Φτάσαμε στην Πέμπτη, που κλείνει η ύλη της «Κ» και ανασχηματισμό δεν είδαμε. Φαίνεται πως ο Καραμανλής το απολαμβάνει δεόντως και ανέβαλε τις ανακοινώσεις του για την επόμενη εβδομάδα. Και γιατί να μην το απολαμβάνει, όταν εδώ και ένα περίπου χρόνο η ανασχηματισμολογία αποτελεί ένα από τα πρώτα θέματα της πολιτικής ατζέντας και σε ορισμένες περιόδους (όπως εδώ και ένα δίμηνο) κυριαρχεί; Αυτή η φιλολογία, οι δηλώσεις και κόντρα δηλώσεις υπουργών και υπουργήσιμων, κομματικών στελεχών, παραγόντων της αντιπολίτευσης και «διαμορφωτών της κοινής γνώμης» όχι μόνο δεν αδυνατίζει τον Καραμανλή προσωπικά, αλλά αντίθετα τον αναγορεύει σε υπ’ αριθμόν ένα παράγοντα του πολιτικού συστήματος, σε παντοδύναμο πρωθυπουργό και απόλυτο κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού.
Δεν περιμένετε, βέβαια, να σχολιάσουμε στα σοβαρά τις πληροφορίες για το ποιοι έρχονται, ποιοι φεύγουν, ποιοι μένουν και ποιοι μετακινούνται. Αυτό μπορεί να ενδιαφέρει ομάδες καπιταλιστικών συμφερόντων, που «προμοτάρουν» τους δικούς τους ανθρώπους, ή ομάδες κομματόσκυλων, που προσδοκούν μέσω των «δικών τους» να φτάσουν πιο κοντά στο κρατικό χρήμα, την εργαζόμενη κοινωνία όμως δεν την ενδιαφέρει καθόλου. ‘Η μάλλον δεν πρέπει να την ενδιαφέρει, γιατί δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι, μετά από τόση και τέτοια προπαγάνδα, αν και στα κεφάλια των ανθρώπων της δουλειάς δεν στριφογυρίζουν «τρελές ιδέες» για υπουργούς που θ’ αλλάξουν και θ’ αλλάξει και η ασκούμενη πολιτική.
Μια ζωή οι ίδιες αυταπάτες. Που φουντώνουν ιδιαίτερα σε εποχές κοινωνικής άπνοιας. Τότε, σαν το ναυαγό που πιάνεται ακόμα και από ένα επιπλέον φύκι, οι εργαζόμενοι ψάχνουν ελπίδα στα πρόσωπα που στελεχώνουν μια κυβέρνηση. Οποιος δεν πιστεύει στον εαυτό του, όποιος δεν διεκδικεί, δεν αγωνίζεται, δεν συγκρούεται, όποιος έχει παραδοθεί άνευ όρων, λογικό είναι να δέχεται τη σαβούρα που του πετάνε κατάμουτρα, να ζαλίζεται και να καταπίνει κομμάτια αυτής της σαβούρας, στην προσπάθειά του να αναπνεύσει.
Αν κάτι πρέπει να μας απασχολήσει, λοιπόν, δεν είναι η ανασχηματισμολογία, οι παλινωδίες του Καραμανλή, τα παζάρια του με τα διάφορα καπιταλιστικά «λόμπι» και οι διαρκώς εξελισσόμενες ισορροπίες ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό της κυβερνώσας παράταξης, πράγματα φυσιολογικά δηλαδή για κάθε αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά η κοινωνική παράλυση και αφασία, που επιτρέπουν σ’ αυτά τα παιχνίδια να κυριαρχούν στην επικαιρότητα. Αν υπήρχε ένα άλλο κοινωνικό σκηνικό, σφραγισμένο από ταξικές διεκδικήσεις και συγκρούσεις, τότε ο ανασχηματισμός θα είχε γίνει και ελάχιστα θ’ ασχολούμασταν μαζί του.