Σε ερώτηση των ευρωβουλευτών του ΚΚΕ Κώστα Παπαδάκη και Λευτέρη Νικολάου – Αλαβάνου σχετικά με το νόμο Πιερρακάκη για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, η Επίτροπος για την Καινοτομία, την Ερευνα, τον Πολιτισμό, την Εκπαίδευση και τη Νεολαία, Ιλιάνα Ιβάνοβα, έδωσε την απάντηση που θα δώσει και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στην περίπτωση που το ΣτΕ απευθύνει σε αυτό προδικαστικό ερώτημα.
Η ευρωπαία Επίτροπος είπε ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι απολύτως σύμφωνη με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που «επιβεβαίωσε την ανάγκη τα κράτη μέλη να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο Υπηρεσιών (GATS) για την ελευθερία εγκατάστασης, την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, καθώς και τις διατάξεις του Χάρτη σχετικά με την ακαδημαϊκή ελευθερία, την ελευθερία ίδρυσης ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την ελευθερία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας».
Η άποψη αυτή του Δικαστήριου της Ευρωπαϊκής Ενωσης εκφράστηκε στην περίπτωση της Ουγγαρίας, την οποία καταδίκασε μετά από προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (απόφαση 66/18 του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως του ΔΕΕ, της 6ης Οκτωβρίου 2020), για την νομοθετική μεταρρύθμιση που έκανε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που είχε ως σκοπό να εξαναγκάσει το Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης (CEU) του Σόρος, να εγκαταλείψει τη χώρα.
Ο πυρήνας της απόφασης του ΔΕΕ είναι η χυδαία αντίληψη ότι η εκπαίδευση, η συστηματική δηλαδή μετάδοση της γνώσης, η καλλιέργεια της προσωπικότητας, η Παιδεία με λίγα λόγια έστω και στενεμένη στα όρια της εκπαίδευσης-αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, αποτελεί «υπηρεσία» και ως τέτοια εντάσσεται στις προβλέψεις και αρμοδιότητες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΥ)! Κοντολογίς η εκπαίδευση θεωρείται εμπόρευμα που η εξαγωγή του υπακούει στην αρχή της ελεύθερης εμπορίας υπηρεσιών και μετεγκατάστασης.
Το ΔΕΕ εκμηδένισε κάθε θεωρία ότι η εκπαίδευση αποτελεί «εθνική υπόθεση» κάθε κράτους-μέλους και από τη στιγμή που θεωρείται «υπηρεσία», δηλαδή εμπόρευμα που υπόκειται στους νόμους της GATS και του ΠΟΥ, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ. Με βάση αυτό το σκεπτικό το κράτος-μέλος υποχρεούται «να παρέχει σε υπηρεσίες και φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από τη μεταχείριση που παρέχει στις οικείες παρεμφερείς υπηρεσίες και [στους δικούς του] φορείς παροχής υπηρεσιών», ενώ «η τυπικά όμοια ή τυπικά διαφορετική μεταχείριση θεωρείται ότι είναι λιγότερο ευνοϊκή εάν τροποποιεί τους όρους ανταγωνισμού υπέρ των υπηρεσιών ή φορέων παροχής υπηρεσιών του συγκεκριμένου μέλους, σε σύγκριση με παρεμφερείς υπηρεσίες ή φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους».
Τέλος, όσον αφορά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ειδικά όσον αφορά το ζήτημα της ακαδημαϊκής ελευθερίας, το ΔΕΕ «ξεχείλωσε» παντελώς την έννοιά της, προκειμένου να υπηρετήσει τον εξαρχής επιδιωκόμενο σκοπό του, να νομιμοποιήσει παντί τρόπω την εγκατάσταση αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στο έδαφος κράτους μέλους.
Ακαδημαϊκή ελευθερία, λέει, δεν είναι μόνο η ελευθερία στην έρευνα και στην εκπαίδευση, η ελευθερία έκφρασης και δράσης, κ.λπ., Κατά τη γενική εισαγγελέα Kokott, την άποψη της οποίας ασπάστηκε το ΔΕΕ, «η ακαδημαϊκή ελευθερία έχει επίσης μια θεσμική και διαρθρωτική διάσταση, δεδομένου ότι η ύπαρξη και η χρήση μιας υποδομής είναι βασική προϋπόθεση της άσκησης εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων».
Δηλαδή, η υποδομή, οι εγκαταστάσεις του ξένου ΑΕΙ, που συνδέονται επίσης με τον όρο «αυτονομία» του ιδρύματος, αποτελούν το έδαφος και την προϋπόθεση για να αναπτυχθεί η έρευνα και η διδασκαλία, άρα συμπεριλαμβάνονται στην έννοια της ακαδημαϊκής ελευθερίας, που αποτελεί τάχα για το κεφάλαιο και τους υπηρέτες του υπέρτατο αγαθό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κοντολογίς, «ακαδημαϊκή ελευθερία» και «ελευθερία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας» είναι για το ΔΕΕ έννοιες ταυτόσημες. Το κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στο όνομα της «αυτονομίας» και της «ακαδημαϊκής ελευθερίας» έχει το δικαίωμα να ιδρύει ιδιωτικά πανεπιστήμια ή να «συνεργάζεται» με τα δημόσια ΑΕΙ, χρησιμοποιώντας τις υποδομές και το εκπαιδευτικό και ερευνητικό τους προσωπικό με στόχο τη μέγιστη κερδοφορία του.
Διακήρυξη της Μπολόνια, Σύμβαση Λισαβόνας και ιδιωτικά πανεπιστήμια: μια ενιαία αλυσίδα
Στην απάντησή της, η Ιλιάνα Ιβάνοβα, έκανε αναφορά στη Διαδικασία της Μπολόνια, ενώ χαιρέτησε την πρόθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να επικυρώσει τη Σύμβαση της Λισαβόνας:
«Η Επιτροπή χαιρετίζει την πρόθεση της Ελλάδας να επικυρώσει τη Σύμβαση της Λισαβόνας για την Αναγνώριση 3. Αυτή, διασφαλίζει τα δικαιώματα των φοιτητών στο πλαίσιο της διακρατικής κινητικότητας μέσω μιας πιο εξορθολογισμένης αναγνώρισης των διπλωμάτων.
Η Διαδικασία της Μπολόνιας είναι μια εθελοντική διακυβερνητική διαδικασία 49 χωρών, που ξεπερνά τα όρια της ΕΕ, η οποία καθιέρωσε τον Ευρωπαϊκό Χώρο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (EHEA) το 2010.
Οι χώρες που συμμετέχουν στη διαδικασία της Μπολόνια επιδιώκουν να εκπληρώσουν ένα σύνολο κοινών δεσμεύσεων που διευκολύνουν τη διακρατική συνεργασία και κινητικότητα, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης της ποιότητας και της αναγνώρισης των ακαδημαϊκών μονάδων. Οι δραστηριότητές της δεν σχετίζονται με την εισαγωγή ή τα δίδακτρα των φοιτητών».
Η αναφορά της ευρωπαίας Επιτρόπου δεν είναι τυχαία. Η Διαδικασία της Μπολόνια, η Σύμβαση Λισαβόνας και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι κρίκοι μια ενιαίας αλυσίδας, που φέρει τον γενικό τίτλο Κοινός Ευρωπαϊκός Χώρος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Μπολόνια
Τον «χορό» άνοιξε η Συνθήκη της Μπολόνια. Αυτή έβαλε τις βάσεις για τη διαμόρφωση του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, χάραξε δηλαδή τις κατευθύνσεις που υποδείκνυε για την Ανώτατη Εκπαίδευση το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας για τις επιχειρήσεις του και την αγορά εργασίας, με στόχο τη μέγιστη κερδοφορία, κατάλληλα εκπαιδευμένο επιστημονικό προσωπικό σε μια εποχή που όλες οι αξίες -συμπεριλαμβανομένων της γνώσης, της επιστήμης, της έρευνας- θεωρούνται εμπορεύματα που δικαιούται να τα κατέχει μια μειοψηφία εκλεκτών, αφού η αλματώδης τεχνολογική ανάπτυξη και η ανάπτυξη της πληροφορικής πέρασε πλέον μεγάλο μέρος της γνώσης και των δεξιοτήτων στις μηχανές, φθηναίνοντας «τα χέρια».
Η Μπολόνια δέσμευσε τις συμμετέχουσες χώρες να προχωρήσουν σε αλλαγές στα εκπαιδευτικά τους συστήματα, μέχρι να εναρμονιστούν πλήρως με τις κατευθύνσεις που αυτή όρισε. Ως επιχείρημα επιστρατεύθηκε η αναγκαιότητα «κινητικότητας» των φοιτητών και η διευκόλυνση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στην αναγνώριση ισοτιμίας των σπουδών.
Οι κατευθύνσεις της είναι οι εξής:
♦ Οι πανεπιστημιακές σπουδές διασπώνται σε κύκλους, εκ των οποίων ο πρώτος, που οδηγεί στο βασικό πτυχίο (bachelor), είναι τριετής.
Στόχος είναι η μεγάλη πλειοψηφία των αποφοίτων να καθηλώνεται στο πρώτο πτυχίο, αποτελώντας στη συνέχεια ένα εργατικό δυναμικό μέσου επιπέδου, με γνώσεις περιορισμένης εμβέλειας, αφού αυτές ούτε το αντικείμενο της επιστήμης μπορούν να υπηρετήσουν συνολικά, αλλά ούτε και στο χρόνο μπορούν να αντέξουν. Οι φοιτητές πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα της εμπέδωσης δεξιοτήτων και όχι στην ανάπτυξη της αναλυτικής και συνθετικής σκέψης στο έδαφος της επιστήμης, αλλά και γενικά. Οι εργαζόμενοι αυτοί στη συνέχεια αποτελούν εύκολη λεία για τα σαγόνια των αφεντικών, ενώ η μειοψηφία, που έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει τσουχτερά δίδακτρα, προχωρεί στους μεταπτυχιακούς κύκλους, έχοντας καλύτερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Ταυτόχρονα, μέσω των βραχύβιων σπουδών για την πλειοψηφία, ελαχιστοποιούνται και οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση.
♦ Δημιουργείται ένα σύστημα «ανάγνωσης» και σύγκρισης των τίτλων σπουδών.
♦ Θεμελιώνεται ένα κοινό σύστημα αξιολόγησης των σπουδών και των πτυχίων, το σύστημα πιστωτικών μονάδων ECTS (European Credit Transfer System).
Η ρύθμιση αυτή έγινε για να ανατρέψει την έως τότε υπάρχουσα δομή των πανεπιστημίων, όπου η παραγωγή επιστημόνων με ένα λίγο-πολύ ομοιόμορφο κατά γνωστικό αντικείμενο επίπεδο γνώσεων, οδηγούσε στη συνέχεια σε απαιτήσεις για εργασία με κοινούς καλύτερους όρους και καλύτερες αμοιβές.
Με την εισαγωγή του Συστήματος Πιστωτικών Μονάδων, επιχειρείται η ποσοτική μέτρηση των σπουδών. Κριτήριο αντιστοίχισης των διαφόρων μορφών σπουδών σε μονάδες είναι ο φόρτος εργασίας που απαιτείται για κάθε μια από αυτές. Η επιλογή αυτή οδηγεί αναπόφευκτα στη διάσπαση της ενότητας της επιστήμης, στην πολυδιάσπαση των σπουδών και των πτυχίων, που πρέπει να «φωτογραφίζουν» τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς και μετατρέπει τους φοιτητές σε «κυνηγούς» συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων, οι δε ατομικές διαδρομές γίνονται με οικονομικό κόστος που σε μεγάλο βαθμό επιβαρύνει τον φοιτητή.
Στο πνεύμα αυτό η Μπολόνια προχώρησε πολύ παραπέρα, θεωρώντας ότι πιστωτικές μονάδες μπορεί να συλλέγει κανείς και από μη τυπικά συστήματα εκπαίδευσης, υπηρετώντας μια εμπορευματική και χυδαία αντίληψη για την Παιδεία και υποβαθμίζοντας έτσι τις πανεπιστημιακές σπουδές χάριν των επιχειρήσεων που στήνουν στο χώρο της εκπαίδευσης οι έμποροι της γνώσης (π.χ. κολλέγια, ΙΕΚ, Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών, Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, κ.λπ.).
Σε συνέχεια αυτής της αντίληψης επινοήθηκε ο όρος «προηγούμενη μάθηση» από τη Σύνοδο του Λονδίνου, ώστε να συμπεριλαμβάνονται όλες οι μορφές μη τυπικής (σεμινάρια, εργαστήρια ελευθέρων σπουδών, κέντρα κατάρτισης, κ.λπ), όσο και άτυπης μάθησης, όπως είναι η εμπειρική γνώση.
Το πνεύμα της Διακήρυξης της Μπολόνια εγκολπώθηκε το ΣτΕ, που με την απόφαση 178/2023 της Ολομέλειάς του «κατάπιε αμάσητη» την ευρωπαϊκή οδηγία 2005/36/ΕΚ, (ενσωματώθηκε στην ελληνκή νομοθεσία με το ΠΔ 38/2010), αναγνωρίζοντας επαγγελματική ισοδυναμία σε τίτλους κολλεγίων που συνεργάζονται με πανεπιστήμια της αλλοδαπής, ακόμη και αν μέρος των σπουδών πραγματοποιήθηκε σε Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών!
Βήμα υλοποίησης της Μπολόνια αποτελεί και η αναγνώριση της «περιόδου σπουδών» ενός ατόμου στην αλλοδαπή από το ΔΟΑΤΑΠ. Η σχετική αναφορά γίνεται στο άρθρο 126 του νόμου Πιερρακάκη για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια: «ιδ) «Περίοδος σπουδών» είναι η οποιαδήποτε συνιστώσα ενός προγράμματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχει αξιολογηθεί και τεκμηριωθεί και, αν και δεν είναι ένα πλήρες πρόγραμμα σπουδών από μόνο του, εν τούτοις αντιπροσωπεύει μια σημαντική απόκτηση γνώσεων ή δεξιοτήτων».
Σύμβαση της Λισαβόνας
Σε συνέχεια της Μπολόνια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτίθεται να επικυρώσει τη Σύμβαση της Λισαβόνας.
Σους άξονες του νομοσχέδιου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, πριν αυτό έρθει στη Βουλή, αναφέρεται: «Θεσμοθέτηση μετεγγραφών στα ξενόγλωσσα προγράμματα για ξένους φοιτητές-Ολοκλήρωση των απαιτούμενων ρυθμίσεων που επιτρέπει την κύρωση της σύμβασης της Λισαβόνας για την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλων σπουδών αλλοδαπής».
Με αυτήν τη Σύμβαση, η κυβέρνηση, προτίθεται να ολοκληρώσει τις ρυθμίσεις βάσει των οποίων οι απόφοιτοι των κολλεγίων δεν θα έχουν μόνο επαγγελματικά δικαιώματα ισότιμα με αυτά των αποφοίτων των Δημόσιων ΑΕΙ, αλλά και ακαδημαϊκά δικαιώματα, μιας και τα «πτυχία» τους χορηγούνται από τα πανεπιστήμια της αλλοδαπής που είναι συμβεβλημένα. Το θέμα αναδείχτηκε και στην ελληνική Βουλή το 2020, κατά την αναγνώριση των «πτυχίων» των κολλεγίων ως προσόν διορισμού στη δημόσια εκπαίδευση, με την άρνηση της Κεραμέως να δημοσιοποιήσει την επίμαχη «αιτιολογημένη γνώμη-παρατήρηση» 4061 της Κομισιόν, με την οποία υποστηρίζεται ότι «η Ελλάδα παραβιάζει την Ευρωπαϊκή οδηγία 2005/36 λόγω υπαγωγής της αναγνώρισης διπλωμάτων στον ΔΟΑΤΑΠ, για εκπαιδευτικούς που έχουν αποκτήσει τίτλο σπουδών σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. και δεν αναγνωρίζει τίτλους σπουδών που έχουν χορηγηθεί από κολέγια που συνεργάζονται με ΑΕΙ της Ενωσης».
Η αναβάθμιση των κολλεγίων σε πανεπιστήμια προαναγγέλλεται και στον άξονα «Υφιστάμενη κατάσταση της -Μη Κρατικής- μεταλυκειακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα», όπου τονίζονται με νόημα επί λέξει τα εξής: «Τα πτυχία των κολλεγίων εξασφαλίζουν στους αποφοίτους τους επαγγελματικά δικαιώματα αλλά όχι ακαδημαϊκά, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και μόνο. Σε χώρες του εξωτερικού αναγνωρίζονται και ακαδημαϊκά» με τη λέξη «ακαδημαϊκά» τονισμένη από τον συντάκτη.
Το ΣτΕ αποφασίζει με βάση το «δίκαιο του μονάρχη»
Οταν ολοκληρωνόταν ο πρώτος γύρος των κινητοποιήσεων, ενάντια στο νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, το κύριο βάρος των οποίων σήκωναν οι φοιτητικές καταλήψεις και οι μαζικές διαδηλώσεις, πανεπιστημιακοί καθηγητές δήλωναν ότι θα προσφύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να ακυρώσουν τον προδήλως αντισυνταγματικό νόμο Πιερρακάκη-Μητσοτάκη.
Τότε, σε άρθρο μας με τίτλο «Ιδιωτικά ΑΕΙ: Το ΣτΕ κρίνει με βάση το δίκαιο του μονάρχη. Μόνη διέξοδος ο μαχητικός αγώνας φοιτητών, πανεπιστημιακών, εργαζόμενων», σημειώναμε τα εξής:
«Η προσφυγή στο ΣτΕ, και γενικά στην αστική δικαιοσύνη, από το κίνημα δεν είναι απαγορευτική, πλην όμως πρέπει να αποτελεί συμπλήρωμα του μαχητικού, επίμονου, διαρκούς αγώνα στο δρόμο, που είναι και αυτός που θα βάζει τη σφραγίδα και θα πιέζει στη λήψη αποφάσεων προς την ευνοϊκή για το κίνημα κατεύθυνση. Οταν το κίνημα φυλλοροεί, όταν αποσύρεται, τότε το ΣτΕ εφαρμόζει αδίστακτα το δίκιο του μονάρχη.
Αλλά και πριν φθάσει σε αυτήν την προδιαγεγραμμένη κατάληξη φροντίζει να την μεθοδεύσει.
Πώς; Καταρχάς μια απόφαση του ΣτΕ θα πάρει μήνες, ίσως και χρόνο να βγει. Πχ. η απόφαση 32/2013 της Ολομέλειας του ΣτΕ, που ακύρωνε την αντισυνταγματική ΥΑ του τότε υπουργού Γεωργίας Μπασιάκου για την καρικατούρα των δασικών χαρτών και αποδεχόταν τον επιστημονικό ορισμό του δάσους, καθυστέρησε να εκδοθεί 8 ολόκληρα χρόνια! Και όταν τελικά δημοσιεύτηκε δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καθώς το 2016, το ΣτΕ, με απόφαση της τριμελούς επιτροπής, όπως προβλέπεται από τον οργανισμό του, επικύρωσε ΠΔ της κυβέρνησης που ουσιαστικά ανέτρεπε την πολύ σπουδαία απόφαση 32/2013 (δες εδώ και εδώ).
Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι πέρα από την χρονική καθυστέρηση για την έκδοση της απόφασης, το αστικό σύστημα μηχανεύεται και χίλιους δυο άλλους τρόπους για να οδηγήσει τα πράγματα εκεί που πραγματικά επιθυμεί.
Σε όλο αυτό το διάστημα, λοιπόν, που το Συμβούλιο της Επικρατείας θα καθυστερεί για να κρίνει την αντισυνταγματικότητα του νόμου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ο Μητσοτάκης, το σύστημα θα υλοποιούν αυτά τα οποία ψήφισαν (πάντα με την προϋπόθεση ότι το κίνημα αποσύρθηκε από τους δρόμους). Ετσι, όταν έρθει η ώρα να βγάλει το ΣτΕ την απόφασή του θα έχουν δημιουργηθεί τετελεσμένα. Θα έχουν έρθει εδώ τα παραρτήματα των ξένων πανεπιστημίων, θα έχουν πιθανόν προλάβει να πανεπιστημιοποιηθούν και κάποια από τα κολλέγια τα συμβεβλημένα με πανεπιστήμια του εξωτερικού, θα έχουν εγγραφεί σε αυτά τα μαγαζιά των εμπόρων της γνώσης φοιτητές, θα έχουν προσληφθεί καθηγητές του ενός διδακτορικού και αν, εν ολίγοις θα έχει δημιουργηθεί μια κοινωνική βάση με απαιτήσεις και προσδοκίες που θα πιέζει.
Μπορούμε επομένως να πούμε με βεβαιότητα ότι μετά από όλη αυτήν την δημιουργηθείσα κατάσταση, η απόφαση του ΣτΕ, στην κατεύθυνση που επιθυμεί ο Μητσοτάκης, θα πέσει σαν ώριμο φρούτο.
Επειτα υπάρχει και ο άλλος δρόμος που είναι σίγουρο ότι θα ακολουθηθεί, καθώς είναι καθιερωμένη πρακτική, όταν το ΣτΕ καλείται να αποφασίσει για ζητήματα που θίγουν άμεσα την καρδιά της αστικής πολιτικής, τον πυρήνα των σχεδιασμών και των επιδιώξεων κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων: Το ΣτΕ να απευθυνθεί στο Δικαστήριο της ΕΕ με προδικαστικό ερώτημα, διαδικασία που θα πάρει πάρα πολύ χρόνο. Το Δικαστήριο της ΕΕ, υλοποιώντας το δίκιο των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών της Ενωσης, είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι θα καταλήξει στην δέουσα απόφαση και το ΣτΕ στη συνέχεια ως Πόντιος Πιλάτος, θα σπεύσει να την αποδεχθεί».
Επειτα από όσα εκθέσαμε και ειδικά μετά την απάντηση της ευρωπαίας Επιτρόπου στους ευρωβουλευτές του ΚΚΕ, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το περιεχόμενο της απάντησης του Δικαστήριου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε περίπτωση που το ΣτΕ απευθύνει σε αυτό προδικαστικό ερώτημα. Επομένως, για άλλη μια φορά η «λύση» θα δοθεί στους δρόμους από το ρωμαλέο, μαζικό, μαχητικό φοιτητικό κίνημα σε έναν δεύτερο εκρηκτικό κύκλο και όχι στις αίθουσες της αστικής δικαιοσύνης ελληνικής και ευρωπαϊκής.
ΥΓ. Το ερώτημα των ευρωβουλευτών του ΚΚΕ στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είχε απολύτως κανένα νόημα. Ισα ίσα που προκάλεσε μια αβανταδόρικη τοποθέτηση για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και το πόνημά της. Και μην μας πείτε ότι οι ευρωβουλευτές του Περισσού δεν ήξεραν από πριν το περιεχόμενο της απάντησης.
Γιούλα Γκεσούλη