Οταν διατυπώνουμε αιτήματα για την εκπαίδευση πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί. Γιατί το σχολείο είναι ισχυρός ιδεολογικός μηχανισμός του συστήματος, χώρος επιβολής και αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων της παραγωγής.
Συνεπώς, οι γνώσεις που προσφέρονται σ’ αυτό υπηρετούν ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό περιεχόμενο, αλλά και την ανάγκη του συστήματος να παράγονται «μερικοί» άνθρωποι, χωρίς κριτική σκέψη και στάση, ικανοί να εκπληρώνουν με συνέπεια και χωρίς αντιρρήσεις στον μετέπειτα εργασιακό τους βίο τις εκάστοτε ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής.
Ο ιδεολογικός καταναγκασμός επιβάλλεται κυρίως μέσω των φρονηματικών μαθημάτων, που έχουν έντονο το στοιχείο του κοινωνιολογικού χαρακτήρα. Αυτά είναι τα λεγόμενα θεωρητικά μαθήματα (Γλώσσα, Λογοτεχνία, Ιστορία, Θρησκευτικά). Αλλά και μέσω της συνολικής λειτουργίας του σχολείου, των τύπων του, των εκδηλώσεών του υιοθετούνται οι πρέπουσες συμπεριφορές για το σύστημα.
Οι γνώσεις που παρέχονται μέσω των θετικών μαθημάτων προσφέρονται με τρόπο μηχανιστικό, αποσπασματικό, ξεκομμένο απ’ την πραγματικότητα, με βάση κυρίως τη διδασκαλία στον πίνακα και όχι τον πειραματισμό στα εργαστήρια (τα οποία είναι συνήθως ανύπαρκτα), έτσι που ο μαθητής να μην κατανοεί τη χρησιμότητά τους και τελικά να τις προσεγγίζει μηχανιστικά, να μη διακρίνει τη συνέχειά τους και να μην μπορεί να τις χρησιμοποιήσει ως εργαλείο για να εξελίξει τη σκέψη του.
Στο περιβάλλον που προωθείται και επιβραβεύεται η αποστήθιση, που τιμωρείται το λάθος, που βασιλεύει η αυθεντία του δάσκαλου, σ’ ένα περιβάλλον στεγνό, επαναλαμβανόμενο μονότονα, απ’ το οποίο λείπουν η χαρά, η δημιουργικότητα, η ανάπτυξη πρωτοβουλιών είναι φυσικό να απουσιάζει ή και να τιμωρείται η κριτική σκέψη και στάση.
Αγκωνάρι, λοιπόν, του ιδεολογικού μηχανισμού του σχολείου είναι τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία.
Θα ήταν βεβαίως τρελό να πιστέψουμε πως το σύστημα για οιονδήποτε λόγο θα μπορούσε να παραχωρήσει τούτο τον ισχυρό ιδεολογικό μηχανισμό του στα χέρια προσώπων ή και οργανισμών, των οποίων δεν θα είχε τον ασφυκτικό έλεγχο.
Γιατί θα ήταν σαν να έκανε χαρακίρι, φυτεύοντας στα θεμέλιά του βραδυφλεγή βόμβα.
Γιατί θα ήταν σαν να έκανε χαρακίρι, φυτεύοντας στα θεμέλιά του βραδυφλεγή βόμβα.
Συνεπώς οι εκάστοτε επεμβάσεις στα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία γίνονται πάντα υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του αστικού κράτους και με αυστηρά καθορισμένο τρόπο, σύμφωνα και με τις αντίστοιχες ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής που πρέπει να υπηρετήσουν.
Πολύς ντόρος γίνεται τελευταία για τα νέα σχολικά βιβλία και τα αναλυτικά προγράμματα που θα εφαρμοστούν από τη σχολική χρονιά 2006-07.
Μπορεί να έχουμε προς το παρόν άγνοια του ακριβούς περιεχομένου των νέων βιβλίων και προγραμμάτων, όμως από τώρα είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι και αυτά, όπως και τα προηγούμενα, θα υπηρετούν πρωτίστως όλα αυτά που αναφέραμε προηγουμένως. Οι διαφορές με τα προηγούμενα βιβλία και προγράμματα, που μπορεί να είναι κάποιες σύγχρονες πληροφορίες ή η αντιμετώπιση με πιο εκσυγχρονιστικό τρόπο κάποιων πλευρών, ελάχιστα έχει σημασία και δεν αλλοιώνει το ουσιαστικό περιεχόμενο.
Μάλιστα ο «εκσυγχρονιστικός» αυτός τρόπος δεν είναι κατ’ ανάγκη προς όφελος της νεολαίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το βιβλίο π.χ. της Γλώσσας της Ε΄ Τάξης, από το οποίο απουσιάζουν πανηγυρικά τα λογοτεχνικά κείμενα (κείμενα που διαθέτουν πλούσιο συναισθηματικό περιεχόμενο και υπόβαθρο και αγγίζουν τον ψυχισμό), ενώ αντίθετα κάνουν θραύση τα επικοινωνιακά, «χρηστικά» κείμενα, που υπηρετούν μια καθαρά τεχνοκρατική αντίληψη.
Ο Κ. Κορναράκης, επίκουρος καθηγητής της Θεολογικής Αθηνών και υπεύθυνος για το νέο εγχειρίδιο των Θρησκευτικών της Ε΄ Δημοτικού, ομολογεί τον ασφυκτικό τρόπο κάτω απ’ τον οποίο έγινε και η συγγραφή των νέων βιβλίων, λέγοντας τα εξής: «Οσοι πάντως ασχοληθήκαμε με τη συγγραφή των νέων εγχειριδίων σκοντάψαμε πάνω στην αδυναμία του εκπαιδευτικού μας συστήματος: άλλοι καθορίζουν τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών πάνω στα οποία βασίζονται τα βιβλία. Βρεθήκαμε, δηλαδή, προ τετελεσμένων γεγονότων».
Βέβαια, δεν πρόκειται για αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά για αναγκαιότητα επιβίωσης του καπιταλισμού, σημαντικός βραχίονας του οποίου είναι το εκπαιδευτικό σύστημα.
Ας επανέλθουμε τώρα σε κείνο που εισαγωγικά διατυπώσαμε. Οτι ειδικά όσον αφορά την εκπαίδευση, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί στη διατύπωση των διεκδικήσεων.
Υπάρχουν αιτήματα, όπως π.χ. η κατάργηση αντιεκπαιδευτικών νόμων, η καθιέρωση 14χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης (μαζί με τα 2 χρόνια του Νηπιαγωγείου), η μείωση των μαθητών ανά τμήμα, η κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων κ.λπ., που «χωρούν» μέσα στον καπιταλισμό και που ανάλογα με τη δυναμική που θα αναπτύξει ένα ταξικό κίνημα, μπορεί σε κάποια φάση να τα επιβάλει.
Υπάρχουν όμως και ζητήματα, που έχουν καθαρά ιδεολογικό περιεχόμενο ή το υποκρύπτουν ή που ενθαρρύνουν ταυτόχρονα την εισδοχή του κεφάλαιου και της αγοράς στο δημόσιο σχολείο. Σ’ αυτά τα ζητήματα το κίνημα οφείλει να τοποθετείται είτε αρνητικά (π.χ. όχι στην αξιολόγηση, όχι στην ευέλικτη ζώνη), αρνούμενο την παραπέρα ένταση του ελέγχου από το κράτος και την άλωση του δημόσιου σχολείου απ’ την αγορά, είτε να τα προσεγγίζει μέσα από τη συνολική διατύπωση της άποψης που έχει για το «άλλο σχολείο». Το σχολείο δηλαδή της ολόπλευρης μόρφωσης, που θα διαμορφώνει ολοκληρωμένες προσωπικότητες, που θα αναδεικνύει τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα χαρίσματα, που θα κάνει τα παιδιά κοινωνούς της συσσωρευμένης γνώσης και του πολιτισμού της ανθρωπότητας, που θα καλλιεργεί το συλλογικό πνεύμα και θα βασίζεται στο πείραμα και την αναλυτικοσυνθετική μέθοδο.
Η άποψη αυτή για το «άλλο σχολείο» πρέπει από την αρχή να συνδέεται -και αυτό να είναι πολύ καθαρό- και με μια άλλη κοινωνία απαλλαγμένη από εκμεταλλευτικές σχέσεις με κέντρο της τον ΑΝΘΡΩΠΟ και τις ανάγκες του.
Σε κάθε άλλη περίπτωση οι ξερές αναφορές του τύπου «επανακαθορισμός των αναλυτικών προγραμμάτων και των βιβλίων με βάση τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών, την κριτική σκέψη και την ολόπλευρη γνώση» (προκήρυξη-πλατφόρμα παρέμβασης στις Γενικές Συνελεύσεις των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης των Παρεμβάσεων-Κινήσεων-Συσπειρώσεων) ή «Ενιαίο 12χρονο σχολείο που θα ολοκληρώνει τη διαπαιδαγωγητική του εργασία…» (ΕΣΑΚ-ΔΕΕ), δημιουργούν το λιγότερο σύγχυση για τη φύση του καπιταλισμού και τα όρια του ταξικού κινήματος μέσα σ’ αυτόν.
Ανάλογη στάση απαιτείται και για διεκδικήσεις που αφορούν τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, που μέσα σ’ αυτό το σχολείο είναι ταυτόχρονα θύτες (ιμάντες μεταβίβασης της κυρίαρχης ιδεολογίας και των επιβεβλημένων συμπεριφορών) και θύματα (με την έννοια ότι είναι εργαζόμενοι που προσφέρουν εξαρτημένη εργασία).
Θα ήταν λοιπόν εξίσου λάθος να προβάλλονται απόψεις και διεκδικήσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού, όπως π.χ. «παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στο σχολείο» ή «ενίσχυση του ρόλου του συλλόγου διδασκόντων». Γιατί δημιουργούν σύγχυση και αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία σ’ ένα σχολείο που πατάει πάνω στην ιεραρχία τον έλεγχο, την υποταγή και επομένως αυταπάτες για την ίδια τη φύση του καπιταλισμού, γεγονός που οδηγεί ηθελημένα ή αθέλητα στην αποδοχή του και όχι στον αγώνα για την ανατροπή του. Γιατί, στα πλαίσια της κυριαρχίας του μαζικού κρετινισμού, του ατομισμού και της ιδεολογικής χειραγώγησης των πλατειών στρωμάτων της εργαζόμενης κοινωνίας, δεν αλλάζει και τίποτε ουσιαστικό στο σχολείο με το να περάσουν οι επουσιώδεις αποφάσεις για τη λειτουργία του (οι ουσιαστικές θα είναι πάντα στα χέρια του κράτους και είναι αδιαπραγμάτευτες) στα χέρια του συλλόγου διδασκόντων.
Το πλέον έντιμο θα ήταν να διεκδικήσουν οι εκπαιδευτικοί πολιτικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, σαν το μόνο αίτημα που θα διευκολύνει την πάλη, και σ’ ένα βαθμό θα προφυλάσσει -κυρίως τους ταξικούς ανθρώπους εξ’ αυτών που δε μασούν τα λόγια τους κι έχουν τα κότσια να συγκρούονται με την εξουσία.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα λαθεμένα αυτά αιτήματα των «αριστερών» δυνάμεων, σήμερα έχουν γραφτεί στη σημαία αστικών δυνάμεων, όπως η ΠΑΣΚ και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών.
Γιούλα Γκεσούλη