Σήμερα (Πέμπτη, 7.4.11), σύμφωνα με επίμονες πληροφορίες του ευρωπαϊκού Τύπου, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αναμενόταν ν’ αποφασίσει αύξηση του βασικού επιτόκιου κατά 0,25%. Οι ίδιες πληροφορίες επιμένουν πως θ’ ακολουθήσουν άλλες δύο αυξήσεις, ώστε μέχρι τα τέλη του χρόνου το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ να διαμορφωθεί στο 1,75%.
Οπως γράφουν οικονομικά έντυπα, η ΕΚΤ βρίσκεται και πάλι μπροστά στο πρόβλημα «της ασυμμετρίας στους οικονομικούς κύκλους των επιμέρους χωρών της ευρωζώνης». Μ’ αυτό τον τρόπο περιγράφουν οι αστοί οικονομολόγοι την ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού, βασικό στοιχείο στο μονοπωλιακό του στάδιο, που μετατρέπει σε σισύφειο το έργο της δημιουργίας διακρατικών-υπεριμπεριαλιστικών ενώσεων, όπως για παράδειγμα η ΕΕ. Εκεί που πάνε να κατακτήσουν ένα επίπεδο συνεργασίας, έρχεται η ανισόμετρη ανάπτυξη, που δημιουργεί διαφορετικές ανάγκες σε κάθε χώρα, και τα τινάζει όλα στον αέρα, δίνοντας νέα ώθηση στον διιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.
Ειρωνεία της Ιστορίας. Την ώρα που οι ηγέτες των κρατών-μελών της ΕΕ μιλούν για «οικονομική διακυβέρνηση» και συνυπογράφουν (μετά από άγριες συγκρούσεις στο παρασκήνιο και το προσκήνιο) το «Σύμφωνο για το ευρώ», έρχεται η ΕΚΤ, ο θεματοφύλακας της νομισματικής σταθερότητας της ευρωζώνης και με την απόφασή της για αύξηση των επιτοκίων, τινάζει στον αέρα την «οικονομική διακυβέρνηση», αφού η αύξηση των επιτοκίων άλλες οικονομίες τις ευνοεί και άλλες θα τις καταρρακώσει. Το ίδιο φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και όταν δημιουργούνταν η ευρωζώνη. Οι πολιτικοί πανηγυρισμοί έκρυψαν κάτω από το χαλί τα τεράστια προβλήματα που θα δημιουργούσε η εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος σε οικονομίες με διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης και διαφορετικές δυναμικές ανάπτυξης και τους νέους ανταγωνισμούς που θα παρήγαγαν αυτά τα προβλήματα.
Η ΕΚΤ διαπιστώνει πληθωριστικές πιέσεις στις οικονομίες που δείχνουν μια σχετική σταθεροποίηση μετά την κρίση (πρωτίστως τη Γερμανία) και οδηγείται στην αύξηση του επιτοκίου της, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που αυτό θα έχει στις υπερχρεωμένες οικονομίες. Αυτή είναι η λογική του καπιταλισμού, αυτό επιτάσσουν οι σιδερένιοι οικονομικοί του νόμοι κι αυτό καμιά πολιτική συμφωνία δεν μπορεί να το αλλάξει. Αν μας άρεσε η γλώσσα της αστικής δημοσιολογίας, θα γράφαμε ότι οι τραπεζίτες παίρνουν τη ρεβάνς από τους πολιτικούς. Ομως, δεν πρόκειται περί αυτού, αλλά περί των σιδερένιων οικονομικών νόμων του συστήματος, που επιβάλλονται σε πολιτικούς και τραπεζίτες.
Και για να έρθουμε στα «καθ’ ημάς», η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα επιβαρύνει τον ελληνικό προϋπολογισμό με περισσότερα από 3,5 δισ. ευρώ! Σύμφωνα με υπολογισμούς της Credit Suisse, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους θ’ αυξηθεί κατά 1,6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 3,8 δισ. ευρώ! Αυτό σημαίνει πως το 2012 η κυβέρνηση θα πρέπει να «εξασφαλίσει» ένα ισόποσο πρόσθετο «πακέτο», το οποίο θα κληθεί, φυσικά, να πληρώσει ο ελληνικός λαός. Ισχυρό πλήγμα θα δεχτούν και οι ελληνικές τράπεζες. Με δεδομένο ότι έχουν δανειστεί από την ΕΚΤ τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ, μιλάμε για ένα πρόσθετο κόστος της τάξης των 750 εκατ. ευρώ, το οποίο θα μετακυλήσουν στους πελάτες τους, ενώ θα βρεθούν σε δυσχερέστερη θέση στην προσέλκυση ξένων επενδυτών, που θα σπεύσουν να ξεφορτώσουν τα χαρτοφυλάκιά τους από μετοχές ελληνικών τραπεζών. Ακόμη, για μια οικονομία σε βαθιά «ύφεση», όπως η ελληνική, η αύξηση των επιτοκίων θα σημάνει βάθεμα της «ύφεσης». Το ευρώ ανακάμπτει στις διεθνείς χρηματαγορές, επειδή προεξοφλείται η αύξηση των επιτοκίων του. Για τον ελληνικό τουρισμό, όμως, και τις αναιμικές ελληνικές εξαγωγές (για τις οποίες τόσο καμαρώνει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης), η ανάκαμψη του ευρώ και η «σκληρότητά» του στις ισοτιμίες σημαίνουν νέα πλήγματα. Τέλος, η αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων για επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών και σε μείωση της καταναλωτικής ζήτησης, με αποτέλεσμα η «ύφεση» να βαθύνει και εξ αυτού του λόγου.