Αγαπητά μου παιδιά
Μην είναι γλυκοτσούτσουνοι, μη σε ποτίζουν κάτι
και δεν μιλάς, δεν αντιδράς (μην πω και πως σ’ αρέσει);
Αυτό το ιστορικό δίστιχο που ο δύστυχος «ρόμπες Pierro’s» απηύθυνε στα μίζερα πλήθη της Place de Constitution (πλατείας Συντάγματος) ενώπιον του πατριάρχη Αδίστακτου Γ΄ του Καπάτσου, απευθείας απόγονου του κερκοπιθήκου και προγόνου πολλών χθεσινών και σημερινών μελών της οικογένειας Νενέκου, έμεινε στην ιστορία. Μαζί με ένα κάρο μετεξεταστέους που αν χθες έμειναν στην ιστορία ή έστω στα μαθηματικά, σήμερα μένουν άνεργοι και αύριο θα μείνουν χωρίς σώβρακα και χωρίς το… πολυτιμότερο, όπως αποκαλούσαν κάποτε υποκριτικά την παρθενία (τη θέση της σήμερα πήρε η υγεία). Κι αυτό γιατί μένουν άπραγοι απέναντι στην επιδρομή μιας δράκας αδίστακτων κοινωνικών (social) ληστών των ορέων και των ωραίων νανουρισμάτων. Που έχουν τόσης χέσει με τον σοσιαλισμό όση ο γράφων με την Μιράντα Ξαφά, με την οποία –όλως περιέργως– ουδείς ασχολείται!
Μια γεύση από τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα της Place de Constitution των άγανα κτισμένων ασάλευτων κτιρίων δίνεται μέσα από τους στίχους ενός δημώδους άσματος που παραμένει στα charts για εκατόν έξι βδομάδες (από τις τέσσερις Οκτώβρη του 2009 –παγκόσμια ημέρα των ζώων– και εντεύθεν):
– Μαύρο πουλάκι που ‘ρχεσαι από τ’ αντίκρυ μέρη
πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια
απ’ την Ελλάδα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;
– Αλλο νταλγκά δεν είχανε οι Τούρκοι ρε Κρουστάλλω
να κάτσουν και ν’ ασχοληθούν με τους ξεφτιλισμένους
που τους γαμούν, που τους πηδούν, που τα βρακιά τους παίρνουν
κι εκείνοι τρών’ τα νύχια τους και βλέπουνε ειδήσεις.
Τις θλιβερές κλάψες π’ ακούς σκυλάδικα τις βγάζουν
κι οι υπόλοιποι γκαρίζουνε για σούπερ-λιγκ και γιούρο
μη μείνει η Ελλάδα τους απ’ όξω και τι θα ‘χουν
ν’ ασχοληθούν, να συζητούν, γλυκονανουρισμένοι.
«Βάζουμε μια άνω τελεία» –δανειζόμαστε την ηλίθια ξύλινη φράση από τους παλιούς όσο ο κόσμος αποκλίνοντες πίθηκους (paranthropus Australopithecus) που αντιγράφουν ο ένας τον άλλο χωρίς να έχουν ιδέα περί τελείας και ειδικά περί κομμάτων, βάζοντας καμιά εκατοστή από δαύτα (σαν ασθματικοί που χρειάζονται ανάσα κάθε τρεις λέξεις) όσοι ακόμη ασχολούνται με τον γραπτό λόγο– και στρεφόμαστε στη στενή χρονική συγκυρία που σε λίγο θα αποδειχτεί ότι δεν είναι καθόλου αμελητέα. Αλλωστε καιρό τώρα άδει η λαϊκή μούσα, εκφωνώντας το δελτίο καιρού:
Κρυφά το λένε τα πουλιά, με στόμφο οι παπαγάλοι
και φανερά τ’ αναμασούν οι έντυποι τρομοκράτες:
– Παιδιά για μεταλάβετε, για ξομολογηθείτε,
δεν είναι ο περσινός καιρός ο φετινός χειμώνας.
Ηρθε πετρέλαιο καυτό, πικρό σαν το κινίνο
και βλέπω να παγώνουμε κορίτσια με τα σπίρτα.
Και ξαναπερνάμε στο κεντρικό θέμα μας, αφού όπως μας ειδοποιούν από το κοντρόλ αγγίζει υψηλά ποσοστά θεαματικότητας («αυτά θέλει ο κόσμος»). Στο δημώδες άσμα παρεισφρείει και ο χορός, ενώ η πρωθιέρεια φωνάζει «τας θύρας, τας θύρας» και εξέρχονται ο Μίκης, ο Γκού-φη, η Νταίζη και μερικά ακόμη στελέχη της ανανεωτικής ακροδεξιάς:
Συ θλιβερό υποζύγιο για κοίτα στον καθρέφτη
πώς ήσουν, πώς κατάντησες και πού θα πας ακόμα
που φόραγες χρυσά σκουτιά και τα λαμέ σαλβάρια
και τώρα σε γλυκοπηδάν’ Τσολάκογλου, Νενέκοι,
λακέδες και ξενόδουλοι, του τόπου σου τα φρούτα.
Σκλάβος ραγιάδων έπεσες και ζεις ραγιάς ραγιάδων.
Θα τελειώσουμε (πρέπει να γίνει κι αυτό) με τη λύση που φέρνει αμήχανα ο από μηχανής θεός (φλασιά από τα φλασκιά: παλιό αλλά σπουδαίο βιβλίο «Ο μύθος της μηχανής» του Lewis Mumford), καταγράφοντας τα παρελθόντα και τα παρόντα και προλέγοντας τα μελλούμενα:
Γίνε κινέζος φίλε μου να πάψει η ανεργία
δούλευε για εκατό ευρώ να ανακάμψει η χώρα
να δεις δουλειές ν’ ανοίγουνε, ανάπτυξη να ρέει
να βλέπεις καπιταλιστές τα φράγκα να φτυαρίζουν
σαν κούρκος να φουσκώνεσαι από την περηφάνια
γιατί μαλάκας ήσουνα και τέτοιος απομένεις…
Αγχώνει η αγχόνη;