Τον Οκτώβρη του 2011 η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, με υπουργό Εργασίας, τον Γ. Κουτρουμάνη, τροποποίησε το άρθρο 10 του νόμου 1876/1990 και εισήγαγε στην παράγραφο 2 διάταξη σύμφωνα με την οποία, όσο διαρκεί το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας θα υπερισχύει των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, χωρίς να μπορεί να προβλέπει αποδοχές μικρότερες απ’ αυτές της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ).
Πριν από αυτή τη ρύθμιση είχαν προηγηθεί οι ρυθμίσεις της 6ης ΠΥΣ (Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου), στις 28 Φλεβάρη του 2012, με τις οποίες ο κατώτατος μισθός πετσοκοβόταν από 751 ευρώ σε 586 ευρώ (και σε 510 για τους εργαζόμενους ηλικίας κάτω από 25 χρόνων) και το κατώτατο μεροκάματο της ΕΓΣΣΕ δε θα καθοριζόταν πλέον με Συλλογική Σύμβαση Εργασίας αλλά με κυβερνητική απόφαση.
Ολα τα μνημονιακά χρόνια, μέχρι και τον Αύγουστο του 2018 που έληξε τύποις το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής, οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, σε συνδυασμό με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, κατακρεούργησαν τις ισχύουσες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας φέρνοντάς τες στο επίπεδο των 586 ευρώ το μήνα (και των 510 ευρώ για τους εργαζόμενους κάτω των 25 χρόνων).
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κερδίσει τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, κατήργησε τη ρύθμιση για τον λεγόμενο υποκατώτατο μισθό (510 ευρώ για εργαζόμενους κάτω από τα 25) και ανέβασε για όλους τους εργαζόμενους το μισθό στα 650 ευρώ το μήνα. Τήρησε αυστηρά τον μνημονιακό νόμο Βρούτση και καθόρισε τον κατώτατο μισθό με κυβερνητική απόφαση (απαγορεύοντας τη συλλογική διαπραγμάτευση) και φυσικά δεν τον πήγε στα 751 ευρώ που βρισκόταν το 2013, αλλά στα 650 ευρώ.
Ερχεται τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με υπουργό Εργασίας πάλι τον Βρούτση, και από ενδιαφέρον για τους καπιταλιστές συμπληρώνει το κενό που είχε δημιουργηθεί όσον αφορά την υπεροχή των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας έναντι των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Στο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο (που είναι άλλο ένα αντιδραστικό πολυνομοσχέδιο-κουρελού), το άρθρο 51 εισάγει διάταξη με την οποία τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 10 του νόμου 1876/1990. Για τις περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, λέει. Για να μην εκτεθεί από τώρα η κυβέρνηση, ο Βρούτσης δεν προσδιορίζει με ποια κριτήρια θα ορίζονται οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Αυτό θα το κάνει μετά ο υπουργός με την έκδοση απόφασης.
Στο ίδιο άρθρο (51) του πολυνομοσχέδιου εισάγεται και άλλη διάταξη-δρεπάνι για τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Προβλέπεται ότι οι τοπικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν των εθνικών κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Σε ποιους κλάδους υπογράφονταν τοπικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας; Βασικά στον τουρισμό, κλάδο στον οποίο μαζί με την εθνική κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας υπογράφονταν και τοπικές κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, στους νομούς που έχουν πολύ και «ματσωμένο» τουρισμό. Αντιλαμβάνεστε τι θα συμβεί με την ψήφιση αυτής της διάταξης. Είναι ένα πολύ καλό δώρο στις τουριστικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, με το οποίο θα τους δοθεί η δυνατότητα να συνθλίψουν ό,τι απόμεινε από τα δικαιώματα των εργαζόμενων, μετά τη μνημονιακή λαίλαπα.
Για την επεκτασιμότητα συλλογικών συμβάσεων εργασίας που υπογράφηκαν από τους καπιταλιστές που απασχολούν τουλάχιστον το 50% των εργαζόμενων ενός κλάδου ο Βρούτσης βάζει νέα εμπόδια. Συγκεκριμένα, ανασύρει τα προβλήματα που δήθεν αντιμετωπίζουν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τον κίνδυνο των επιπτώσεων από την επεκτασιμότητα στον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων. Στο όνομα αυτών των προβλημάτων, θα μπορούν να εξαιρούνται επιχειρήσεις από την επεκτασιμότητα. Αυτό θα γίνει με υπουργική απόφαση, μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβούλιου Εργασίας (είναι επταμελές και τα πέντε μέλη τα ορίζει η κυβέρνηση!). Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι με αυτές τις διατάξεις η επεκτασιμότητα στην ουσία καθίσταται νεκρό γράμμα.
Με το άρθρο 49 του πολυνομοσχέδιου δίνεται η δυνατότητα να εξαιρούνται επιχειρήσεις από τη σύναψη πλήρων εθνικών, κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Στο όνομα και πάλι «σοβαρών οικονομικών προβλημάτων» δίνεται η δυνατότητα να μπαίνουν στις συλλογικές συμβάσεις ειδικοί όροι ή να αφαιρούνται συγκεκριμένοι όροι που αναφέρονται σε δικαιώματα των εργαζόμενων.
Τέλος, με το άρθρο 52 του πολυνομοσχέδιου συρρικνώνεται ακόμη περισσότερο το ήδη κουτσουρεμένο δικαίωμα των εργαζόμενων να προσφεύγουν μονομερώς στη διαιτησία.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα ήταν ενάντια στην διαιτησία, ακόμη και στην πιο καθαρή εκδοχή της, που προέβλεπε ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να προσφύγουν σ’ αυτή μονομερώς. Κατά τη μνηνονιακή περίοδο καταργήθηκε η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Με τις διατάξεις που εισάγει τώρα ο Βρούτσης αφήνει ελάχιστες χαραμάδες για μονομερή προσφυγή στη διαιτησία. Σε τελική ανάλυση, ποια αξία μπορούν να έχουν οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όταν το εργατικό κίνημα είναι σε κάμψη και οι καπιταλιστές επιβάλλουν τους όρους τους, τόσο μέσω της δύναμης που έχουν όσο και με τη δυνατότητά τους να επιβάλλουν τους όρους τους με τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας;
Της πλάκας
Οι ρυθμίσεις των άρθρων του πολυνομοσχέδιου για τη μερική απασχόληση και την καταπολέμηση της μαύρης εργασίας είναι της πλάκας και δεν προσφέρουν το παραμικρό στήριγμα στην εργατική τάξη για να αντιμετωπίσει την αυθαιρεσία των καπιταλιστών. Ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι διαιωνίζεται η μπαχαλοποίηση του ελεγκτικού μηχανισμού.
Το ίδιο ισχύει και για τη ρύθμιση (άρθρο 63) με την οποία επιχειρείται, σύμφωνα με τον Βρούτση, να υποχρεωθούν οι καπιταλιστές να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές μαζί με την υποβολή των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (ΑΠΔ). Πρόκειται για θέμα με το οποίο έχουμε ασχοληθεί κατ’ επανάληψη, όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες μας.
Η ρύθμιση που εισάγει ο Βρούτσης με το άρθρο 63 είναι πολύ πίσω από τη ρύθμιση που ψηφίστηκε το 2010 (νόμος 3846/2010 ) και δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Προέβλεπε αυτή η ρύθμιση:
«Οι ΑΠΔ, οι οποίες υποβάλλονται για διαστήματα μισθολογικών περιόδων, για τα οποία δεν έχουν καταβληθεί οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, θεωρούνται ως μη υποβληθείσες και επιβάλλεται η πρόσθετη επιβάρυνση που προβλέπεται από τη διάταξη της περίπτωσης α΄ της παραγράφου αυτής.
Η υποβολή ΑΠΔ επόμενων, μετά τη βεβαίωση οφειλής, μισθολογικών περιόδων, δεν γίνεται δεκτή μέσω διαδικτύου, εφόσον ο εργοδότης εξακολουθεί να μην καταβάλλει τις αντίστοιχες εισφορές και δεν έχει υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης υποχρεούται να προσκομίσει την ΑΠΔ με ψηφιακό-μαγνητικό μέσο στο αρμόδιο υποκατάστημα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Η ΑΠΔ που υποβάλλεται με τον τρόπο αυτόν, παραλαμβάνεται από το αρμόδιο υποκατάστημα, μόνο αν ο εργοδότης συνυποβάλλει το αναλυτικό-καθολικό ισοζύγιο κινούμενων λογαριασμών του προηγούμενου μήνα, καθώς και την ανάλυση πελατών του ίδιου μήνα. Επιπλέον, ο εργοδότης καλείται να καταθέσει εγγυητική επιστολή τράπεζας με διάρκεια ισχύος ενός έτους από την έκδοσή της, ισόποση με το σύνολο των εισφορών των υποβληθεισών ΑΠΔ, για τις οποίες δεν έχουν καταβληθεί εισφορές».
Δείτε τώρα τη ρύθμιση που εισάγει ο Βρούτσης και κάντε τη σύγκριση:
«Στις περιπτώσεις αναστολής χρήσης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών, οι συναλλαγές του εργοδότη πραγματοποιούνται στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ. Οι Α.Π.Δ. των περιόδων της αναστολής υποβάλλονται με ψηφιακό – μαγνητικό μέσο στην αρμόδια υπηρεσία του ΕΦΚΑ και η καταχώρισή τους στο πληροφοριακό σύστημα του ΕΦΚΑ γίνεται εφόσον καταβάλλονται οι απαιτητές ασφαλιστικές εισφορές που δηλώνονται με αυτές. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η καταχώριση στις εξής περιπτώσεις:
α) Κατά την πρώτη μετά την αναστολή υποβολή ΑΠΔ με ψηφιακό – μαγνητικό μέσο, αν υποβάλλονται ΑΠΔ μέχρι έξι (6) μισθολογικών περιόδων είναι δυνατή η καταχώριση αυτών αν έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές τουλάχιστον της τελευταίας απαιτητής Α.Π.Δ. Αν υποβάλλονται ΑΠΔ περισσότερων των έξι (6) μισθολογικών περιόδων είναι δυνατή η καταχώριση αυτών αν έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού ποσού εισφορών που δηλώνεται με τις Α.Π.Δ που υποβάλλονται.
β) Κατά την δεύτερη υποβολή με ψηφιακό – μαγνητικό μέσο αν υποβάλλονται ΑΠΔ περισσότερων μισθολογικών περιόδων είναι δυνατή η καταχώριση αυτών αν έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού ποσού εισφορών που δηλώνεται με τις Α.Π.Δ. που υποβάλλονται».
Είναι φανερό ότι η νέα ρύθμιση Βρούτση είναι πίσω απ' αυτήν του 2010. Είναι μια ρύθμιση υπέρ των καπιταλιστών και σε βάρος των εσόδων του ΕΦΚΑ.
Οπως είπαμε, η ρύθμιση του 2010 δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Και επί κυβέρνησης Σαμαροβενιζέλων (με υπουργό Εργασίας τον Βρούτση) και επί κυβέρνησης Τσιπροκαμμένων, η οποία τελικά, τον Μάρτη του 2019, κατήργησε την υποχρέωση των καπιταλιστών να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές ταυτόχρονα με την υποβολή των ΑΠΔ.
Ολες οι κυβερνήσεις δεν έπαιρναν κανένα μέτρο σε βάρος των καπιταλιστών και περιορίζονταν στις επισημάνσεις των τριμηνιαίων εκθέσεων του ΚΕΑΟ (Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών), που επαναλάμβανε μονότονα: «Στο πλαίσιο της δράσης αυτής εντατικοποιήθηκε το μέτρο της αναστολής της δυνατότητας υποβολής ΑΠΔ μέσω διαδικτύου, που εφαρμόζεται για οφειλέτες με μεγάλες κυρίως και μη ρυθμιζόμενες οφειλές, οι οποίοι, ενώ υποβάλλουν κάθε μήνα ΑΠΔ, δεν καταβάλλουν τις δηλούμενες με αυτήν εισφορές, με αποτέλεσμα τη συνεχή δημιουργία νέων οφειλών κάθε μήνα».
Είναι σίγουρο, λοιπόν, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με υπουργό τον Βρούτση που έχει εμπειρία στο θέμα, δε θα εφαρμόσει ούτε αυτή την πιο χαλαρή διάταξη για την καταβολή μέρους των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών ως προϋπόθεση για την παραλαβή από τον ΕΦΚΑ των ΑΠΔ. Και βέβαια, το χρέος των καπιταλιστών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, που έχει ξεπεράσει τα 35 δισ. ευρώ, θα συνεχίσει να τραβά την ανηφόρα.