Λόγω φθινοπωρινής ασθενείας της πάντα απρόσεκτης λαϊκής μούσας, είμαστε αναγκασμένοι να προσφύγουμε σε αναδημοσίευση.
Αγαπητά μου παιδιά
Ο «Ξενερωτόκριτος» είναι ένα έπος του καιρού των ρέπος, που η ευγενική χορηγός της στήλης λαϊκή μούσα, αποτύπωσε και διέσωσε ως τις νύχτες μας (μέρες πια –και ειδικά άσπρες– δεν υφίστανται).
Τον καιρό που το κτήνος των προφητών και των γραφών (ο καπιταλισμός) έκανε όλο και πιο λυσσαλέες τις επιθέσεις του, τον καιρό που ξαναγύριζε στη μάνα του φεουδαρχία και στης μάνας του, τον καιρό που προσπαθού-σε να μαζέψει κάθε παραγόμενο ψίχουλο και να βυθίσει τους λαούς νικημένους σ’ ένα σκοτάδι δίχως επιστροφή, η μούσα έγραφε. Και διάβαζε.
– Τα ‘μαθες Ψωροκώσταινα τα θλιβερά μαντάτα;
Ο κύρης σου μ’ εξόρισε στση ξενιτιάς τη στράτα!
Εκλεισε όλες τσι δουλειές κι ερήμαξε τη χώρα
και στην κινεζοποίηση προσβλέπει μόνο τώρα…
Λίγο καιρό μου άφηκε μονάχα ν’ αναμένω
κι ύστερα με απόδιωξε, πολλά μακρά να πηαίνω.
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες κερά μου,
στο Σύνταγμα με ψέκασαν, μου βγάλαν’ τα στραβά μου
και γύρω μου σκορπίζανε τα ζα αλαφιασμένα
που άοπλα πηγαίνανε στσι μάχες τα χαμένα…
– Κατέχω το κι ο κύρης σου Νενέκος μέγας είναι
μα συ Ξενερωτόκριτε λεβέντης πάλι γίνε.
Καιρό πολύ σε έτρωγε η μαύρη μαλακία
τόσο, που στην επέβαλαν δια νόμου και με Κ.Υ.Α.
Και τώρα που σου πήρανε σώβρακα, παν’ για κώλο
ώσπου να σε λιανίσουνε! Σ’ έχουν για νέο ρόλο…
Παρακαλώ θυμού καλά ό,τι σου λέγω τώρα
κι άσε τις παπαριές του στιλ «θα φύγω απ’ τη χώρα».
– Μια χάρη αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
και ύστερα ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω
γιατί συγκαταλέγομαι στους αγανακτισμένους
τους καρπαζοεισπράχτορες τους κακομοιριασμένους.
Νοιώθω πολύ αδύναμος, νοιώθω πολύ μονάχος
κι ας λέγαν’ στην πλατεία μας πως είμαστε σαν βράχος.
– Κάλλιο Ξενερωτόκριτε φαρμάκι να βαστούσες
παρά που λες αγεληδόν ότι αγανακτούσες!
Ιντα ‘ναι τούτα που μιλείς; Μ’ έχεις στείλει μιλάμε!
Πώς γίνεται πολιτικά κι εμείς να κουτουλάμε;
Ξέρω, ψυχανεμίζομαι τι χάρη θα ζητήσεις
μα τα γουρούνια πάνοπλα! Πάλι θα την πατήσεις.
Και κείνο που χρειάζεται –στην τάξη σου και σένα–
είναι να αντεπιτεθείς σκληρά, οργανωμένα.
Ξύπνα Ξενερωτόκριτε, μαλάκα μου ξεκούνα
γύρω μαίνεται πόλεμος, τον κόσμο ταρακούνα
μην πας στις μάχες άοπλος, κοίτα την Ιστορία
σε είχαν προλετάριο, σε θέλουνε παρία
και τώρα που σε στρίμωξαν σε σκοτεινό αμπάρι
θα σε ξεσκίσουν. Διάολε! Πάρ’ το καλά χαμπάρι.
Το αχυροποίητο (ναι, αχυροποίητο) έπος αποτελείται από χίλιες στροφές, επτά γέφυρες και δεκαέξι σταθμούς διοδίων, μετά τις αποικιοκρατικές συμβάσεις που υπέγραψε η μούσα με τους κούτρα-χορηγούς και τζάμπα (με κρατικό παραδάκι, ακριβέστερα) μάγκες. Εμείς παραθέσαμε τέσσερις ενδεικτικές, χορταστικές στροφές, ενώ το υπόλοιπο έπος μπορείτε να το βρείτε στον εφαρμοστικό νόμο και στα ατελείωτα πακέτα μέτρων που θα ακολουθήσουν ενόσω κάποιοι –πάντα αγανακτισμένοι– θα σκέφτονται τι να κάνουν, οι πολιτικοί μαγαζάτορες θα κάνουν ότι σκέφτονται και οι λιγότερο ψύχραιμοι θα σκέφτονται από πού να την κάνουν…
«Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει»…
Παππού, τσις!