είχε αυτή η στάση. Οι κομμουνιστές δεν φοβούνται τις ευθύνες τους. Τις αναλαμβάνουν.
Στο θέμα της αξίας της ανθρώπινης ζωής, συμπλήρωσε ότι αναγορεύουν σε απόλυτο μέγεθος την ανθρώπινη ζωή εκείνοι οι μηχανισμοί που την έχουν τσαλαπατήσει. Ζούμε σε μια ταξική ανταγωνιστική κοινωνία. Παλεύουν τάξεις και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι και ήταν απόλυτα νομιμοποιημένη ηθικά στη συνείδηση του ελληνικού λαού η εκτέλεση παραγόντων της άρχουσας τάξης ή των Αμερικάνων. Η 17Ν αμφισβήτησε έμπρακτα το μονοπώλιο της βίας από το αστικό κράτος. Υποκριτικά μιλούν για την ανθρώπινη ζωή, αλλά τους ενδιαφέρει μόνο η δική τους και των γόνων τους. Για ποια ανθρώπινη ζωή μιλάνε, λοιπόν. Η ανθρώπ[ινη ζωή γι’ αυτούς είναι ευτελισμένη. Για ποια ανθρώπινη ζωή μιλάνε με συνταξιούχους των 300 ευρώ. Τους ξεζούμισαν, τους έκλεψαν την υπεραξία και τους πέταξαν σαν στυμμένες λεμονόκουπες.
Είναι η δημοκρατία συμβατή με την ένοπλη επαναστατική βία; Πολλά πράγματα δεν είναι συμβατά στην κοινωνία που ζούμε. Ας μη μας παραμυθιάζουν με την καραμέλα της ελευθερίας στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Εχουν βάλει στη γωνία ένα λαό, τον έχουν στύψει σα λεμονόκουπα και προκαλούν από πάνω. Δημοκρατία έχουν μόνο αυτοί που έχουν συμφέροντα απ’ αυτή. Οσο για την κατηγορία περί τρομοκρατίας, δεν είναι καινούργια. Πάντα βαφτίζουν ένα εχθρό. Τώρα είναι η ώρα του παραμυθιού της τρομοκρατίας. Για να βάλουν το λαό στη γωνία και να του πουν: «εσύ μακριά απ’ αυτά, εσύ φτωχός μπήκες στη ζωή και φτωχός θα βγεις». Οσο για την απήχηση της δράσης της 17Ν στον ελληνικό λαό, αυτή είναι δεδομένη. Η περίοδος της μεταπολίτευσης δε μπορεί να νοηθεί χωρίς τη 17Ν και τον ΕΛΑ. Προσπαθούν να δυσφημήσουν αυτές τις οργανώσεις, γιατί θέλουν να ξαναγράψουν την Ιστορία.
Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση για τον Χρ. Ξηρό, ο Γερ. Λιόντος είπε ότι από το Σεπτέμβρη του ’81 που ήρθε στην Αθήνα, γνώρισε το Χρ. Ξηρό ως στέλεχος του ΚΚΕ(μ-λ) για τα εργατικά ζητήματα. Δεν γνώρισε τη δράση του στα εθνικοτοπικά, αλλά στα εργατικά την γνώριζε, όπως φυσικά γνώριζε πολύ καλά τον Γιάννη Σερίφη ως συνδικαλιστή.