Με την έναρξη της συνεδρίασης ζήτησε το λόγο ο Ηρακλής Κωστάρης, για να κάνει μια σύντομη τοποθέτηση πάνω στο συζητούμενο ζήτημα, την ένσταση ακυρότητας των προανακριτικών ομολογιών. Με όλο το σεβασμό που έχουμε στις νομικές τοποθετήσεις των συνηγόρων και στο μόχθο που έχουν καταβάλει για να προετοιμάσουν αυτές τις ενστάσεις, νομίζουμε ότι για τον απλό πολίτη η δήλωση του Κωστάρη είναι η πιο σημαντική για το ζήτημα. Γιατί περιγράφει με απλά λόγια αυτό που βίωσε ο ίδιος, όταν τον κουβάλησαν σιδηροδέσμιο στην Αντιτρομοκρατική. Εχει σημασία η τοποθέτηση του Κωστάρη και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Ο ίδιος δεν έκανε καμιά ομολογία, ούτε στους ασφαλίτες ούτε στην ανακρίτρια. Κράτησε από την πρώτη στιγμή τη στάση που κρατάει μέχρι σήμερα. Οταν, λοιπόν, στην προανακριτική του (την οποία κατέθεσε στο δικαστήριο) διαβάζεις ότι θέλει να απολογηθεί με δικηγόρο, πράγμα που ουδέποτε έγινε, μπορεί κανείς να καταλάβει τι συνέβη με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους και πόσο εξασφαλίστηκε αυτό τουλάχιστον το δικαίωμά τους. Μπορεί κανείς να καταλάβει πόσο ειλικρινά ήταν και πόση αξία έχουν εκείνα τα «δεν επιθυμώ να απολογηθώ με δικηγόρο», που γράφονται με μορφή καρμπόν σε όλες τις προανακριτικές ομολογίες. Το δικαστήριο πήρε μια απτή απόδειξη από τον Η. Κωστάρη για την παραβίαση βασικού δικαιώματος των κατηγορούμενου, γεγονός που καθιστά άκυρες αυτές τις προανακριτικές.
Το πλήρες κείμενο της δήλωσης Κωστάρη είναι το εξής:
«Θέλω να κάνω μια τοποθέτηση σχετικά με την ένσταση για την ακυρότητα των προανακριτικών.
Δεν θα σας μιλήσω με άρθρα, νόμους και παραθυράκια, γιατί δεν γνωρίζω νομικά, αλλά και γιατί από το συμπέρασμα που έβγαλα στην πρώτη δίκη, αλλά και κατά τη δι΄ρακεια αυτής της δίκης, οι νόμοι είναι διφορούμενοι, όπως οι χρησμοί στην αρχαιότητα και ερμηνεύονται κατά το δοκούν και πάντα σε βάρος των κατηγορουμένων, στις πολιτικές δίκες, για να εξυπηρετήσουν σκοπιμότητες.
Θα σας μιλήσω λοιπόν με πραγματικά περιστατικά και γεγονότα.
Εγώ συνελήφθηκα 20 Ιουλίου 2002 στην Πάργα και οδηγήθηκα στη ΓΑΔΑ για να καταθέσω στην αρχή σαν μάρτυρας, όπως μου έλεγαν. Με ρωτούσαν αν γνωρίζω κάτι σχετικά με τη 17Ν και άλλα που θα τα αναπτύξω στην απολογία μου.
Απάντησα ότι δεν γνωρίζω τίποτα και ίσως έχει γίνει κάποιο λάθος. Από τη στιγμή αυτή άρχισαν οι απειλές και οι εκβιασμοί. Αρχισα τότε να ζητώ επίμονα δικηγόρο. Αυτό το έγραψα και σε κάποιο χαρτί, που μου έδωσαν να γράψω κάποια πρόταση, για να ελέγξουν τον γραφικό μου χαρακτήρα. Το μόνο που άκουσα σε όλη την ανάκριση, από το απόγευμα 20 Ιουλίου έως τις 9 το πρωί 21 Ιουλίου, ήταν απειλές και ότι δεν δικαιούμαι δικηγόρο.
Στο τέλος, δέχτηκα και υπέγραψα μια κατάθεση που έγραφε ότι θέλω να απολογηθώ με δικηγόρο τον οποίο θα ειδοποιήσω. Τίποτα άλλο δεν έχω να προσθέσω.
Στην ερώτηση «επιθυμείτε να κάνετε χρήση των δικαιωμάτων που σας γνωστοποιήθηκαν» δεν έγραφε καμία απάντηση. Το «όχι δεν επιθυμώ» το πώς γράφτηκε δεν μπορώ να το ξέρω. Το οποίο μάλιστα είναι σε πλήρη αντίθεση με αυτό που επίμονα ζητούσα.
Τελικά δεν με άφησαν να επικοινωνήσω με κανέναν, ούτε με δικηγόρο. Η πρώτη μου επαφή με τον δικηγόρο έγινε στο γραφείο της ανακρίτριας κ. Μπούρη 21 Ιουλίου απόγευμα. Από αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς με ποιον τρόπο έγινε η ανάκριση και ότι έγινε σαφής παραβίαση των δικαιωμάτων, όχι μόνο σε βάρος μου αλλά σχεδόν σε όλους τους κατηγορούμενους, αφού με τον ίδιο τρόπο τους αντιμετώπισαν όλους.
Ο κυριότερος, όμως, λόγος που θεωρώ άκυρες και κατασκευασμένες τις προανακριτικές, τουλάχιστον όσες με αφορούν, είναι από το ίδιο το κατηγορητήριο που μου αποδόθηκε από την Αντιτρομοκρατική.
Το αρχικό στημένο κατηγορητήριο σε βάρος μου από την Αντιτρομοκρατική ήταν 22 κατηγορίες, χωρίς το παραμικρό στοιχείο, παρά μόνο από τις κατασκευασμένες ομολογίες. Το ότι ήταν κατασκευασμένες, σε ό,τι με αφορά αποδείχτηκε περίτρανα, αφού αθωώθηκα, είτε από το Συμβούλιο Εφετών είτε από πρωτόδικο δικαστήριο για 17 από τις 22 αρχικές κατηγορίες. Δηλαδή σχεδόν στο σύνολό τους και θεωρώ ότι θα είχα αθωωθεί και στις υπόλοιπες (στις οποίες καταδικάστηκα χωρίς στοιχεία), αν δεν υπήρχαν λόγοι σκοπιμότητας, που ήθελαν να είμαι εδώ, και το τρομοϋστερικό κλίμα της εποχής.
Νομίζω ότι μ’ αυτά που σας κατέθεσα σας δίνω την πιο δυνατή απόδειξη ότι οι προανακριτικές είναι άκυρες και κατασκευασμένες. Και αφού έχουν ανακληθεί και έχουν καταγγελθεί σαν προϊόν εκβιασμών, βασανιστηρίων, φαρμάκων κ.λπ. σας ζητώ να μην τις δεχτείτε ως νόμιμες.
Πιστεύω ακόμη ότι από την εμπειρία σας αλλά και από ιστορικά παραδείγματα θα γνωρίζετε ότι οποιαδήποτε δήλωση αποσπάται από φυλακισμένο άτομο δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθόρμητη αλλά αποτέλεσμα εξαναγκασμού και άλλων παραγόντων που έχουν στοιχίσει μακρόχρονες φυλακίσεις αθώων ανθρώπων».
Στη συνέχεια, συνέχισε την αγόρευσή του ο Φρ. Ραγκούσης (υπεράσπιση Χρ. Ξηρού), ο οποίος επέμεινε ιδιαίτερα στον τρόπο που ενεπλάκη ο Χρ. Ξηρός στην υπόθεση και στο πώς βρέθηκε κατηγορούμενος και «ομολογήσας». Αναφέρθηκε, μάλιστα, αναλυτικά σε δημοσιεύματα της εποχής, που διαβάζοντάς τα εκ των υστέρων δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο χτίστηκε γύρω από τον ημιθανή Σάββα το κατηγορητήριο για συγκεκριμένους ανθρώπους, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο ο Χρ. Ξηρός εξαναγκάστηκε να υπογράψει την ομολογία που άλλοι είχαν γράψει, ασκώντας πάνω του ψυχολογική βία και απειλώντας τον με τη ζωή του αδερφού του. Οπως είπε ο συνήγορος, λίγες ώρες μετά τη μεταγωγή του Σάββα στον Κορυδαλλό και πριν ο Δ. Κουφοντίνας εμφανιστεί και αναλάβει την πολιτική ευθύνη, με τον ηρωικό τρόπο που το έπραξε, ο Χρ. Ξηρός με δηλώσεις του είχε πάρει πίσω αυτό που εμφανίστηκε ως προανακριτική ομολογία του.
Ο Βασίλης Παπαστεργίου (υπεράσπιση Δ. Γεωργιάδη), υπέβαλε επίσης την ένσταση ακυρότητας της προανακριτικής απολογίας του εντολέα του. Δυστυχώς, στη μισή αγόρευσή του μιλούσε από χαλασμένο μικρόφωνο και έτσι δεν μπορέσαμε να ακούσουμε την επιχειρηματολογία του (υπάρχει πάντως στα πρακτικά, που δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο η «Ελευθεροτυπία»).
Επειδή ο πρόεδρος αμφισβήτησε αυτά που έλεγε ο συνήγορος, ζήτησε το λόγο ο ίδιος ο Δ. Γεωργιάδης, ο οποίος έκανε μια συγκλονιστική παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο αποσπάστηκε η προανακριτική ομολογία του. Παραθέτουμε ολόκληρο το απομαγνητοφωνημένο κείμενο:
«Δ. Γεωργιάδης: Θέλω να πω καταρχήν το εξής. Οτι σε καμιά στιγμή και της πρωτόδικης διαδικασίας και της προανάκρισης και αυτής της διαδικασίας δεν επεχείρησα ποτέ ούτε να δυσφημίσω το πολίτευμα ούτε την Αστυνομία ούτε κατ’ οποιονδήποτε τρόπο δεν έχω έχω τέτοιες επιδιώξεις. Το μόνο πράγμα που ήθελα να κάνω εξαρχής ήταν να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Υπάρχει ένα και μοναδικό γεγονός του οποίου είχα γνώση και αυτό όχι γνώση αυτή καθεαυτή αλλά συμπερασματική, όταν πλέον εγώ είδα το σπίτι της Δαμάρεως στην τηλεόραση. Πράγμα που από την πρώτη στιγμή εγώ είπα και δεν είχα κανένα λόγο να μην το πω, γιατί αυτή ήταν η όποια ανάμιξή μου και αυτή εν αγνοία μου. Τώρα θέλω να σας πω τι ακριβώς έγινε από τη στιγμή που συνελήφθην στη Θεσσαλονίκη μέχρι τη στιγμή που έφτασα στην ανακρίτρια, για να πάρετε όλοι μια άποψη, αν και ξέρω ότι θεωρείτε την αξιοπιστία της Αστυνομίας αυξημένη και είναι λογικό. Παρολαυτά, η υπόθεση είναι πολύ ιδιαίτερη και νομίζω ότι χρειάζεται και μια ιδιαίτερη λογική για να την κρίνετε σωστά.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι εγώ συνελήφθην στις 16/7/2002 στη Θεσσαλονίκη, μπροστά στο σπίτι μου. Μέσα σε ελάχιστη ώρα βρισκόμουν στο Τμήμα Ασφαλείας Θεσσαλονίκης όπου εκεί πέρα περίμενα μέχρι κάποια ώρα το βράδυ. Όταν κάποια στιγμή βρεθήκαμε σ’ ένα γραφείο με κάποιο αστυνομικό που άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις, εγώ ευθύς εξαρχής, από το πρώτο λεπτό του είπα το γεγονός το οποίο είχα διαπιστώσει και το διαπίστωσα από την τηλεόραση, μέχρι τότε δεν είχα κανένα απολύτως λόγο να πιστεύω κάτι διαφορετικό. Το γεγονός είναι ότι εγώ, εν αγνοία μου, μετά από παράκληση του Σάββα Ξηρού, είχα μεταφέρει μία ταυτότητα στον πληρεξούσιο της Δαμάρεως, προκειμένου να ενοικιαστεί αυτό το διαμέρισμα, όχι για λογαριασμό μου αλλά για λογαριασμό του Σάββα Ξηρού. Εγώ πίστευα μέχρι και την τελευταία στιγμή ότι απλά διευκολύνω, ότι κάνω μια εξυπηρέτηση στον Σάββα Ξηρό. Δεν ήξερα ούτε σε τι θα χρησιμεύσει αυτό το διαμέρισμα ούτε οτιδήποτε άλλο. Ο αστυνομικός φυσικά δεν πείστηκε, συνέχισε να με ρωτάει διάφορα άλλα πράγματα, εγώ είχα ήδη από τις προηγούμενες μέρες τρομάξει με το μέγεθος που είχε πάρει η υπόθεση, αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να τα πω και να ξεμπλέξω ή αν θα τα ‘λεγα και θα έμπλεκα περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή άρχισα κι εγώ ν’ αναρωτιέμαι αν έχει συμβεί και τίποτ’ άλλο εν αγνοία μου και προσπαθώντας να θυμηθώ καταλήξαμε σε δυο ακόμα γεγονότα τα οποία αποδείχτηκε πρωτόδικα, για το ένα αθωώθηκα και το άλλο δεν έχει σχέση με οτιδήποτε. Αμέσως μετά απ’ αυτό μου ζήτησε ο αστυνομικός, μου λέει «θα συνεργαστείς;». Λέω, θα συνεργαστώ, δεν έχω κανένα λόγο να μην το κάνω. Την οποία συνεργασία εγώ εξέλαβα ως να καταθέσω, τα γεγονότα. Δεν είχα κανένα λόγο να τ’ αρνηθώ αυτό το πράγμα.
Το ίδιο βράδυ βρεθήκαμε στην Αθήνα και στην Αθήνα βρέθηκα από τα μεσάνυχτα Τρίτη προς Τετάρτη που ήρθα στην Αθήνα, να βρίσκομαι άυπνος μέχρι τα επόμενα μεσάνυχτα, Τετάρτη προς Πέμπτη και να περιμένω και να περιμένω και να περιμένω και στη διάρκεια αυτή να υφίσταμαι διάφορους διαλόγους. Δεν θέλω να πω λεπτομέρειες, θα τα πω περιληπτικά. Εκεί, στην πρώτη συζήτηση που είχα στη ΓΑΔΑ, αμέσως βαφτίστηκα περιφερειακός. Από κει που μου ζητούσαν κάποια συνεργασία, ώστε να προσφέρω κάποιο στοιχείο στην υπόθεση, βαφτίστηκα κατευθείαν περιφερειακός. Υπέστην ωμό εκβιασμό, ότι θα φορτωθώ παραπάνω κατηγορίες, ότι συγκεκριμένα, λόγω του ότι είμαι αριστερόχειρας και ότι βρισκόμουν στην Αθήνα το 2000, θα κατηγορηθώ για τη δολοφονία του Σόντερς και ότι θα με ζητήσουν οι Βρετανοί και θα εκδοθώ και από εκεί και πέρα ένας Θεός ξέρει τι θα γίνει. Ητανε ωμότατος ο εκβιασμός. Σκεφτείτε, σε μια δίκη που καταδικάστηκα ότι τον Δεκέμβρη έβαλα μια βόμβα τον Ιούνη, να έπρεπε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και για μια δολοφονία βρετανού αξιωματικού.
Από κει και πέρα, εκεί πλέον κατάλαβα ποια είναι η κατάσταση, όταν κατάλαβα ποια είναι η κατάσταση ζήτησα δικηγόρο, εκεί μου εξηγήθηκα πλημμελώς ότι ο δικηγόρος μόνο κακό θα μου ‘κανε και ότι οποιαδήποτε λύση έπρεπε να τη βρούμε μεταξύ μας, γιατί μόνο αυτοί μπορούσαν να με βοηθήσουνε και μόνο έτσι ήταν ο σίγουρος τρόπος για να κερδίσω μια αναστολή στο δικαστήριο. Οποτεδήποτε ερωτώμουν για κάτι, μέχρι να απαντήσω αυτό που έπρεπε, δεν γραφόταν τίποτα. Η ανάκρισή μου ξεκίνησε αργά το βράδυ της Τετάρτης και όχι τα ξημερώματα της Τετάρτης, όπως έχει γραφεί, και διήρκεσε μέχρι λίγες ώρες πριν πάω στην ανακρίτρια. Στην οποία ανακρίτρια βρέθηκα χωρίς δικηγόρο και μου δώσανε κατευθείαν μια προθεσμία, την οποία εγώ δεν ζήτησα γιατί δεν ήξερα καν ότι μπορούσα να πάρω προθεσμία, γιατί δεν έχω καμιά απολύτως γνώση νομικών. Και όλα αυτά γραφτήκανε μ’ αυτόν τον τρόπο.
Εγώ, καλώς ή κακώς, με τον κλασικό αποδεικτικό τρόπο σ’ αυτή την αίθουσα δε μπορώ να τ’ αποδείξω, τα ‘χει αποδείξει όμως η ίδια η διαδικασία. Τι θέλω να πω. Στο πρωτόδικο δικαστήριο δεν υπήρξε ούτε ένας ισχυρισμός της κατηγορίας που να επιβεβαιώθηκε σ’ αυτό εδώ το βήμα. Ο,τι ισχυρίστηκα, μέχρι τελευταίας ρανίδος, αποδείχτηκε από εδτά μάρτυρες υπεράσπισης και από έξι μάρτυρες κατηγορίας, τους οποίους είχε καλέσει η εισαγγελία και όχι εγώ. Εγώ, παρολαυτά, τώρα βρίσκομαι καταδικασμένος για κάτι που δεν έκανα, 3,5 χρόνια στη φυλακή, γιατί έβαλα λέει το Δεκέμβριο μια βόμβα που είχε μπει τον Ιούνιο. Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουμε την όλη διαδικασία και τα νομικά και δεν ξέρω ποιες άλλες γνώσεις να τις κάνουμε λάστιχο, και να πούμε ότι ή αποδεχόμαστε ή όχι αυτά τα χαρτιά. Πρέπει το δικαστήριό σας κάποια στιγμή να πάρει μια απόφαση. Αν τα αποδεχτεί -γιατί καταλαβαίνω ότι αν τα απορρίψει δημιουργείται μεγάλο πρόβλημα για τη διαδικασία- αλλά αν τα αποδεχτεί θα πρέπει να εξηγήσει πως εγώ είναι δυνατόν να έβαλα το Δεκέμβριο μια βόμβα που μπήκε τον Ιούνη. Η μόνη μου απαίτηση ήτανε να δικαστώ, δεν έχω καμία άλλη απαίτηση, καμία άλλη βλέψη. Το μόνο που ζήτησα εξαρχής είναι να δικαστώ και το μόνο που ήθελαν να κάνω εξαρχής ήταν να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Τίποτα παραπάνω.
Πρόεδρος: Είπατε ότι σας είπαν, αν δεν συνεργαστείς, θα σου φορτώσουμε και κάποιες άλλες κατηγορίες.
Δ. Γεωργιάδης: Μ’ αναγκάζετε να μπω σε λεπτομέρειες που δεν ήθελα να το κάνω, γιατί θα μεταβληθεί η συζήτηση σε συζήτηση εντυπώσεων και δεν ήθελα να το κάνω αυτό το πράγμα, αλλά θα το κάνω. Οταν έφτασα στη ΓΑΔΑ, αφού με βάλαν σε ένα γραφείο και περίμενα εκεί ώρες ολόκληρες, χωρίς να μου επιτρέπουνε να κοιμηθώ, από τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης μέχρι τις τελευταίες βραδινές, η πρώτη συζήτηση που έκανα ήταν με τον ίδιο τν κ. εισαγγελέα τον κ. Διώτη και τον αρχηγό της Αντιτρομοκρατικής. Εκεί πέρα ενημ,ερώθηκα ότι έπρεπε να τους πω για κάποια «καλάθια», όπως αποκαλούσαν τις εκρήξεις και εκεί πέρα βαφτίστηκα περιφερειακός. Και μου λένε, αφού είσαι περιφερειακός και το ξέρουμε, πες τα μας να τελειώνουμε, να μας βοηθήσεις ώστε να σε βοηθήσουμε. Εγώ, όπως είναι ευνόητο, δεν είπα τίποτ’ άλλο πέρα απ’ αυτά που νόμιζα ότι ήταν να πω, για το θέμα της ταυτότητας. Τότε άρχισε ένας εκβιασμός. Αυτός ο εκβιασμός διήρκεσε μέχρι και λίγες ώρες πριν πάω στην ανακρίτρια για να πάρω την προθεσμία. Πώς μπορώ εγώ τώρα, αυτή όλη την κατάσταση και το αποτέλεσμα αυτού του είδους της ανάκρισης να μην το προσβάλω σ’ αυτό το δικαστήριο και σε οποιοδήποτε δικαστήριο;»
Σε μια διακοπή της διαδικασίας, ο συνήγορος του Β. Τζωρτζάτου Ιππ. Μυλωνάς κατέθεσε στο δικαστήριο μια επιστολή του Αλ. Γιωτόπουλου, το πλήρες κείμενο της οποίας είναι το εξής:
«Προς το Πενταμελές Εφετείο Αθήνας
Οπως είναι γνωστό, την Τρίτη 20ή Δεκεμβρίου 2005, αποχώρησα από τη διαδικασία και ανακάλεσα την εντολή στους δικηγόρους μου να με εκπροσωπούν σ’ αυτήν την κατ’ επίφαση δίκη. Δεν με εκπροσωπούν οι δικηγόροι που διορίσατε ούτε δικαιούται οποιοσδήποτε παράγοντας αυτής της διαδικασίας να μιλά για λογαριασμό μου. Για κάθε νομικό ζήτημα που με αφορά – έξω απ’ αυτή την κατ’ επίφαση δίκη – εξακολουθώ να εκπροσωπούμαι από τους δικηγόρους που εγώ διόρισα αρχικά.
20-1-06
Γιωτόπουλος Αλέξανδρος».
Για την αποκατάσταση της αλήθειας πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ουδείς παράγοντας της δίκης μίλησε για λογαριασμό του Α. Γιωτόπουλου, μετά την αποχώρησή του. Δεν μπορούμε, βέβαια, να φανταστούμε ότι ο Γιωτόπουλος έστειλε αυτή την επιστολή στο δικαστήριο, για να το ενημερώσει για τα αυτονόητα ή γι’ αυτά που ήταν ήδη γνωστά και στο δικαστήριο (π.χ. ότι δεν δέχτηκε να συναντηθεί καν με τους διορισμένους). Αλλωστε, αν επρόκειτο μόνο για την επίσημη γνωστοποίηση της μη αποδοχής εκ μέρους του των διορισμένων συνηγόρων, η επιστολή θα στελνόταν στις 19 Γενάρη, πρώτη μέρα συνεδρίασης μετά τη διακοπή, και βέβαια δεν θα αναφερόταν σε άλλους παράγοντες της δίκης, διαχωρίζοντάς τους μάλιστα με σαφή τρόπο από τους διορισμένους συνηγόρους. Είναι φανερό ότι πρόκειται για έμμεση επίθεση προς εκείνους τους συνηγόρους υπεράσπισης και τους κατηγορούμενους που σήκωσαν το βάρος της αντιπαράθεσης με το δικαστήριο στο ζήτημα του διορισμού συνηγόρων, που έγινε με τον πιο άθλιο τρόπο, όπως έχουμε γράψει στα σχετικά ρεπορτάζ (14η συνεδρίαση/4.1.06 και 15η συνεδρίαση/19.1.06). Ομως, οι συνήγοροι και οι κατηγορούμενοι που εναντιώθηκαν σ’ αυτές τις μεθοδεύσεις δεν μίλησαν για λογαριασμό του Α. Γιωτόπουλου (άλλωστε, αν το έκαναν, το δικαστήριο θα τους αφαιρούσε το λόγο, γιατί δικονομικά δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα). Μίλησαν από θέσεις αρχών, αποκαλύπτοντας τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης, τις μεθοδεύσεις και τη στάση του δικαστήριου. Εδωσαν μια ακόμη μάχη σ’ αυτόν τον πόλεμο. Μήπως διαφωνεί μ’ αυτό ο Α. Γιωτόπουλος; Μήπως θα ήθελε να φυγομαχήσουν και ν’ αφήσουν αυτή την πρόκληση αναπάντητη;
Σημειώνουμε, ακόμη, ότι από πλευράς εισαγγελίας αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της κατάθεσης αυτής της επιστολής από άλλο συνήγορο, πλην των τριών διορισμένων. Ο κ. Μυλωνάς εξήγησε ότι ο εντολέας του μένει στο διπλανό κελί με τον Α. Γιωτόπουλο, του έφερε την επιστολή και αυτός απλώς την παρέδωσε στο δικαστήριο. Οι εισαγγελείς παρατήρησαν ότι αυτό δεν είναι δικονομικά σωστό, εφόσον ο Ι. μυλωνάς δεν εκπροσωπεί τον Α. Γιωτόπουλο.