Λένε πως από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Θυμηθήκαμε την παροιμία καθώς παρακολουθούσαμε τον πολιτικό θόρυβο που ξέσπασε μετά τη δήλωση Λοβέρδου, ότι το πιθανότερο είναι μετά τις εκλογές να συγκυβερνήσουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, δυνητικά και με πρωθυπουργό τον Σαμαρά, εφόσον η ΝΔ θα είναι πρώτο κόμμα, όπως δείχνουν τα πράγματα.
Είναι γνωστό ότι ο Λοβέρδος συχνά λειτουργεί ως ταύρος εν υαλοπωλείω. Εν προκειμένω έκανε δυο γκάφες. Πρώτον, βγήκε και παραδέχτηκε δημόσια αυτό που απαγορεύεται διά ροπάλου να ομολογήσει ένας αστός πολιτικός και ιδιαίτερα ένα πρωτοκλασάτο στέλεχος αστικού κόμματος εξουσίας: ότι το κόμμα του θα βγει δεύτερο στις εκλογές. Δεύτερον, παραβίασε τον κανόνα ότι υπάρχουν πράγματα που γίνονται αλλά δεν λέγονται. Δήλωσε, ότι το ΠΑΣΟΚ θα μπει σε συγκυβέρνηση, ακόμα και με τον Σαμαρά πρωθυπουργό.
Και τα δύο, βέβαια, είν’ αλήθεια, όμως δεν λέγονται. Ο Λοβέρδος, μέσα στον οίστρο του και στη συνεχή προσπάθειά του να εντυπωσιάσει, απεκάλυψε ένα σενάριο που φαντάζει σήμερα ως το πιο πιθανό. Συγκυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού», με πρωθυπουργό τον Σαμαρά, στο βαθμό που η ΝΔ πάρει μια καθαρή νίκη από το ΠΑΣΟΚ. Και αντιπρόεδρο, φυσικά, τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ, κατά το γερμανικό πρότυπο. Τα πράγματα μετά τις εκλογές δεν θα είναι ίδια όπως τότε που παραιτήθηκε ο Παπανδρέου και έβαλαν τον Παπαδήμο. Γιατί ο Παπανδρέου κατέρρευσε ενώ είχε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ζήτησε στήριξη από την αντιπολίτευση και ήταν λογικό να απαιτηθεί η παραίτησή του. Ενώ το δεύτερο κόμμα δεν θα δικαιούται να απαιτήσει από τον Σαμαρά να παραμερίσει. Αυτός θα πάρει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, άλλωστε. Βέβαια, υπάρχουν και αυτοί που πιέζουν για συνέχιση της λύσης Παπαδήμου, όμως δύσκολα θα μπορέσουν να στερήσουν από τον Σαμαρά το δικαίωμα να γευτεί την πρωθυπουργία.
Ο πρώτος που την έπεσε στον Λοβέρδο ήταν ο Παπουτσής, που ετοιμαζόταν να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ. «Είναι πολιτικά άστοχη κάθε συζήτηση για μετεκλογική συνεργασία πριν φτάσουμε στις εκλογές και εκφρασθεί δημοκρατικά ο λαός», είπε, για να συμπληρώσει: «Μια τέτοια προσέγγιση οριοθετεί το πολιτικό στίγμα του Κινήματος και οδηγεί στη συρρίκνωση της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ.
Διαφωνώ πλήρως με αυτή την πρακτική του συμβιβασμού με την ήττα. Επιμένω στην προσπάθεια για να αναδείξουμε το ενωμένο, δυνατό και νικηφόρο ΠΑΣΟΚ. Αυτό που έχει ανάγκη η χώρα και η μεγάλη δημοκρατική παράταξη». Παπαριές μεν, που όμως λει- τούργησαν σαν μαχαιριά στο σώμα των βενιζελικών. Γι’ αυτό και ο Μπένι έβαλε συνεργάτες του να πουν ότι ο ίδιος όχι μόνο δεν είχε εγκρίνει τη δήλωση Λοβέρδου, αλλά δεν την γνώριζε καν. Οι ίδιοι συνεργάτες του επιβεβαίωναν ότι ο Βενιζέλος «ενοχλήθηκε» από τη δήλωση Λοβέρδου και ότι έγινε αποδέκτης διαμαρτυριών εκ μέρους κορυφαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Τη συνεργασία του, πάντως, με τον Λοβέρδο δεν την διέκοψε και σ’ αυτό βοήθησε η γκέλα που έκανε η ΝΔ.
Αντί ν’ απαντήσουν αμέσως στον Λοβέρδο απορρίπτοντας την πρότασή του και επιμένοντας στη στρατηγική της αυτοδυναμίας, όπως είναι καθιερωμένο να γίνεται προεκλογικά, οι συνεργάτες του Σαμαρά δεν έκαναν κανένα σχόλιο, ενώ σε συζητήσεις τους με δημοσιογράφους έλεγαν ότι αυτή η δήλωση είναι θετική, γιατί αναγνωρίζει το σαφές προβάδισμα της ΝΔ. Οταν κατάλαβαν ότι είχαν παγιδευτεί, έσπευσαν εκ των υστέρων (με καθυστέρηση μιας μέρας) να κάνουν δηλώσεις, διά στόματος Μιχελάκη, πως όσοι προαναγγέλλουν συγκυβέρνηση μετά τις εκλογές «μιλούν εκ του πονηρού» και πως η ΝΔ «αγωνίζεται και θα κερδίσει τις εκλογές αυτοδύναμα». Για να τονώσει τον τρωθέντα κομματικό πατριωτισμό, δηλώσεις έκανε την Κυριακή και ο Σαμαράς με το γνωστό ύφος της κολωνακιώτικης ψευτομαγκιάς που συχνά χρησιμοποιεί: «Μην ακούω τώρα περί ΠΑΣΟΚ και συγκυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ χαμένο είναι και δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει. Θέλει να φαινόμαστε παρέα, για να μας κάνει και εμάς ζημιά. Συνενόχους ψάχνουν και κοιτάνε πίσω. Εμείς κοιτάμε μπροστά, έχουμε άλλο κώδικα αξιών και άλλο πρόγραμμα». Παρόμοια δήλωση έκανε και ο γραμματέας πολιτικού σχεδιασμού Μ. Χαρακόπουλος: «Το ΠΑΣΟΚ αρκετή ζημιά έκανε στη χώρα. Στις επικείμενες εκλογές η ΝΔ θα διεκδικήσει πάση θυσία την αυτοδυναμία. Η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη. Χρειάζεται ισχυρή και αποφασιστική κυβέρνηση με σχέδιο και συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ανάπτυξης και όχι παζαρέματα, συμβιβασμούς και αλισβερίσια μεταξύ των κομμάτων».
Η συγκυβέρνηση Παπαδήμου ήταν το μεγάλο βήμα του πολιτικού συστήματος. Δεν έχει καμιά σχέση με τις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα. Εκείνες ήταν μεταβατικές κυβερνήσεις που φτιάχτηκαν εξαιτίας της αδυναμίας να εκλεγεί αυτοδύναμη κυβέρνηση, επειδή το ΠΑΣΟΚ, προσβλέποντας σε εκλογική συνεργασία με τον τότε ενιαίο Συνασπισμό, είχε φτιάξει τον πιο αναλογικό νόμο που υπήρξε ποτέ. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Μολονότι υπάρχει ένας καλπονοθευτικός νόμος, που δίνει 50 έδρες μπόνους στο πρώτο κόμμα, η αυτοδυναμία φαντάζει μακρινό όνειρο για τη ΝΔ που αναμένεται να κερδίσει εύκολα την πρώτη θέση. Η κυβέρνηση Παπαδήμου έφτιαξε το έδαφος, ώστε μια συγκυβέρνηση των δυο μεγάλων αστικών κομμάτων εξουσίας να είναι πιο εύκολη σε σχέση με το παρελθόν. Αλλωστε, τα δυο αυτά κόμματα ψήφισαν το Μνημόνιο-2, που αποτελεί το ευαγγέλιο της αστικής εξουσίας για τα επόμενα χρόνια και από την πολιτική που αυτό υπαγορεύει (υπό αυτηρότατη, αποικοκρατικού τύπου επιτροπεία από τους δανειστές) και επομένως δεν θα δυσκολευτούν καθόλου να συγκυβερνήσουν.
Η προοπτική αυτή, βέβαια, δεν τους αρέσει. Δεν αρέσει ιδιαίτερα στη ΝΔ που είναι η σειρά της για την εξουσία. Ομως, η κρίση δεν αφήνει άλλα περιθώρια και τα δυο αστικά κόμματα εξουσίας δεν θ’ αφήσουν το ελληνικό κράτος ακυβέρνητο. Τυχαίο είναι που ο Σαμαράς έχει κάνει γαργάρα τις παλιότερες δηλώσεις του, σύμφωνα με τις οποίες θα πάει σε νέες εκλογές, αν δεν πάρει αυτοδυναμία;
Μέχρι τις εκλογές, αν αυτές γίνουν τέλη Απρίλη με αρχές Μάη, όπως δείχνουν σήμερα τα πράγματα, μπορεί ν’ αλλάξουν πολλά. Ομως, οι βασικές παράμετροι δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν, γι’ αυτό και το πιθανότερο σενάριο είναι η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Σαμαρά. Στο κάτω-κάτω, μετά την προσχώρησή του στη συγκυβέρνηση Παπαδήμου και τη διαγραφή του ενός τετάρτου της κοινοβουλευτικής του ομάδας, επειδή δεν ψήφισε το Μνημόνιο-2, δικαιούται να διευθύνει ο ίδιος τη δεύτερη «μνημονιακή» κυβέρνηση.