Το 1943, μεσούντος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, 618 χωριά της Λευκορωσίας καταστράφηκαν ολοσχερώς μαζί με τους κατοίκους του από τους ναζί καταχτητές. Η ταινία περιγράφει το ολοκαύτωμα του χωριού Κατίν αλλά και τη φρίκη των μετόπισθεν, με τα μάτια ενός νεαρού αγοριού που καθώς οι αντάρτες το αφήνουν πίσω για λόγους προστασίας, εκείνο γερνάει σταδιακά αντικρίζοντας την απίστευτη ναζιστική κτηνωδία.
Μέσα από γνώριμες φόρμες των παραδόσεων του σοβιετικού κινηματογράφου αλλά και μιας πρωτοποριακής αισθητικής που βασίζεται σε εικόνες και κυρίως ήχους, ο θεατής μάταια περιμένει να δει κάτι περισσότερο από μια άγρια αντιπολεμική κραυγή. Αντίθετα, γίνεται μάρτυρας ενός μακρόσυρτου, επιφανειακού, συγκινησιακού κρεσέντο, που αγγίζει τα όρια μιας δημαγωγικής απλοϊκότητας, αδυνατώντας να εγείρει συνειδήσεις ή να συμβάλλει στην ιστορική γνώση.
Ισως ο ίδιος ο Κλίμοφ να αποτελεί την εξήγηση αυτής της σχεδόν «περιττής» ταινίας. Διορισμένος γραμματέας της Ενωσης Σοβιετικών Σκηνοθετών, μέχρι την «περεστρόικα», υπήρξε επικεφαλής των κινηματογραφικών πραγμάτων τις δύο τελευταίες, κρίσιμες και πλέον διεφθαρμένες δεκαετίες του «σοβιετικού» κράτους. Κομμουνιστικής προέλευσης ο ίδιος, με προσωπικά βιώματα του πολέμου (γεννήθηκε το 1933), σκηνοθέτησε πέντε ταινίες μεγάλου μήκους και το «Ελα να δεις» ήταν η τελευταία του. Ομως, παρά την άμεση γνώση ενός συγκλονιστικού θέματος, η ταινία φωνάζει από μακριά ότι είναι περισσότερο μια διατεταγμένη παραγγελία στο φόντο ενός πολυεθνικού, πάλαι ποτέ σοσιαλιστικού κράτους που αποσυντίθεται, παρά μια συνεισφορά στην ιστορική μνήμη.
Ελένη Σταματίου