«Με την παρ. 1 του άρθρου 455 του ν. 4957/2022 ορίστηκε ότι: ‘’Οσα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ.) έχουν ιδρυθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, καθώς και σε όσα έχει εκκινήσει η διαδικασία ίδρυσής τους πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, συνεχίζουν να λειτουργούν νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και του Εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας τους. Τα Π.Μ.Σ. του προηγούμενου εδαφίου υποχρεούνται να πιστοποιηθούν για πρώτη φορά από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης το αργότερο έως την 31η.12.2024, άλλως παύουν να εισδέχονται νέους φοιτητές και λειτουργούν αποκλειστικά έως την αποφοίτηση των ήδη εγγεγραμμένων κατά το ακαδημαϊκό έτος 2024-2025 φοιτητών» (εγκύκλιος 135557/Ζ1/1-11-2022 του Γενικού Γραμματέα Ανώτατης Εκπαίδευσης του υπουργείου Παιδείας, Οδυσσέα-Ιωάννη Ζώρα).
Επικαλούμενο τον νόμο-πλαίσιο Κεραμέως (άρθρο 455 του Ν. 4957/2022) και την ερμηνευτική εγκύκλιο του Γ.Γ. Ζώρα, το υπουργείο Παιδείας εκβιάζει τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών των ΑΕΙ να πιστοποιηθούν πάραυτα (καταληκτική ημερομηνία για πιστοποίηση η 31η/12/2024), ειδάλλως θα παύσουν να δέχονται νέους φοιτητές και θα λειτουργούν αποκλειστικά έως την αποφοίτηση των ήδη εγγεγραμμένων κατά το ακαδημαϊκό έτος 2024-2025.
Ο εκβιασμός είναι πολύ πιεστικός για τα ΠΜΣ που εξακολουθούν να λειτουργούν χωρίς δίδακτρα (λίγα μέσα στα άπειρα με τέλη φοίτησης), μιας και όσοι εργάζονται σε αυτά νιώθουν βαριά την ευθύνη, σε περίπτωση που αρνηθούν, να κλείσουν και αυτά τα δωρεάν ΠΜΣ και οι φοιτητές τους -που οι «τσέπες» τους δεν μπορούν να σηκώσουν τα υψηλά δίδακτρα- να μείνουν ξεκρέμαστοι.
Σημειώνουμε ότι τα ΠΜΣ έχουν ήδη γίνει μια πολύ επικερδής μπίζνα για το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο. Αντί, λοιπόν, να ενισχυθούν με πλατιές επιστημονικές γνώσεις και σύγχρονα δεδομένα τα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών, ώστε όλοι οι φοιτητές να κερδίσουν τα απαραίτητα εφόδια στον τομέα της επιστήμης τους για να μπορέσουν να ανταποκριθούν μεθαύριο στο επάγγελμά τους, έχει επιλεγεί η μπίζνα των Μεταπτυχιακών σε τομείς που υποτίθεται ότι έχει ανάγκη η καπιταλιστική αγορά εργασίας. Με τον τρόπο αυτό ασκείται πίεση στους απόφοιτους των ΑΕΙ να επιλέξουν σώνει και καλά ένα ΠΜΣ, με την ελπίδα είτε να διοριστούν π.χ. στην εκπαίδευση οι απόφοιτοι των καθηγητικών σχολών (το προσοντολόγιο Γαβρόγλου είναι η αποθέωση των «ακαδημαϊκών κριτηρίων») είτε να προσληφθούν από κάποια καπιταλιστική επιχείρηση.
Ο εκβιασμός βρίσκει έδαφος επειδή γενικώς στα Πανεπιστήμια επικρατεί διεκδικητική νηνεμία τόσο από τα μέλη ΔΕΠ, όσο και από τους φοιτητές, με εξαίρεση τις κινητοποιήσεις των τελευταίων για την ακύρωση των ηλεκτρονικών εκλογών-παρωδία με ενιαίο ψηφοδέλτιο.
Υπάρχουν βεβαίως γενικές καταγγελίες ενάντια στον εκτρωματικό νόμο-πλαίσιο και απαίτηση για την κατάργησή του και παλαιότερα για την αξιολόγηση των ΑΕΙ, αλλά επί του πρακτέου, δηλαδή όσον αφορά την πιστοποίηση που έχει μπει στα σκαριά και την αξιολόγηση των προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών που πραγματοποιήθηκε πέρυσι, δεν έχει «κουνηθεί φύλλο».
Σημειωτέον ότι η αξιολόγηση αποτελεί προϋπόθεση για την χρηματοδότηση των ΑΕΙ, καθώς το 20% της χρηματοδότησης από τους ήδη λειψούς προϋπολογισμούς τίθεται υπό την αίρεση της αξιολόγησης. Μάλιστα, οι φοιτητές, επειδή ακριβώς δεν υπάρχουν σχετικές αποφάσεις των συλλόγων τους, συμμετέχουν στην πιστοποίηση, απαντώντας σε ερωτηματολόγια, ειδικά αυτοί που δεν είναι ενεργά πολιτικοποιημένοι.
Με δεδομένο ότι οι Μονάδες Διασφάλισης Ποιότητας των ΑΕΙ έχουν προθεσμία για να υποβάλουν τις προτάσεις τους στην Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) για την αξιολόγηση των υφιστάμενων ΠΜΣ την 31η.1.2023, έχουν πάρει φωτιά τα πληκτρολόγια στα Πανεπιστήμια, που οφείλουν να παραδώσουν 19 ογκώδεις φακέλους.
Η «πιστοποίηση της ποιότητας» από την ΕΘΑΑΕ είναι περιοδική -το αργότερο κάθε 5 έτη- και αφορά τα προγράμματα σπουδών και των τριών κύκλων.
Τι είναι η πιστοποίηση
Σύμφωνα με την ΕΘΑΑΕ (η έμφαση δική μας):
«Η πιστοποίηση είναι διαδικασία εξωτερικής αξιολόγησης με βάση συγκεκριμένα, προκαθορισμένα, διεθνώς αποδεκτά και εκ των προτέρων δημοσιοποιημένα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια και δείκτες, εναρμονισμένα με τις Αρχές και Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη Διασφάλιση Ποιότητας στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης (ESG 2015)».
«Η πιστοποίηση ενός προγράμματος σπουδών μεταφέρει το κέντρο βάρους από την αξιολόγηση των “εισροών” στην αξιολόγηση των ποιοτικών αποτελεσμάτων, των “εκροών” και πιο συγκεκριμένα, στην επίτευξη των στόχων και των μαθησιακών αποτελεσμάτων.
Πρόκειται για μία διαδικασία προκαθορισμένη, αξιόπιστη και πρακτικά εφαρμόσιμη. Επομένως, θα πρέπει να πραγματοποιείται με προσήλωση στους κανόνες και να δημοσιοποιείται. Περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:
- Πρόταση Πιστοποίησης του ΠΣ που υποβάλλεται από το Ιδρυμα σύμφωνα με το οικείο πρότυπο ποιότητας και τις διαδικασίες εσωτερικής αξιολόγησης.
- Εξωτερική αξιολόγηση του ΠΣ από Επιτροπή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, η οποία συνήθως περιλαμβάνει και επιτόπια επίσκεψη στο Ιδρυμα και την ακαδημαϊκή μονάδα.
- Υποβολή της Εκθεσης Πιστοποίησης στην ΕΘΑΑΕ, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας εξωτερικής αξιολόγησης του ΠΣ
- Εκδοση απόφασης πιστοποίησης από την ΕΘΑΑΕ
- Συνεχής παρακολούθηση της πορείας του ΠΣ από το ΕΣΔΠ (ΜΟΔΙΠ) και υποβολή έκθεσης προόδου σε διάστημα δύο ετών από την πιστοποίηση.
- Η διαδικασία επαναλαμβάνεται κάθε τέσσερα έτη.
Η διαδικασία της πιστοποίησης διασφαλίζει ότι το πρόγραμμα σπουδών που προσφέρει το ΑΕΙ πληροί όλες τις τυπικές προδιαγραφές που προβλέπονται από το πρότυπο της ΕΘΑΑΕ και το οικείο Ιδρυμα, αλλά και ότι οι γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες των αποφοίτων του συγκεκριμένου κύκλου σπουδών αντιστοιχούν στα προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα και ακαδημαϊκά προσόντα. Επίσης, πιστοποιείται ότι το πρόγραμμα σπουδών ικανοποιεί τα ελάχιστα κριτήρια ποιότητας, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί στον ΕΧΑΕ (σ.σ. Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης)».
Σύμφωνα με το Ν. 4653/2020 (άρθρα 11 και 13) οι διαδικασίες αξιολόγησης και πιστοποίησης πραγματοποιούνται σε δύο στάδια: Την εσωτερική αξιολόγηση που αφορά στο ΑΕΙ ή την ακαδημαϊκή μονάδα ή στο πρόγραμμα σπουδών ή στο σύστημα εσωτερικής διασφάλισης ποιότητας και την εξωτερική αξιολόγηση και πιστοποίηση που πραγματοποιείται από την ΕΕΑΠ (Επιτροπή Εξωτερικής Αξιολόγησης και Πιστοποίησης).
Η ΕΕΑΠ είναι πενταμελής και τουλάχιστον 3 μέλη της είναι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες ΑΕΙ του εξωτερικού που προέρχονται από το Μητρώο Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων (Μητρώο).
Στο Μητρώο υποχρεωτικά περιλαμβάνονται, σε ποσοστό τουλάχιστον εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνόλου, Ελληνες ή αλλοδαποί εμπειρογνώμονες που διδάσκουν σε πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού ή ερευνητές σε αντίστοιχα ανώτατα εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα του εξωτερικού, κατά προτεραιότητα με πείρα σε θέματα αξιολόγησης ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ίδιου νόμου τα κριτήρια αξιολόγησης και πιστοποίησης είναι τα εξής:
«α) η ακαδημαϊκή φυσιογνωμία και ο προσανατολισμός του προγράμματος σπουδών,
β) η δομή και οργάνωση του προγράμματος σπουδών,
γ) τα μαθησιακά αποτελέσματα, τα επιδιωκόμενα προσόντα και η ζήτησή τους στην αγορά εργασίας,
δ) η ποιότητα και αποτελεσματικότητα του διδακτικού έργου,
ε) η αριθμητική επάρκεια του προσωπικού,
στ) η ποιότητα του ερευνητικού έργου της ακαδημαϊκής μονάδας,
ζ) η σύνδεση της διδασκαλίας με την έρευνα,
η) η ποιότητα και η επάρκεια των υποστηρικτικών υπηρεσιών, όπως οι διοικητικές υπηρεσίες, οι βιβλιοθήκες, οι υπηρεσίες φοιτητικής μέριμνας, ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός και οι εν γένει υποδομές,
θ) οι επιδιωκόμενες ψηφιακές δεξιότητες των προγραμμάτων σπουδών,
ι) η σύνδεση των προγραμμάτων σπουδών και των επιδιωκόμενων δεξιοτήτων με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας».
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι διαδικασίες αξιολόγησης και πιστοποίησης συνιστούν κυριολεκτικά μια μέγγενη για τα ΑΕΙ. Κύριο ζητούμενο δεν είναι η εμβάθυνση στην επιστήμη, η προσέγγισή της και με τα σύγχρονα πλούσια δεδομένα και οι πλατιές, στιβαρές γνώσεις που αποκτούν πάνω σε αυτήν οι φοιτητές, αλλά η προσαρμοστικότητα των Ιδρυμάτων στα κριτήρια αξιολόγησης και πιστοποίησης που ισχύουν στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης, όπου τη στρατηγική χαράσσει το κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών κρατών, σύμφωνα με τις «αναπτυξιακές» πολιτικές που επιλέγει κάθε φορά να υπηρετήσει, στο έδαφος του σκληρού ανταγωνισμού για την ανάπτυξη της κερδοφορίας και την κατάχτηση αγορών.
Γι’ αυτό και συνεχώς ως κριτήριο αξιολόγησης-πιστοποίησης αναφέρεται η σύνδεση των προγραμμάτων σπουδών με τις ανάγκες της αγοράς, ενώ γίνονται υποδείξεις στα Ιδρύματα να βελτιώσουν την εικόνα τους με την ενεργότερη εμπλοκή των «κοινωνικών εταίρων» (ΣΕΒ και σία) στις διαδικασίες αξιολόγησης και πιστοποίησης.
Η αναφορά επίσης στα «μαθησιακά αποτελέσματα», στη σχέση «εισροών» και «εκροών», παραπέμπει στη σχέση μεταξύ του αριθμού των «ενεργών» φοιτητών – που κύριο μέλημά τους είναι τα μαθήματα και οι σπουδές και όχι τίποτε ενασχολήσεις με συνδικαλισμούς και πολιτικά που τρώνε χρόνο- και του αριθμού των «αιωνίων». Παραπέμπει στο πόσοι φοιτητές παίρνουν πτυχίο σύμφωνα με τον τυπικό χρόνο ολοκλήρωσης ενός προγράμματος σπουδών.
Ντόπιο και ξένο κεφάλαιο επιθυμούν τα ΑΕΙ να είναι παραρτήματα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, εξ ου και κριτήρια αξιολόγησης-πιστοποίησης αποτελούν «η αποτελεσματικότητα» και «τα επιδιωκόμενα προσόντα και η ζήτησή τους στην αγορά εργασίας».
Στο υπόδειγμα Πρότασης Πιστοποίησης που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ΕΘΑΑΕ αναφέρονται επίσης η «φοιτητο-κεντρική μάθηση, διδασκαλία και αξιολόγηση» και οι «μαθησιακοί πόροι και η φοιτητική στήριξη».
Το πρώτο, που αφορά «διαφορετικούς τρόπους παράδοσης, ανάλογα με την περίπτωση», «την ποικιλία παιδαγωγικών μεθόδων με ευέλικτο τρόπο», «την αίσθηση αυτονομίας του φοιτητή», «την επαρκή καθοδήγηση και την υποστήριξή του από τον καθηγητή», «τον αμοιβαίο σεβασμό στη σχέση φοιτητή – καθηγητή», και άλλα τέτοια ωραία, αποτελεί απλώς ένα ευχολόγιο, που η εφαρμογή του έχει να κάνει με την επάρκεια των καθηγητών και την ταξική τους συνειδητοποήση. Επειτα είναι γνωστό ότι στα ΑΕΙ, τα τελευταία χρόνια του σκληρού ανταγωνισμού και της προσαρμογής στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης, εφαρμόζονται μέτρα-τορπίλες (αλυσίδες μαθημάτων, προαπαιτούμενα, υποχρεωτικές παρουσίες κ,λπ.), που δυσκολεύουν αφόρητα τις σπουδές των εργαζόμενων φοιτητών, ο αριθμός των οποίων αυξάνει διαρκώς λόγω της φτωχοποίησης της εργαζόμενης κοινωνίας.
Οσον αφορά δε, το δεύτερο, τους «μαθησιακούς πόρους και τη φοιτητική στήριξη», η κατάσταση είναι για γέλια και για κλάματα. Διότι μιλάμε για λειψότατη κρατική χρηματοδότηση, εκτός και αν αναφέρεται ως μέγα προσόν του Ιδρύματος η χρηματοδότηση από «τρίτους» και τα αλισβερίσια με τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Δεν χρειάζεται δε, να πούμε τίποτε για την «επάρκεια» των κτιριακών υποδομών και για τις ελλείψεις σε Φοιτητικές Εστίες, για τις διαμαρτυρίες ακόμη και της Συνόδου των Πρυτάνεων για τις μειωμένες και ανεπαρκείς λειτουργικές δαπάνες. Τα παραδείγματα της τραγικής πτώσης του φοιτητή από το περβάζι του παραθύρου του τρίτου ορόφου εν ώρα μαθήματος γιατί δεν είχε πού να καθήσει επειδή οι φοιτητές ήταν πατικωμένοι σα σαρδέλες, οι αίθουσες που πλημμυρίζουν με την παραμικρή βροχή, οι καταλήψεις των ΦΕ από τους φοιτητές που αντιδρούν στην αθλιότητα των υποδομών και στην επιβολή ενοικίου, μιλούν από μόνα τους.
Γενικεύονται τα δίδακτρα στα ΠΜΣ
Με την ίδια εγκύκλιο του Γ.Γ. Ζώρα (135557/Ζ1, 1-11-2022) «για την ενιαία και ορθή εφαρμογή των νέων διατάξεων» του εκτρωματικού νόμου-πλαίσιο για τα ΑΕΙ (ν. 4957/2022) που αφορούν τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών, το υπουργείο Παιδείας γενικεύει τα δίδακτρα σε όλα τα ΠΜΣ.
Η γενίκευση προκύπτει σαφώς από τον συνδυασμό των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 83 του ν. 4957/2022 «Διδάσκοντες Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών», όπως αναφέρει η εγκύκλιος του ΥΠΑΙΘ.
Συγκεκριμένα: Σύμφωνα με την παρ. 1 το διδακτικό έργο των ΠΜΣ ανατίθεται σε μέλη ΔΕΠ, ΕΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, κ.λπ. «με πρόσθετη απασχόληση πέραν των νόμιμων υποχρεώσεών τους, αν το Π.Μ.Σ. έχει τέλη φοίτησης». Ακολούθως, η παρ. 4 ορίζει ότι «Ολες οι κατηγορίες διδασκόντων δύνανται να αμείβονται αποκλειστικά από τους πόρους του Π.Μ.Σ. Δεν επιτρέπεται η καταβολή αμοιβής ή άλλης παροχής από τον κρατικό προϋπολογισμό ή το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων».
Συνδυάζοντας τις δύο παραγράφους, η εγκύκλιος του ΥΠΑΙΘ καταλήγει στα εξής: «Από τον συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι όλοι οι διδάσκοντες των Π.Μ.Σ. δεν επιτρέπεται να αμείβονται από πόρους που προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό ή το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, παρά μόνο από τους λοιπούς πόρους των Π.Μ.Σ. της παρ. 1 του άρθρου 84. Περαιτέρω, τα μέλη Δ.Ε.Π., Ε.Ε.Π., Ε.ΔΙ.Π. και Ε.Τ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., δικαιούνται αμοιβής μόνο αν το Π.Μ.Σ. έχει τέλη φοίτησης, υπό την έννοια ότι η λειτουργία του Π.Μ.Σ. βασίζεται σε εξωτερική χρηματοδότηση».
Κοντολογίς, εφόσον προϋπόθεση αμοιβής των διδασκόντων στα ΠΜΣ είναι η «εξωτερική χρηματοδότηση», δηλαδή τα δίδακτρα («τέλη φοίτησης»), ακόμη και τα λίγα Μεταπτυχιακά Προγράμματα που ήδη λειτουργούν και τυγχάνει να μην έχουν δίδακτρα, οσονούπω θα τα επιβάλουν.
Γιούλα Γκεσούλη