Το βράδυ της Παρασκευής, χειροκροτούσαν εκστασιασμένοι τον Αλέξη Τσίπρα, αδιαμφισβήτητο ηγέτη της καμπάνιας του Οχι, ο οποίος με τη «θαρραλέα απόφασή του» (όπως έγραψε κάποιος από δαύτους) οδήγησε στην «εκρηκτική ωρίμανση της βασικής αντίθεσης που μας ακολουθεί από τις 25 Ιανουαρίου: της αντίθεσης ανάμεσα στην πολιτική δύναμη της ελληνικής Αριστεράς, επικεφαλής ενός κυρίαρχου λαού, και την οικονομική δύναμη των επίδοξων στραγγαλιστών μας» (άρθρο Π. Παπακωνσταντίνου στην ιστοσελίδα της «Αριστερής Πλατφόρμας» του ΣΥΡΙΖΑ Iskra).
Το βράδυ της Κυριακής, χόρευαν εκστασιασμένοι στο Σύνταγμα, μαζί με τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ και του Καμμένου, που είχαν πιάσει στασίδι από νωρίς.
Τη Δευτέρα, κατήγγειλαν τον Τσίπρα για «κατάφωρη παραβίαση και υπεξαίρεση του μεγαλειώδους και ταξικού ΟΧΙ του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα» (ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Υπάρχουν περίοδοι που ο πολιτικός χρόνος γίνεται εξαιρετικά πυκνός, έτσι που τα γεγονότα να τρέχουν με αστρονομική ταχύτητα. Ποιος εχέφρων άνθρωπος, όμως, μπορεί να ισχυριστεί ότι το δεκαήμερο από το Σάββατο 27 Ιούνη, που προκηρύχτηκε το δημοψήφισμα, μέχρι τη Δευτέρα 6 Ιούλη, που στο προεδρικό μέγαρο επικυρώθηκε η εθνική ενότητα και ο Τσίπρας εφοδιάστηκε με μια δήλωση πολιτικής στήριξης, ώστε να την προσκομίσει στο τραπέζι των ιμπεριαλιστών δανειστών, εκλιπαρώντας απ’ αυτούς μια τρίτη δανειακή σύμβαση, συνοδευόμενη από ένα Μνημόνιο-3 επί τη βάσει αυτού που ονομάστηκε «πρόταση Γιούνκερ», ήταν μια περίοδος πυκνού πολιτικού χρόνου; Μπορεί ορισμένοι να φαντασιώνονταν (ή να υποκρίνονταν ότι φαντασιώνονται) διάφορα, όμως τα πράγματα ήταν καθαρά.
Το υπουργικό συμβούλιο και η πλειοψηφία της Βουλής ξεκαθάρισαν το θέμα από την αρχή. Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος προέβλεπε ότι το «όχι» παρείχε εξουσιοδότηση στην κυβέρνηση να συνεχίσει τη διαπραγμάτευση. Πολύς κόσμος δεν το ήξερε, όμως οι πολιτικές δυνάμεις το ήξεραν πολύ καλά. Γιατί δεν ενημέρωσαν τον κόσμο γι’ αυτό, ώστε προσερχόμενος στην κάλπη να γνωρίζει ότι χορηγεί ταυτόχρονα εν λευκώ εξουσιοδότηση στην κυβέρνηση να χειριστεί την ψήφο του; Πώς θα χειριζόταν την ψήφο του η κυβέρνηση; Κι αυτό ήταν σαφές, αφού με διάγγελμα του ίδιου του Τσίπρα ξεκαθαρίστηκε ότι η κυβέρνηση σε καμιά περίπτωση δεν επιδιώκει ρήξη, αλλά θα χρησιμοποιήσει το «όχι» για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της δύναμη. Πώς, λοιπόν, αυτοί που υποτίθεται ότι ήταν υπέρ ενός… ντούρου «όχι», χωρίς επιστροφή στη διαπραγμάτευση και επιδίωξη μιας συμφωνίας, δέχτηκαν να μετατραπούν σε χειροκροτητές του Τσίπρα στην κεντρική εκδήλωση του «όχι» (και όχι μόνο); Πώς διαχωρίστηκαν από την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ή πώς προσπάθησαν να δεσμεύσουν αυτή την ηγετική ομάδα σε μια ντούρα εκδοχή του «όχι»;
Οσες συγχύσεις και αν υπήρχαν το πρώτο τριήμερο μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, στις 30 Ιούνη ξεκαθαρίστηκαν. Ο Τσίπρας έστειλε τις γνωστές επιστολές στους δανειστές, με τις οποίες ζητούσε τρίτο δάνειο και τρίτο Μνημόνιο, με βάση εκκίνησης την πρόταση Γιούνκερ. Τι έκαναν οι οπαδοί του «ντούρου» «όχι»; Οχι μόνο δεν αποκάλυψαν στο λαό ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται εκ των προτέρων να χρησιμοποιήσει το «όχι» ως ναι σε νέο δάνειο και νέο Μνημόνιο, αλλά τον κάλεσαν να πάει να χειροκροτήσει αυτούς που είχαν καταστήσει σαφές τι θα κάνουν. Δεδομένου ότι ήταν ηλίου φαεινότερο πως το δημοψήφισμα ήταν μόνο μια διαδικασία ξεκαθαρίσματος εσωτερικών πολιτικών λογαριασμών, όσες πολιτικές συλλογικότητες τάχθηκαν με το «όχι» τάχθηκαν στο πλευρό του ΣΥΡΙΖΑ που επεδίωξε (και κατάφερε τελικά, έστω και πρόσκαιρα) να εκκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο προς όφελός του. Ολα τα υπόλοιπα είναι πολιτικό κουτόχορτο.
Και κυρίως είναι πολιτικό κουτόχορτο το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε από όλους (από άλλους αδέξια και πρωτόγονα και από άλλους με σχετική επιδεξιότητα) για να δικαιολογήσει την προσκόλλησή τους στην ουρά του ΣΥΡΙΖΑ και της συγκυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου. Οτι δηλαδή κάνουν παρέμβαση στις μάζες για να τους τραβήξουν σε μια γνήσια αντιιμπεριαλιστική, αντι-ΕΕ, αντιμνημονιακή κατεύθυνση. Αρκεί να ρωτήσει κανείς: και γιατί αυτό δεν μπορούσατε να το κάνετε υποστηρίζοντας την αποχή; Δε θα ήταν πιο καθαρό το περιεχόμενο της κατεύθυνσης που υποτίθεται ότι υπηρετείτε, αν το πολιτικό πρόταγμα διαχωριζόταν καθαρά από το πολιτικό πρόταγμα της κυβέρνησης; Αν το πάμε και παραπέρα, θα έπρεπε οι φορείς αυτών των απόψεων να ψέξουν τους εαυτούς τους που δεν ακολούθησαν την ίδια στάση και στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Να καλέσουν, δηλαδή, σε υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ (με τις όποιες προειδοποιήσεις για την πολιτική του), προκειμένου να μη διασπαρούν και πάνε χαμένες κάποιες χιλιάδες ψήφοι.
Το πιο σημαντικό, στο οποίο κανείς τους δε δοκίμασε να μπει, γιατί δε βολεύει καθόλου, είναι το πώς αντέδρασαν μετά την ανοιχτή «προδοσία» του ΣΥΡΙΖΑ, που από το βράδυ του δημοψηφίσματος κιόλας κατέστησε σαφές (δήλωση Τσίπρα), ότι ξεκινά διαπραγμάτευση για να φέρει συμφωνία. Πώς προσέγγισαν τον κόσμο του «όχι»; Πώς απάντησαν στο επιχείρημα ότι το «όχι» σήμαινε άρνηση της διαπραγμάτευσης; Πώς απάντησαν στο επιχείρημα ότι το «όχι» ήταν ταυτόχρονα «ναι στο ευρώ»; Ποια είναι η γνώμη τους για την πολιτική κεφαλαιοποίηση του «όχι», την έκανε η κυβέρνηση ή αυτοί;
Οταν η αστική πολιτική βάζει ψευτοδιλήμματα, καθήκον των επαναστατών δεν είναι να πιάσουν τον πιο κοντινό πόλο του ψευτοδιλήμματος, στο όνομα του ότι προς αυτόν τον πόλο έλκονται λαϊκές μάζες. Καθήκον τους είναι να διαχωριστούν πλήρως και από τους δύο πόλους, γιατί μόνο έτσι ο πολιτικός λόγος τους θα είναι καθαρός και εύληπτος και θα έχει πιθανότητες να επηρεάσει ένα κομμάτι των λαϊκών μαζών. Αλλιώς, όταν επιλέγουν πόλο, μετατρέπονται σε ακόλουθους εκείνου του τμήματος της αστικής πολιτικής που ηγεμονεύει σ’ αυτόν τον πόλο. Οπως ακριβώς συνέβη στην περίπτωση του δημοψηφίσματος.
Είναι πραγματικά άχαρο να συζητάμε για τα αυτονόητα. Γι’ αυτό θα ολοκληρώσουμε αυτό το σημείωμα με μερικές σκέψεις για το χαρακτήρα των πολιτικών συλλογικοτήτων που επέλεξαν να μετατραπούν σε ουρά του ΣΥΡΙΖΑ. Μολονότι πρόκειται για ένα ευρύτατο φάσμα, που εκτείνεται από τον αναρχικό χώρο μέχρι τις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δηλαδή για πολιτικές δυνάμεις διαφορετικών ιδεολογικών και πολιτικών αναφορών, μπορούμε να δούμε ως κοινά χαρακτηριστικά τους την υπόκλιση στο αυθόρμητο και την αδιαφορία για την ανεξάρτητη πολιτική συγκρότηση του προλεταριακού ρεύματος. Οσο το παιχνίδι παίζεται ανάμεσα σε «ξεφωνημένα» αστικά πολιτικά κόμματα, η ίδια η συγκυρία προστατεύει αυτές τις δυνάμεις από τον απόλυτο πολιτικό εξευτελισμό. Οταν, όμως, στο πολιτικό παιχνίδι παρεισφρύει, με ηγεμονικές αξιώσεις, μια κατ’ όνομα αριστερή πολιτική δύναμη, τότε αυτές οι δυνάμεις του μικροαστικού αυθορμητισμού-ακολουθητισμού βρίσκουν το φυσικό τους δρόμο. Συνέβη με το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1980-85, ξανασυμβαίνει με τον ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία τριετία.
Το αποτέλεσμα τη δεκαετία του ‘80 ήταν να ξεθυμάνει ο μικροαστικός ριζοσπαστισμός και να αφομοιωθεί στις διαδικασίες του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ (που δεν ήταν πάντοτε «καθαρά» πολιτικές). Ιδιο θα είναι και τώρα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να μακροημερεύσει στην εξουσία (προοπτική εξαιρετικά αμφίβολη, καθότι η κρίση έχει γεννήσει ένα Μινώταυρο που τρέφεται με πολιτικά κόμματα και πολιτικές προσωπικότητες), ένα κομμάτι του μικροαστικού ριζοσπαστισμού θα πέσει στο κυβερνητικό μίξερ για ν’ αρωματίσει τον εξουσιαστικό πολτό, ενώ ένα άλλο κομμάτι, εντελώς ξεθυμασμένο, θα συγχωνευθεί πολιτικά (ενδεχομένως και οργανωτικά) με τις «αριστερές» συνιστώσες που κάποια στιγμή θα προσπαθήσουν να συγκροτηθούν εκτός ΣΥΡΙΖΑ ή «εντός και εκτός ταυτόχρονα». Σε κάθε περίπτωση, το δημοψήφισμα υπήρξε η κρίσιμη στιγμή που μετέτρεψε ένα σημαντικό τμήμα του μικροαστικού ριζοσπαστισμού σε ανοιχτό παρακολούθημα της αστικής πολιτικής.
Ιστορικά, αυτή η ποιοτική μεταβολή δεν έχει καμιά σημασία. Υπομνηματίζει, όμως, την ανάγκη της πολιτικής συγκρότησης της εργατικής πρωτοπορίας σε επαναστατική-κομμουνιστική βάση. Ο καθένας τραβάει το δρόμο του. Αλλοι μετατρέπονται σε άτυπες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ κι άλλοι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να δουλέψουν πιο επίμονα και με «σιδερένιο στομάχι» για να ξαναϋπάρξει εργατική πολιτική στην Ελλάδα.
Πέτρος Γιώτης