Ο Παπούλιας με τον Καραμανλή. Ο Γλέζος με τον Μητσοτάκη. Και κορυφαίος όλων ο Χριστόδουλος, με το χρυσάφι να στάζει από πάνω του, να αποτίουν φόρο τιμής στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου η πολιτική ηγεσία εγκαινίασε το μνημείο των πεσόντων αγωνιστών.
Αυτό δεν ήταν εκδήλωση τιμής, ήταν εκδήλωση ντροπής. Γιατί είναι ντροπή να διαβάζει ο χουντικός Χριστόδουλος ευχές υπέρ συγχωρήσεως των αμαρτημάτων του Ναπολέοντα Σουκατζίδη και όλων των άλλων νεκρών αγωνιστών, κομμουνιστών και μη. Είναι ντροπή να γίνεται ένα τέτοιο μνημείο αφορμή για πολιτική προπαγάνδα από μια κυβέρνηση της Δεξιάς, σε μια περίοδο που αυτή αντιμετωπίζει δυσκολίες.
Δεν είναι η πρώτη φορά, βέβαια. Τα ίδια έγιναν και τη δεκαετία του ‘80, επί ΠΑΣΟΚ, με την «αναγνώριση της εθνικής αντίστασης», και το ‘90, επί συγκυβέρνησης Τζαννετάκη, με την «εθνική συμφιλίωση». Είναι η εξωνημένη Αριστερά, η καθεστωτική Αριστερά, αυτή που στο παζάρι της με τους θεσμούς της αστικής εξουσίας έβαλε στη ζυγαριά ακόμα και τα κόκαλα των αγωνιστών της αντίστασης και της επανάστασης. Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται…
Κάποιοι είπαν πως αυτό που δεν έκανε τόσα χρόνια το ΠΑΣΟΚ το έκανε η Δεξιά. Λες και θα είχε καμιά διαφορά αν το μνημείο στην Καισαριανή το έκανε το ΠΑΣΟΚ ή η ΝΔ. Εκείνο που έχει σημασία είναι η λογική, η φιλοσοφία, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Από τη στιγμή που η Αντίσταση μετατράπηκε σε ένα από τα εθνικά σύμβολα, με τον ευνουχισμό του κοινωνικού της περιεχόμενου, από τη στιγμή που η επανάσταση του 1946-49 σκεπάστηκε από τη συμφιλίωση και εξαφανίστηκε η ταξική διαχωριστική γραμμή, που χώρισε τα δυο στρατόπεδα, κάθε πολιτική εξουσία θα κάνει τη δική της σπέκουλα, γιατί πλέον οι μνήμες καναλιζαρίστηκαν, οι γωνίες λειάνθηκαν, ο επαναστατικός λόγος έγινε καθεστωτικός, ακίνδυνος, αφομοιωτικός.
Κάποια κουρέλια εκείνης της περιόδου, που έριξαν την επαναστατικότητα της νιότης τους στην πυρά, θα κοσμούν με την παρουσία και το λόγο τους τις αστικές φιέστες, εισπράττοντας τα παράσημα της εξουσίας ως αντάλλαγμα της συνεισφοράς τους στη διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης.