του Δημήτρη Κουφοντίνα
Πριν από λίγες μέρες, η κυβέρνηση Μ. ψήφισε μία τροπολογία με την οποία προσπαθεί να κλείσει οριστικά τη ΛΑΡΚΟ και να πετάξει στο δρόμο τους εργαζόμενους, για να την παραδώσει «καθαρή» στους αγοραστές.
Αν το πετύχει, θα έχει ολοκληρώσει ένα προσχεδιασμένο έγκλημα, θα διαλύσει μια στρατηγική επιχείρηση, θα διαλύσει τις ζωές των 700 εργαζόμενων, θα ερημώσει τους οικισμούς τους, θα καταδικάσει στο μαρασμό ολόκληρη την περιοχή.
Πέντε χρόνια τώρα, από το 2019 που προανήγγειλε στυγνά την εκποίηση της ΛΑΡΚΟ, σφίγγει σταδιακά το βρόχο. Σιγά σιγά σβήνουν οι κάμινοι και οι ηλεκτροκάμινοι, τα μεταλλεία υπολειτουργούν ολοένα και περισσότερο, το λιγνιτωρυχείο έκλεισε, οι εγκαταστάσεις ρημάζουν.
Αν η κυβέρνηση πετύχει να κλείσει τη ΛΑΡΚΟ, θα έχει κάνει ακόμη ένα κρίσιμο βήμα στη διαχρονική πορεία διάλυσης των στρατηγικών μονάδων και κλάδων της ελληνικής βιομηχανίας και στο ξεπούλημά τους στο δυτικό κεφάλαιο. Μια μακρά πορεία, όπου συντάχθηκαν, λίγο πολύ, όλες οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας, στην οποία όμως έχουν διακριθεί με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο και τους ξέφρενους νεοφιλελεύθερους ρυθμούς οι κυβερνήσεις της καθαρόαιμης δεξιάς.
Αν η ιστορία της ΛΑΡΚΟ συμπυκνώνει την ιστορία της ολιγαρχίας, η τραγωδία της ΛΑΡΚΟ συμπυκνώνει την τραγωδία της Ελλάδας της εργασίας. Αρπακτικότητα και λεηλασία του δημόσιου πλούτου από τη μία πλευρά, ιδρώτας και αίμα από τους πραγματικούς παραγωγούς του, από την άλλη.
Πριν ακόμη από τη ΛΑΡΚΟ, από την αρχή της εκμετάλλευσης των νικελιούχων κοιτασμάτων στις αρχές του 20ού αιώνα, μια τυχοδιωκτική ολιγαρχία και ένα κράτος ασύδοτο, με χαρακτηριστικά αποικίας, πληγώνουν το σώμα της χώρας, εξορύσσουν ληστρικά τα πιο πλούσια κοιτάσματα, χωρίς σχέδιο, χωρίς καν μια απλή επεξεργασία, φορτώνουν δεκάδες τόνους πολύτιμο μετάλλευμα το χρόνο και το εξάγουν ανενδοίαστα σε εξευτελιστικές τιμές. Μια χώρα αποικία, προμηθευτής του ακριβού νικελίου, ως πάμφθηνης πρώτης ύλης, στις δυτικές βιομηχανίες. Αυτού του πολύτιμου μετάλλου, που όπως γράφει ο τραγικός Δημήτρης Μπάτσης, στο βιβλίο του «Η Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα», θα μπορούσε να παίξει στρατηγικό ρόλο στη συγκρότηση της βαριάς βιομηχανίας στη χώρα.
Ομως και μεταπολεμικά, όταν η εγχώρια αστική τάξη μπαίνει καθυστερημένα στη βιομηχανική της φάση, δεν αλλάζει το αρπακτικό – τυχοδιωκτικό της μοντέλο. Ούτε η ίδια ούτε το κράτος της ενδιαφέρονται να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο για μια αυτόνομη και αυτοδύναμη ανάπτυξη, χρησιμοποιώντας τον πλούτο της χώρας και στη συγκεκριμένη περίπτωση το πολύτιμο νικέλιο. Αποτυγχάνουν έτσι ιστορικά, αλλά θησαυρίζουν ατομικά.
Οταν το 1960 δημιουργείται η ΛΑΡΚΟ, η επεξεργασία των νικελιούχων και κοβαλτιούχων κοιτασμάτων περιορίζεται στην παραγωγή-εξαγωγή ενός κράματος σιδερονικελίου. Η ΛΑΡΚΟ αναπτύσσεται γρήγορα χάρη στον ιδρώτα και το αίμα των εργαζόμενων. Πάνω από 80 οι νεκροί, εκατοντάδες οι σακατεμένοι στα ορυχεία, το μεταλλουργικό συγκρότημα και το λιμάνι. Το άριστης ποιότητας σιδηρονικέλιο εξάγεται ως φτηνή πρώτη ύλη για τα δυτικά εργοστάσια που παράγουν με αυτό ακριβό ανοξείδωτο χάλυβα. Μέχρι το 1982, που ο ιδιοκτήτης της εγκατέλειψε καταχρεωμένη τη ΛΑΡΚΟ, ο ίδιος έχει κερδίσει δισεκατομμύρια. Ομως δεν έχει επενδύσει στην καθετοποίηση, στην παραγωγή ανοξείδωτου χάλυβα και καθαρού νικελίου. Δεν έχει αξιοποιήσει καν τα παραπροϊόντα της μεταλλουργίας, που τα πετούσε στον Ευβοϊκό, επιβαρύνοντας το περιβάλλον.
Το ίδιο κάνουν και οι κυβερνήσεις που αναλαμβάνουν στη συνέχεια τη διαχείριση της ΛΑΡΚΟ. Τα νικελιούχα κοιτάσματα, που είναι τα μοναδικά σε όλη την ΕΕ, αντί να αποτελέσουν μοχλό ανάπτυξης με βάση τις ανάγκες της χώρας, εξάγονται υπό τις επιταγές της ΕΕ – ΕΟΚ τότε, σαν φτηνή ημικατεργασμένη πρώτη ύλη. Τα συμφέροντα των δυτικών βιομηχανιών μπαίνουν πάνω από τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Απαξιώνουν τους εργαζόμενους που μιλάνε για δυνατότητα καθετοποίησης, παραγωγή ανοξείδωτου χάλυβα, καθαρού νικελίου και κοβαλτίου. Και μάλιστα σε μια συγκυρία όπου οι τιμές αυτών των δυο μετάλλων αυξάνονται αλματωδώς, καθώς αποτελούν τη βάση της πολυδιαφημισμένης «πράσινης» μετάβασης (απαραίτητα στην κατασκευή μπαταριών ηλεκτροκίνησης και αποθήκευσης της «πράσινης» ενέργειας) και ενώ οι ΗΠΑ τα τοποθετούν στον κατάλογο με τα 50 πιο κρίσιμα για την ασφάλειά τους ορυκτά. Σαμποτάρισαν ακόμη και την πολλαπλά τεκμηριωμένη πρόταση του ΕΜΠ για μια νέα υδρομεταλλουργική μέθοδο για την κερδοφόρα επεξεργασία των κοιτασμάτων, με επένδυση ελάχιστου κόστους, που ξεκίνησε δοκιμαστικά με επιτυχία. Την έθαψαν κυριολεκτικά, εξαφάνισαν τη Μελέτη Σκοπιμότητας και μπάζωσαν την πιλοτική μονάδα παραγωγής!
Και συνέχισαν σε μια διαρκή πορεία απαξίωσης της ΛΑΡΚΟ, με το ξεχαρβάλωμα των εγκαταστάσεων, την καταστροφή των παραγωγικών δυνατοτήτων, προετοιμάζοντας την εκποίησή της. Η κυβέρνηση του πατέρα Μητσοτάκη δεν πρόλαβε να την εκποιήσει και αυτήν, για να έρθει σήμερα ο Μ. να ολοκληρώσει πρόθυμα τη βρώμικη δουλειά, να την αδειάσει από τους εργαζομένους που την κρατούν ζωντανή με νύχια και με δόντια και να παραδώσει “καθαρό” το κουφάρι της στον αγοραστή, σε τιμή ευκαιρίας.
Η προσχεδιασμένη καταστροφή της παραγωγικής δυνατότητας της ΛΑΡΚΟ αναδεικνύει και πάλι τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, την αποδιάρθρωση και συρρίκνωση της παραγωγικής της βάσης, καθώς η πολιτική εξουσία δεν είχε ποτέ σχέδιο αυτοδύναμης ανάπτυξης και αποδεχόταν πρόθυμα τις καταστρεπτικές πολιτικές που της επέβαλε η ΕΟΚ – ΕΕ, ιδιαίτερα στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής.
Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται και το έλλειμμα μιας προγραμματικής πρότασης από τις αριστερές και ανατρεπτικές δυνάμεις στην κατεύθυνση της αυτοδύναμης ανάπτυξης. Μια πρόταση δομική για την κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει ένα σχέδιο δομικής παραγωγικής ανασυγκρότησης. Ιδιαίτερα σήμερα, σε ένα περιβάλλον βαθιάς αναδιάρθρωσης στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας και τεκτονικών γεωπολιτικών αλλαγών, είναι επιτακτική η ανάγκη για ένα τέτοιο σχέδιο με γεωπολιτικό αναπροσανατολισμό και βασισμένο σε μια βιώσιμη ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον, σε όφελος των πολλών και όχι για τους λίγους.
Τώρα όμως είναι επιτακτική η άμεση αλληλεγγύη και με κάθε τρόπο υποστήριξη στους εργαζόμενους της ΛΑΡΚΟ, που παλεύουν για τη ζωή τους και για την τιμή όλων μας.