Ενας αείμνηστος σύντροφος, ο Ρούσος Μπολουδάκης, μας διηγιόταν πώς είχε πάρει μέρος στη μάχη της Κρήτης, 17χρονο παιδί τότε. Οι άντρες του χωριού μαζεύτηκαν, πήραν τα όπλα τους, κανόνισαν τις θέσεις που θα πιάσουν και κατέβηκαν από τα ριζά των Λευκών Ορέων προς τα πεδινά. Οσοι έφηβοι μπορούσαν να κρατήσουν όπλο πήγαν μαζί τους. Δεν έμεινε κανείς πίσω για να προσέχει τις οικογένειες. Οταν έφτασαν στο μέρος που θα πολεμούσαν, ο μεγαλύτερος αδερφός του του φόρεσε τα φυσεκλίκια, του έδωσε το όπλο, του έδειξε το μέρος που θα στεκόταν, τον φίλησε και πήγε να πιάσει το δικό του πόστο. Ηταν η πρώτη μάχη που πήρε μέρος. Ελάχιστα χρόνια αργότερα, ο έφηβος που πήρε το βάπτισμα του πυρός στη μάχη της Κρήτης, έγινε ο καπετάνιος της πρώτης ανταρτοομάδας του ΕΛΑΣ στο νομό Χανίων. Μαζί του και τα μεγαλύτερα αδέρφια του και ο σύζυγος της αδερφής τους. Πιάστηκαν όλοι σε ενέδρα. Τρία αδέρφια και ο γαμπρός τους. Βασανίστηκαν άγρια στις φυλακές της Αγιάς. Στάλθηκαν στο κολαστήριο του Ματχάουζεν. Από εκεί ζωντανός γύρισε μόνο ο μικρότερος, ο Ρούσος. Πριν προλάβει να γιατρέψει τις πληγές του κορμιού και της ψυχής, το καθήκον τον κάλεσε και πάλι στα όπλα. Αντάρτης του ΔΣΕ αυτή τη φορά. Κι ύστερα, εσωτερικός πρόσφυγας, εργάτης στην Αθήνα.
Αυτός ο άντρας, που μεγάλωσε μ’ ένα όπλο στο πλευρό του, που πολέμησε σε τρεις πολέμους και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους συγχωριανούς του, ένας άρχοντας τον ριζίτικων χωριών, γελούσε συγκαταβατικά κάθε φορά που κατέβαινε στην Κρήτη και οι συχωριανοί του του ζητούσαν να πάρει ένα όπλο και να «παίξει καμιά μπαλωθιά». Πήγαινε σε γάμους και γύριζε θυμωμένος. Θυμωμένος από το θέαμα της άσκοπης επίδειξης νεοπλουτισμού, με το ρίξιμο χιλιάδων σφαιρών στον αέρα. Ο κίνδυνος ατυχήματος τον ενοχλούσε λιγότερο. Είχε πλήρη συνείδηση, ότι ο κίνδυνος ατυχήματος προέκυπτε απ’ αυτόν ακριβώς τον εκφυλισμό. Οταν γίνεται διαγωνισμός «ποιος θα ρίξει περισσότερες», ελλοχεύει ο κίνδυνος του ατυχήματος. Μια υπόθεση τιμής και λεβεντιάς έχει εκφυλιστεί σε υπόθεση επίδειξης νεοπλουτισμού. Αυτή ήταν η γνώμη του αείμνηστου Ρούσου Μπολουδάκη, γι’ αυτό και ο ίδιος δεν έπιασε ποτέ πιστόλι να ρίξει «μπαλωθιές» σε γιορτή. Στη μνήμη του κρατούσε ζωντανή τη «δική του» παράδοση, την παράδοση της οπλοφορίας των (ορεσίβιων κυρίως) Κρητικών. Μια παράδοση που τους έδωσε τη δυνατότητα να είναι ο πρώτος στρατός «ατάκτων» στην κατεχόμενη Ευρώπη, που όρθωσε σκληρή και αιματηρή αντίσταση στους ναζιφασίστες εισβολείς.
Θυμηθήκαμε με συγκίνηση τις διηγήσεις του συντρόφου μας, καθώς πληροφορηθήκαμε τα νέα από μια φιέστα που οργάνωσε στα Ανώγεια ο Βουλγαράκης, με την υποστήριξη αρκετών «φιρμών» του πολιτικού μας «λάιφ στάιλ», για να κηρύξουν καμπάνια κατά της οπλοφορίας και της οπλοχρησίας στην Κρήτη. Μια φιέστα που δεν έχει καμιά σχέση, ούτε ταυτίζεται με τις απόψεις και τις προθέσεις εκείνων των Κρητικών που, χωρίς να είναι αντίθετοι στην παραδοσιακή οπλοκατοχή, θεωρούν πως κάτι πρέπει να γίνει για τον εκφυλισμό μιας λεβέντικης παράδοσης και τους κινδύνους που αυτός ο εκφυλισμός δημιουργεί.
Ποια είναι η πρόθεση του Βουλγαράκη και όσων τον στηρίζουν σ’ αυτή την καμπάνια; Η ίδια με όσων στο παρελθόν προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο (και απέτυχαν οικτρά). Θέλει να χτυπήσει το ίδιο το έθιμο της οπλοκατοχής, που στην Κρήτη έχει πάρει τη μορφή εθιμικού δικαίου. Οχι για να εξαλειφθούν τα ατυχήματα από την κακή χρήση όπλων (που δεν είναι δα και τόσα πολλά), αλλά για να μην υπάρχει ούτε ένας θύλακας με πολίτες που με περηφάνια έχουν στην ιδιοκτησία τους πολεμικά όπλα.
Ποιοι είναι αυτοί που ζητούν τον αφοπλισμό; Ανθρωποι που δεν έχουν καμιά σχέση με τις λαϊκές παραδόσεις, ακόμα και όταν κατάγονται από το νησί. Ανθρωποι που θέλουν να επιβληθεί παντού ο νόμος της αστικής εξουσίας, ακόμα και όταν η συγκεκριμένη οπλοκατοχή δεν αμφισβητεί αυτή την εξουσία. Απλά για να μην υπάρχει αυτό το παράδειγμα πολιτικής ανυπακοής.
Φυσικά, και ο Βουλγαράκης με την παρέα του θα αποτύχουν. Γιατί έχουν την αφέλεια να πιστεύουν ότι μπορούν, χωρίς να έχουν καμιά ιδιαίτερη σχέση μ’ αυτή την παράδοση και με την τοπική κοινωνία, να την εξαλείψουν με εντολές από τα πάνω (εντολές είναι, ακόμα και τώρα που εμφανίζονται με τη μορφή των πολιτιστικών εκκλήσεων). Μ’ αυτή την καμπάνια, όμως, εμποδίζουν (εκ των πραγμάτων) κάθε ουσιαστική κριτική στον εκφυλισμό της παράδοσης. Γιατί, βέβαια, όποιος έχει τέτοιες κριτικές απόψεις αποφεύγει να τις εκφράσει, φοβούμενος μήπως τον ταυτίσουν με τον Βουλγαράκη και τους συν αυτώ. Η αντιμετώπιση του φαινόμενου είναι υπόθεση των ίδιων των Κρητικών και κανενός άλλου. Η τοπική κοινωνία πρέπει να προβληματιστεί για τον εκφυλισμό της παράδοσης σε επίδειξη νεοπλουτισμού και να φροντίσει να της δώσει νέα πνοή, επαναφέροντάς την στις ρίζες της (χωρίς αυτό να έχει τίποτα το φολκλορικό, αντίθετα φολκλόρ είναι η επίδειξη που γίνεται στις κοινωνικές εκδηλώσεις). Η τοπική κοινωνία και μόνον αυτή.