Αναμφίβολα, η προβολή αυτής της ταινίας του Ζίμπερμπεργκ (1977) αποτελεί το κινηματογραφικό γεγονός αυτής της εβδομάδας (και όχι μόνο).
Ο Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του Μπρεχτ από τα πρώτα κιόλας χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας. Ο Μπρεχτ μάλιστα του επέτρεπε να κινηματογραφεί πρόβες από τις παραστάσεις του στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Ταυτόχρονα, έχει ασχοληθεί αρκετά και με το έργο του Βάγκνερ, από το οποίο φαίνεται επηρεασμένος. Στο συγκεκριμένο έργο του παρατηρούμε μάλιστα μια διάθεση ειρωνική και σαρκαστική απέναντι στα βαγκνερικά «καλλιτεχνικά ιδεώδη», διάθεση που δεν ξέρουμε κατά πόσο χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου του…
Το «Χίτλερ, μια ταινία για τη Γερμανία» είναι η τρίτη ταινία του σκηνοθέτη που ολοκληρώνει έτσι τη «γερμανική τριλογία» του. Προηγούνταν οι ταινίες «Λούντβιχ, ρέκβιεμ για έναν παρθένο βασιλιά» (1972) και «Kαρλ Μάυ» (1974). Η ταινία είναι ένα σύνολο από τέσσερις υποενότητες, καθεμία από τις οποίες μπορεί να σταθεί και μόνη της. Τα μέρη της ταινίας είναι τα εξής: «Το δισκοπότηρο», «Ενα γερμανικό όνειρο», «Το τέλος μιας χειμωνιάτικης ιστορίας» και «Εμείς, τα παιδιά της κολάσεως».
Η εν λόγω ταινία είναι μια επικών διαστάσεων προσπάθεια ερμηνείας και προσέγγισης του φαινομένου του ναζισμού. Ο Ζίμπερμπεργκ χρησιμοποιώντας πολύ διαφορετικές και ετερόκλητες μορφές τέχνης και στοχασμού, όπως το τσίρκο, οι μαριονέτες, παραμύθια, θρησκευτικά δράματα αλλά και σπάνιο αρχειακό υλικό, φωτογραφίες και ταινίες της εποχής, ηχητικά ντοκουμέντα (λόγοι των Χίτλερ, Χίμλερ, Γκέμπελς, Σπέερ) και φιλοσοφικούς διαλόγους, συνθέτει μια επτάωρη αβάν γκαρντ ταινία που κεντρικό της θέμα είναι ο φασισμός όχι τόσο ως παιδί των πολιτικών και κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών που τον γέννησαν, αλλά ως στοιχείο που ο καθένας κρύβει μέσα του και κινδυνεύει να πέσει θύμα του… Μια ματιά στο φαινόμενο του φασισμού ίσως λιγότερο «πολιτική» (με τη στενή έννοια του όρου) και περισσότερο φιλοσοφική, ψυχολογική, κοινωνιολογική…
Από άποψη φόρμας, ο σκηνοθέτης, γνήσιο παιδί των μοντερνιστικών κινημάτων, προτείνει στον κινηματογράφο μια γλώσσα πρωτότυπη, στην οποία αναγνωρίζει κανείς στοιχεία τόσο από το σουρεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, τη θεωρία του επικού θεάτρου του Μπρεχτ… ακόμα και από το γερμανικό ρομαντισμό. Σίγουρα η ταινία απέχει παρασάγγας από αυτά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, δίνοντας πολλές φορές την εντύπωση περισσότερο θεατρικής παράστασης παρά κινηματογραφικού έργου.
Ασχετα πάντως με τα όσα μπορεί κανείς να προσάψει (και δικαίως) στο περιεχόμενο της ταινίας, αξίζει να τη δει, και γιατί σίγουρα θέτει πολλούς προβληματισμούς, γεννά σκέψεις και συνειρμούς, αλλά και γιατί από καλλιτεχνικής απόψεως, είτε αρέσει είτε όχι, αποτελεί σημείο αναφοράς.
Οι θεατές έχουν την ευκαιρία να την παρακολουθήσουν, είτε ολόκληρη είτε στα επιμέρους κομμάτια της, έως και τη Πέμπτη (17/4) στον κινηματογράφο «Αλεξάνδρα».
Ελένη Π.






