Περίπου 800 εκατομμύρια δολάρια από τα 1.2 δισ. δολάρια που προορίζονταν για την αγορά νέων όπλων για τον εξοπλισμό του ιρακινού στρατού κλάπηκαν από ιρακινούς αξιωματούχους. Το μεγαλύτερο μέρος από τα υπόλοιπα 400 εκατομμύρια δαπανήθηκαν για την αγορά απαρχαιωμένου και άχρηστου εξοπλισμού. Η καταγγελία έγινε από τον πρώην ιρακινό υπουργό Οικονομικών Αλί Αλάουι στην εκπομπή «60 λεπτά» του αμερικάνικου καναλιού CBS στις 23 Οκτωβρίου. Αποκάλυψε επίσης ότι οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν βοήθησαν για να βρεθούν τα χρήματα ή να συλληφθούν οι ύποπτοι. «Δεν μας δόθηκε –είπε – καμιά σοβαρή, επίσημη βοήθεια ούτε από τις ΗΠΑ, ούτε από τη Βρετανία, ούτε από τις γειτονικές αραβικές χώρες. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι πάρα πολλοί άνθρωποι σε θέσεις εξουσίας στο νέο Ιράκ έχουν βάλει το χέρι τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο βάζο με το γλυκό. Και αν αυτοί προσαχθούν σε δίκη, θα δυσφημιστούν και εκείνοι που τους υποστήριξαν και τους τοποθέτησαν στις θέσεις αυτές».
Ενας από τους βασικούς ύποπτους στην υπόθεση αυτή εγκωμιάζεται στα Απομνημονεύματα του πρώην Αμερικάνου διοικητή στο Ιράκ Πολ Μπρέμερ. Πρόκειται για τον Ζιάντ Κατάν, υπεύθυνο για την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού την επίμαχη περίοδο, ο οποίος πρόσφατα καταδικάστηκε ερήμην στο Ιράκ για κατασπατάληση δημόσιου χρήματος. Η ίδια εκπομπή του CBS παρουσίασε ηχογραφημένη συνομιλία του Ζιάντ Κατάν με συνεργάτη του στο Αμμάν της Ιορδανίας για τη διανομή χρημάτων σε Ιρακινούς αξιωματούχους. Μεταξύ άλλων, ακούγεται ο Κατάν να μιλάει για τη μεταφορά 45 εκατομμυρίων δολαρίων στο λογαριασμό ανώτατου συμβούλου του υπουργού Αμυνας, ο οποίος παρουσιάζεται και ως εκπρόσωπος του προέδρου και του πρωθυπουργού της προσωρινής Ιρακινής κυβέρνησης. Η εκπομπή αναζήτησε και βρήκε τον Ζιάντ Κατάν στο Παρίσι, ο οποίος αναγνώρισε μεν στην ηχογραφημένη συνομιλία τη φωνή του, αλλά ισχυρίστηκε ότι παραποιήθηκαν τα λόγια του και ότι κάθε ενέργειά του εγκρίνονταν από τους Αμερικάνους συμβούλους στο Ιρακινό υπουργείο Αμυνας. Ο δημοσιογράφος της εκπομπής αποκάλυψε επίσης ότι ο Κατάν χτίζει βίλα στην Πολωνία και ότι ένας άλλος βασικός ύποπτος, ο Ναέρ Τζουμάιλι, προϊστάμενος σε μια εταιρία που διαχειρίστηκε μεγάλο μέρος από τα 1.2 δισ. δολάρια, αγοράζει ακίνητα στο Αμμάν της Ιορδανίας και χτίζει μια τεράστια βίλα, παρόλο που καταζητείται από την Ιντερπόλ.
Η υπόθεση αυτή είναι μία από τις 2.000 υποθέσεις διαφθοράς που ερευνώνται, στις οποίες εμπλέκονται Ιρακινοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι που κατηγορούνται ότι καταχράστηκαν περίπου 7.5 δισ. δολάρια.
Αν όλα αυτά συνέβαιναν όσο η διαχείριση των κονδυλίων από τα διάφορα υπουργεία γινόταν υπό την επίβλεψη και τον έλεγχο Αμερικάνων συμβούλων, φανταστείτε τι θα γίνει από δω και πέρα που το έργο της «ανοικοδόμησης» του Ιράκ περνά αποκλειστικά στην ευθύνη της Ιρακινής κυβέρνησης. Από την 1η Οκτωβρίου που αρχίζει το νέο οικονομικό έτος στις ΗΠΑ σταματά κάθε χρηματοδότηση των έργων «ανοικοδόμησης» στο Ιράκ, τα εναπομείναντα κονδύλια και οι Αμερικάνοι εργολάβοι που έφτασαν στο Ιράκ λίγο μετά την αμερικάνικη εισβολή ετοιμάζονται να φύγουν.
Το 2003, το αμερικάνικο Κογκρέσο ενέκρινε τη διάθεση 22 δισ. δολαρίων για ένα τρίχρονο πρόγραμμα «ανοικοδόμησης» στο Ιράκ. Απ’ αυτά, 6 δισ. δαπανήθηκαν για την εκπαίδευση του ιρακινού στρατού και της αστυνομίας καθώς και για άλλες υπηρεσίες ασφάλειας. Μεγάλο μέρος από τα υπόλοιπα διοχετεύτηκαν στην ανοικοδόμηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας και στον τομέα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Ωστόσο, λιγότερα από τα μισά από τα έργα που είχαν σχεδιαστεί στους τομείς αυτούς ολοκληρώθηκαν, πολλά ακυρώθηκαν και το αποτέλεσμα είναι ορατό στους δρόμους της Βαγδάτης, όπου οι άνθρωποι περιμένουν ώρες στις ουρές για να αγοράσουν καύσιμα και στα σπίτια τους έχουν ηλεκτρικό ρεύμα 4 – 6 ώρες το 24ωρο. Όπως παραδέχτηκε ο υπουργός Σχεδιασμού της σημερινής ιρακινής κυβέρνησης, «τεράστια ποσά χάθηκαν εξαιτίας της γραφειοκρατίας, της διαφθοράς, της ανικανότητας και της σπατάλης σε ασήμαντα έργα».
Αλλά και τα περισσότερα από τα έργα που ολοκληρώθηκαν πάσχουν από σοβαρές κακοτεχνίες. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Αστυνομική Ακαδημία της Βαγδάτης, που σχεδιάστηκε να γίνει το μεγαλύτερο κέντρο εκπαίδευσης αστυνομικών στο Ιράκ, χαρακτηρίστηκε κρίσιμης σημασίας για την ασφάλεια στο Ιράκ και κατέληξε η πιο σκανδαλώδης ίσως υπόθεση κακοτεχνίας και κερδοσκοπίας.
Το 2004, η αμερικάνικη κατοχική διοίκηση ανέθεσε στον αμερικάνικο κατασκευαστικό γίγαντα Parsons Corp. τη μετατροπή του Αστυνομικού Κολεγίου της Βαγδάτης, ενός ετοιμόρροπου κτιριακού συγκροτήματος του 1930, σε μια σύγχρονη εγκατάσταση, με δυνατότητα εκπαίδευσης τουλάχιστον 4.000 αστυνομικών. Η συμφωνία πρόβλεπε, εκτός των άλλων, την κατασκευή 8 τριόροφων στρατώνων για τους εκπαιδευόμενους, αιθουσών διδασκαλίας και μιας κεντρικής εγκατάστασης πλυντηρίου.
Τα παράπονα για τις νέες εγκαταστάσεις άρχισαν σχεδόν αμέσως μετά την εγκατάσταση των πρώτων εκπαιδευόμενων στα τέλη του περασμένου Μαϊου. Στις 16 Αυγούστου ο διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας, Φίλιπ Γκαλεότο, έστειλε μια αναφορά με ένα κατάλογο 20 προβλημάτων, επισημαίνοντας ότι πρόκειται μόνο για ένα δείγμα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν καθημερινά. Το πιο σοβαρό πρόβλημα είναι οι εγκαταστάσεις ύδρευσης και αποχέτευσης, που παρουσιάζουν μεγάλες διαρροές από την πρώτη μέρα. Από τις τουαλέτες του τρίτου και του δευτέρου τρέχουν απόβλητα, ούρα και κόπρανα σ’ όλο το κτίριο. Στα εστιατόρια και στα κλιμακοστάσια τρέχουν νερά από τους σωλήνες στα μπάνια ή λόγω κακής κλίσης στα πατώματα. Τα πατώματα από τσιμέντο και πλακάκια εξέχουν από το έδαφος 5 περίπου εκατοστά και είναι ραγισμένα. Οι αίθουσες διδασκαλίας παρουσιάζουν προβλήματα στα θεμέλια και έχουν αρχίσει να υποχωρούν. Ενα ολόκληρο κτίριο και πέντε όροφοι σε άλλα χρειάστηκε να κλείσουν για να γίνουν επισκευές.
Ο Στιούαρτ Μπόουεν, ο ειδικός επιθεωρητής για την ανοικοδόμηση στο Ιράκ, χαρακτήρισε «καταστροφή» το έργο της Αστυνομικής Ακαδημίας, ενώ μηχανικοί του επιτελείου του δήλωσαν ότι «μπορεί να χρειαστεί να κατεδαφιστεί ό,τι κτίστηκε, γιατί τα κτίρια υποχωρούν».
Η κατασκευάστρια εταιρία, η Parsons Corp., ανέβασε το τελικό κόστος του έργου στα 75 εκατομμύρια δολάρια. Συνολικά, η εταιρία αυτή ανέλαβε να κατασκευάσει στο Ιράκ έργα (κλινικές, νοσοκομεία, φυλακές) ύψους περίπου 1 δισ. δολαρίων.